Οι διαλέξεις που οργανώνει το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου, έχουν πάντα πυκνό ακροατήριο γιατί είναι παράδοση για το ιστορικό σωματείο η αξιοποίηση των πλέον χαρισματικών ομιλητών.
Μετά την τόσο ενδιαφέρουσα ομιλία για το Νίκο Μαμαγκάκη που παρουσίασε τον περασμένο μήνα, ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης, σειρά είχε το βράδυ της Κυριακής, ένας από τους καταξιωμένους λόγιους του τόπου μας ο καθηγητής κ. Γιώργος Φρυγανάκης να παρουσιάσει μια από τις κορυφές της λογοτεχνίας μας με τον ευρηματικό τίτλο «Καζαντζάκη Ανάβαση».
Με τη ζεστή της προσλαλιά η πρόεδρος του Λυκείου μας κυρία Φερενίκη Βαλαρή, καλωσόρισε τους παρισταμένους τονίζοντας τη θλιβερή πραγματικότητα που έκανε ξαφνικά τόσο επίκαιρο το θέμα της ομιλίας. Αναφερόταν στους πρόσφατους βανδαλισμούς στον τάφο του συγγραφέα στο λόφο του Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο. Κι ευχήθηκε κάποτε ο νους να ενστερνιστεί τα υψηλά νοήματα που καλλιεργούσε ο Καζαντζάκης μέσα από τα έργα του για να γίνει ο κόσμος μας κάπως καλύτερος.
Στη συνέχεια η κυρία Μαριέττα Εκκεκάκη υπεύθυνη αρχείου του Λυκείου Ελληνίδων, παρουσίασε τον εκλεκτό ομιλητή που εκτός από άριστος εκπαιδευτικός, έχει παρουσιάσει σημαντικό λογοτεχνικό έργο ενώ κρατά και μόνιμη επιτυχημένη στήλη σε τοπική εφημερίδα.
Ο κ. Γιώργος Φρυγανάκης, όπως ανέμεναν άλλωστε εκείνοι που τον παρακολουθούν σε κάθε του παρουσία στο πολιτιστικό γίγνεσθαι, κατάφερε με εκπληκτική δεινότητα να διαχειριστεί ένα τόσο ακανθώδες θέμα, όπως η αναφορά σε έναν από τους κορυφαίους της λογοτεχνίας, με αμέτρητες πτυχές προσωπικότητας και έργου, καταλύοντας κάθε κίνδυνο μακρηγορίας που ταλαιπωρεί τον ακροατή. Μοναδικά του εφόδια όπως πάντα το χάρισμα να δημιουργεί, μιλώντας εικόνες στον ομιλητή και μια αίσθηση ποιοτικού χιούμορ που διανθίζει το λόγο ιδανικά και ευχάριστα.
Καθόλου τυχαία η επιλογή
Όπως τόνισε η επιλογή της ημερομηνίας για τη διάλεξη δεν ήταν τυχαία αν και ο Καζαντζάκης είναι ούτως ή άλλως επίκαιρος και διακαιρικός. Την επιλογή του όμως την έκανε με το σκεπτικό της συγκεκριμένης επετειακής επικαιρότητας:
Βρίσκεται πολύ κοντά στην Παγκόσμια Ημέρα Βουνού που εορτάστηκε 11 Δεκεμβρίου και δένει με τη βουνολατρία και την «Ανάβαση» του Καζαντζάκη (που ήταν και ο τίτλος της βασικής ομιλίας του) ενώ δεν απέχει από τα Χριστούγεννα που δένουν με τη θεολογία του συγγραφέα και προπαντός με το μήνυμα της αγάπης, της καθολικής/πανανθρώπινης αγάπης που εκπέμπει το έργο του.
Και μετά από ένα εξαιρετικό βίντεο με βιογραφικά στοιχεία γύρω από τον Καζαντζάκη ο κ. Φρυγανάκης πήρε το λόγο, τονίζοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
Ο Καζαντζάκης ζει
Συμπληρώνονται 58 χρόνια από τότε που έκλεινε για πάντα τα κουρασμένα από την αναζήτηση, τη μελέτη και τη συγγραφή μάτια του ο Νίκος Καζαντζάκης, ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας, η πιο πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη φυσιογνωμία της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας. Όμως ο Καζαντζάκης ζει μέσα στην αιωνιότητα του έργου του, που με το γερό του σκαρί ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, προβάλλοντας παντού τη σκαλισμένη στο ακρόπλωρό του Κρήτη ως χώρο και, προπαντός, ως ιδέα.
Το πολύπλευρο έργο του Καζαντζάκη, ως σημαίνον και σημαινόμενο, και η πολύτροπη ζωή του μεγάλου «ταξιδιολόγου» – αντανακλάσεις της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του- έγιναν συχνά αντικείμενο ποικίλων ακόμη και αντιφατικών αποτιμήσεων, καθώς η κριτική άλλοτε επικεντρώθηκε περιοριστικά σε μια πτυχή της ογκώδους πνευματικής δημιουργίας του και της ζωής του και άλλοτε αποκεντρώθηκε απεριόριστα, παραποιώντας ούτως ή άλλως την ουσία του πραγματικού Καζαντζάκη.
