Στο ξεψύχισμα της γερμανικής κατοχής είχαμε τις πιο ματωμένες σελίδες της τοπικής ιστορίας με συγκλονιστικά ολοκαυτώματα.
Από τα πιο σημαντικά γεγονότα εκείνης της εποχής και η θυσία στο Γουρνόλακο.
Για καιρό έβλεπα να απεικονίζεται το ματωμένο αυτό χρονικό σε ένα πίνακα λαϊκού ζωγράφου, που είχε στο εστιατόριό του αναρτήσει ο κ. Νικηφόρος Λαγουδάκης. Έβλεπες στις φιγούρες που ήταν διάσπαρτες στον καμβά τα δρώμενα μιας ακόμα τραγωδίας που γράφτηκε 3 και 5 του Σεπτέμβρη στο Γουρνόλακο.
Ήταν στο πλαίσιο της μεγάλης επιχείρησης των Ναζί να πατάξουν κάθε πυρήνα αντίστασης που φώλιαζε στον Ψηλορείτη. Χάρις στην αποφασιστικότητα των ανταρτών και τις επιτυχείς δράσεις των συμμάχων η λευτεριά είχε αρχίσει να αχνοχαράζει.
Με λύσσα οι κατακτητές επιχειρούν να ανακτήσουν την παλιά τους ισχύ. Με στόχο το Αμάρι και το Μυλοπόταμο εξαπολύουν ομάδες ολέθρου με εντολή να σκοτώσουν, να κάψουν, να λεηλατήσουν κέντρα με ανυπότακτους ανθρώπους για να λυγίσουν οι υπόλοιποι.
Ένα από τα αποσπάσματα αυτά, μετά από συστηματική έρευνα και στην πιο απόκρημνη περιοχή των χωριών Λιβάδια, Κάλυβος, Αβδελά, Αγιος Μάμας και Λιβάδια, συνέλαβε δώδεκα κτηνοτρόφους και δυο παιδιά.
Τη νύχτα της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου 1943, διανυκτέρευσαν στη θέση «Βικιά Λαγκός» και το πρωί της 3ηςΣεπτεμβρίου οδήγησαν τους συλληφθέντες στο Γουρνόλακο. Εκεί διέταξαν τα δύο παιδιά, τον Μιχάλη Πρινάρη από τις Αβδανίτες και τον Ιωάννη Λαμπρινό από τα Αβδελά, να φύγουν κι ετοιμάστηκαν να εκτελέσουν τους δώδεκα κρατούμενους.
Εκείνοι αντιστάθηκαν, κάνοντας μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουν, αλλά τα πυρά των Γερμανών τους γάζωσαν, καθώς έτρεχαν στις πλαγιές των βουνών.
Από τους 12 κτηνοτρόφους κατάφερε να διαφύγει ο Ελευθέριος Σαρρής από τον Άγιο Μάμα, με σοβαρό τραύμα στο χέρι. Αυτός πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα χωρίς να έχει συνέλθει από την περιπέτειά του.
Και που να φανταστούν οι αδίσταχτοι δήμιοι ότι ανάμεσα στους νεκρούς διαδραματιζόταν ένα συγκλονιστικό χρονικό «νεκρανάστασης».
Ένας 16χρονος ο Ιωάννης Νικηφόρος από την Κάλυβο, με σοβαρό τραύμα από σφαίρα στο κεφάλι, θεωρήθηκε νεκρός από τους Γερμανούς, οι οποίοι έκριναν άσκοπο να του δώσουν τη λεγόμενη «χαριστική βολή», μπροστά στο θέαμα που αντίκριζαν. Κι όμως το παλικάρι έζησε. Τον εντόπισε αργότερα ο πατέρας του που τον αναζητούσε με συναγωνιστές του από τα Ζωνιανά και τα Λιβάδια Το πέρασμά τους από το Γουρνόλακο που ανέβηκαν ως εκεί να δουν τι έχει συμβεί ήταν τυχερό για το 16χρονο παλικάρι που έζησε και ήταν από τους συγκλονιστικότερους μάρτυρες εκείνου του χρονικού.
Η δεύτερη πράξη της τραγωδίας
Η σκέψη ότι κάποιοι πατριώτες που θέρισε το βόλι του τυράννου, μένουν άταφοι δεν άφηνε σε ησυχία συγγενείς και φίλους των νεκρών. Αδιαφορώντας για τις απαγορεύσεις με ποινή θανάτου, καμιά 25αριά γενναίοι με επικεφαλής τον παπα Ανδρέα Βαρδιάμπαση, πήραν το δρόμο για να εκπληρώσουν το ιερό τους χρέος. Μοίρασαν τα καθήκοντά τους ώστε 23 άτομα με τον παπά προχώρησαν στο χώρο της θυσίας και δυο έμειναν στα μετόπισθεν να ειδοποιήσουν σε περίπτωση που θα εμφανίζονταν Γερμανοί.