Έτσι, στο στόχαστρο της αρνητικής κριτικής, συχνά κακοπροαίρετης, βρέθηκε η σχέση πνευματικής και πραγματικής του ζωής, που χαρακτηρίστηκε αντιφατική. Τον κατηγόρησαν για την εμμονή του να μη στρατευτεί σε κάποιο από τα επαναστατικά κινήματα του καιρού του, για την παραμονή του έξω από τη μεγάλη εποποιία της Ελληνικής Αντίστασης 1941 – 45, για την αστραπιαία εμφάνισή του μετά στην πολιτική, για καιροσκοπική ανάληψη καίριων πόστων που θα του εξασφάλιζαν επαφές με ξένους εκδοτικούς οίκους ή θα προωθούσαν τις τιμητικές διακρίσεις του… Πέρα από αυτά, κάποιοι, σαν άλλοι… «παπαράτσι», προσπάθησαν να μπουν ακόμη και στην κρεβατοκάμαρά του, επιχειρώντας κτυπήματα «κάτω από τη μέση»…
Να γευθούμε την οικουμενικότητά του
Πενηνταοκτώ χρόνια, όμως, μετά το θάνατο του Ν. Καζαντζάκη, επιβάλλεται να μην επικεντρώνουμε τις βολές μας στις όποιες υπερβολές του -φυσικές άλλωστε για τα μέτρα ενός γίγαντα- ή στις διαβολές των φανατικών αντιπάλων του -φυσικές και αυτές, αφού «τους υψηλούς πύργους πλήττουν οι κεραυνοί», για να θυμηθούμε το Βιργίλιο-, αλλά να δούμε με καθαρό, οικουμενικό μάτι την εναγώνια ανηφορική πορεία που πραγματοποίησε ο ισόβιος αυτός πνευματικός ορειβάτης των πιο ψηλών κορυφών της γνώσης και των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, αλέθοντας με τις μυλόπετρες του αδηφάγου νου του τις πιο τραχιές ιδέες.
Να δούμε την «αιμάτινη γραμμή» που άφησε το ανηφόρισμά του με τη διαρκή υπέρβαση των στόχων και όχι την παράβαση της βασικής στοχοθεσίας του, που ήταν, παρά τους όποιους στρατηγικούς μαιανδρισμούς, η ανάβαση για την ανάβαση, ο αγώνας για τον αγώνα, η διαρκής άσκηση ως ουσία και δικαίωση της ζωής. Να γευθούμε την οικουμενικότητα με την οποία είναι διαποτισμένο το συγγραφικό έργο του, που ουσιαστικά ήταν η πραγματική του ζωή, αφού ο ασκητής αυτός του πνεύματος ζούσε για να στοχάζεται και να συγγράφει. Διαφορετικά θα χάσομε από τα μάτια μας την ουσία του μεγάλου στοχαστή – συγγραφέα, που δεν είναι μόνο (ή τόσο) ο μηδενιστικός πεσιμισμός, ο διονυσιακός μηδενισμός, αλλά και η ηρωική κατάφαση της ζωής, της ανθρώπινης μοίρας.
Ο αιρετικός του κάμπου αίρεται προς την κορυφή μέσα από αναιρέσεις και αυτοαναιρέσεις. Τρέφεται σαν πρωτόγονος τροφοσυλλέκτης με ρίζες και καρπούς δέντρων στα μονοπάτια και τα υψώματα του Ιησού, του Βούδα, του Νίτσε και του Λένιν αλλά και του Μπέρξον, του Σπέγκλερ, του Σοπενχάουερ ή του Δραγούμη και του Ομήρου.
Όσο γερνά θα μάχεται
Ο Κρητικός Οδυσσέας δε θέλει «να γεράσει στα αγαθά του∙ όσο γερνά θα μάχεται σε νέα να ανηφορίζει νιότη…». Γι’ αυτόν «αυτό έχει αξία: η συνέχεια, το πείσμα, η διαρκής ανάβαση». Κι όσο αναβαίνει μονολογεί: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανείς δεν μπορεί να με σβήσει».
Κάποιες στιγμές φτάνουν στ’ αυτιά του αλλόκοτοι ήχοι: πολεμικοί αλαλαγμοί, κανονιοβολισμοί, βομβαρδισμοί, ριπές εκτελεστικών αποσπασμάτων, σαλπίγματα πολεμικά και πολιτικά, θρήνοι ξεριζωμένων, ιαχές νικητών, κραυγές και οιμωγές «αδελφοφάδων», βουητό στάσεων και αναστάσεων… Προσπαθεί να κλείσει τ’ αυτιά του καρφώνοντας το βλέμμα του στην πιο ψηλή κορυφή, τον Γολγοθά του…
Κάποτε σκέφτεται ότι «ήλθε ο καιρός να γυρίσει από την εξορία του… να βοηθήσει όσο μπορεί στην κρίσιμη τούτη στιγμή τη ράτσα του…» και κατεβαίνει στον Κάμπο. Όμως γρήγορα επανέρχεται στην εναγώνια ανηφορική πορεία του, γιατί «η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου που, αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του θεού, που μέσα από λογής – λογής ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευθερία».