Σωστή κίνηση γιατί ήδη ένα απόσπασμα ξεκινούσε για μια ακόμα επιδρομή. Στο πέρασμά τους από τα Ζωνιανά ένας ακόμα ηρωικός ρασοφόρος ο παπα Γιώργης Ζερβός, προσπάθησε να καθυστερήσει τους στρατιώτες του εχθρικού αποσπάσματος.
Στο διάστημα αυτό μια πραγματική ηρωίδα η Πελαγία Δημητρίου Παρασύρη ή Αναστοδημήτραινα, έβαλε φτερά στα πόδια και ανέβηκε σαν σίφουνας τις πλαγιές του Ψηλορείτη, φωνάζοντας απελπισμένα προς πάσαν κατεύθυνση: «οι τράγοι ανεβαίνουν στα όρη».
Γεμάτη αγωνία η φωνή της προειδοποιούσε βοσκούς και αντάρτες για τον επερχόμενο κίνδυνο.
Άκουσαν το μήνυμα οι φρουροί του Γουρνόλακου και ειδοποίησαν τους συντρόφους τους που έθαβαν ήδη τους νεκρούς, Εκείνοι όμως δεν σταμάτησαν μέχρι που τους πέτυχε το απόσπασμα να συνεχίζουν αγέρωχοι, την απόδοση τιμών στους ήρωες νεκρούς. Έγιναν ένας θανατερός κλοιός γύρω από τους γενναίους πατριώτες και τους θέρισαν με τα όπλα τους.
Από τους πρώτους που έφθασαν στον τόπο της θυσίας ήταν ο δάσκαλος από τα Λιβάδια Γεώργιος Βαρδιάμπασης, πατέρας του ήρωα παπά Ανδρέα.
Το θέαμα του ενέπνευσε ένα ποίημα που έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των ειδικών. Το ποίημα με τίτλο «Μάχη του Αρμαγεδών» εκδόθηκε από τον Δήμο Κουλούκωνα, πολλά χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα.
Ο Γεώργιος Βαρδιάμπασης γεννήθηκε στα Λιβάδια Μυλοποτάμου το 1870 και πέθανε το 1957 στην αγροικία του απέναντι από τη Μονή Δισκουρίου, όπου βρίσκεται το ταφικό μνημείο του. Ήταν δάσκαλος και οπλαρχηγός του Μυλοποτάμου, ενώ συμμετείχε σε επαναστάσεις και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Το ποιητικό έργο που ξεκίνησε να γράφεται το Δεκέμβρη του 1943, ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1944 και για πρώτη φορά δημοσιεύθηκε και εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2010 από τον πρώην Δήμο Κουλούκωνα, στο πλαίσιο του πολιτιστικού Φεστιβάλ «Ταλλαία».
Είναι πολλοί οι λόγοι που προκαλούν το φιλολογικό, θεολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον για το ποίημα αυτό.
Ο τίτλος του έργου αντλείται από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, ενώ πολλοί από τους στίχους του παραπέμπουν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η δε κατάληξη του πολύστιχου ποιήματος είναι εμπνευσμένη από κείμενα Αρχαίας Τραγωδίας.
Το ποίημα αποτελείται από 238 τετράστιχες στροφές, με 952 ιαμβικούς, 15σύλλαβους, οξύτονους και παροξύτονους στίχους εναλλάξ, με πλεχτή ομοιοκαταληξία στη δημοτική γλώσσα με αρκετά ιδιωματικά στοιχεία χάρη του μέτρου.
Το πρώτο ζήτημα που εντυπωσιάζει τους μελετητές είναι οι λόγοι που ενέπνευσαν τον ποιητή.
Η τραγωδία στον Γουρνόλακο του Ψηλορείτη, θα έπρεπε να τον οδηγήσουν σε ένα θρήνο για το παιδί του και τους συντοπίτες του, όπως θα φάνταζε φυσιολογικό. Όμως αντί για μοιρολόγια έγραψε ένα φιλοσοφημένο έργο για την αιώνια πάλη μεταξύ του καλού και του κακού, προσδιορίζοντας τον άνθρωπο ως ον αυτοκαταστροφής και παραλογισμού.
Το ποίημα και ο πίνακας που προαναφέραμε είναι μοναδικά έργα τέχνης που αναδεικνύουν το συγκλονιστικό αυτό γεγονός. Και αξίζει να αναδειχθούν με τον καλύτερο τρόπο.