Στην εναγώνια πορεία του πόσοι μεγάλοι δάσκαλοι -θνητοί ή αθάνατοι- του ‘θρέψαν το νου και τον συντρόφεψαν κρατώντας τον από το χέρι! Συνάντησε Ζορμπάδες, Σικελιανούς, Ιστράτηδες, Πρεβελάκηδες κι ακόνισε μαζί τους το νου. Συνομίλησε με όλες τις φυλές του κόσμου, μα απάντηση να του χορταίνει το νου και να του στεριώνει τη ψυχή δε βρήκε. Σκέφτεται πόσο ισοδύναμα αδύναμοι είναι οι άνθρωποι απέναντι στο αιώνιο και εναγώνιο υπαρξιακό πρόβλημα της ζωής και του θανάτου και αυτοσαρκάζεται: «Τι ‘ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διάβαζα; Γιατί τα διάβαζα; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;… Τόσα χρόνια μαράζωσα απάνω στις Σολομωνικές. Θα ‘χω στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί. Τι ζουμί έβγαλα;».
Στα χείλη του εναγώνιου ερημίτη ανηφορίζει μια προσευχή στο θεό του «μπογιού» του:
-«Θεέ μου, τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω».
Μια φωνή βγαίνει από μέσα του. Σταθερή, επιτακτική:
-«Η ζωή είναι σύντομη, η ζωή δεν είναι παρά μια στιγμή. Ας μην την αφήσομε τη στιγμή να σβήσει άχρωμη και αδειανή. Ποιό είναι το χρέος μας; Να μετουσιώνομε τη στιγμή σε αιωνιότητα».
-«Για να σταυρώσει κανείς το θάνατο, να ξεφύγει από τη φθορά πρέπει να πολεμήσει τη φθαρτή σάρκα, να την απαρνηθεί, να την κάψει, να την πνευματοποιήσει. Πρέπει σε τελευταία ανάλυση να την ταπεινώσει…».
-«Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει τον Γολγοθά του… στην κορυφή του χρέους του, να σταυρωθεί, ν’ αναστηθεί και να σώσει την ψυχή του. Ξέρει πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. Άλλον δεν έχει…».
Κάνει άλλη μια προσευχή: «Θεέ μου, μη με παρατεντώσεις, θα σπάσω» και μετά άλλη: «Παρατέντωσέ με, κι ας σπάσω!»
Ο ασυμβίβαστος Κρητικός Ακρίτας υποτάσσει τη φύση στη μεταφυσική του και με υπερφυσική φωνή δίνει την απάντηση στον Πειρασμό του Κάμπου: «Η δύναμή σου πέλαγος κι η θέλησή μου βράχος». Και συνεχίζει τον ανήφορο για το θεό «του μπογιού του».
Κάποτε ο πάσχων ορειβάτης του στοχασμού φτάνει στην πιο ψηλή κορυφή. Μα συναντά την Ίσιδα – Αλήθεια. Παραδέρνει, σέρνεται και ακροπατεί στον πιο απόκρημνο βράχο και αντικρίζει το χάος, το άχαρο μηδέν… Λόγια ακατάληπτα ανεβαίνουν στα σκασμένα του χείλια… Κάτι σαν «Ηλί, Ηλί, λαμ…». Όμως κι εδώ υπερβαίνει τα όρια του πεσιμισμού. Δεν καταρρέει. Νικάει την πτώση με την πτήση πάνω από τον υπαρξιακό τρόμο και την παραίτηση. Κλείνει τις ρωγμές της «σαρανταπληγιασμένης» του ψυχής, κοιτάζει το χάος να το χωνέψει ο αδηφάγος του νους και όρθιος αντικρίζει την άβυσσο με την «Κρητική Ματιά» του, χωρίς ελπίδα άφοβα∙ γαλήνια∙ με αξιοπρέπεια… Και χαίρεται τη λευτεριά στην τραγική μορφή της:
«Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα…·από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε… Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει… ο μεγάλος κίντυνος… Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός». Αλλοι κοιτάζουν… τον γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
-«Μονάχα πέρα από την απελπισιά βρίσκεται η πόρτα της απόλυτης ελπίδας. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν μπόρεσε ν’ ανέβει το φοβερό μονοπάτι που βρίσκεται πάνω από την άκρα απελπισία. Αυτός αναγκαστικά είναι αγιάτρευτα απελπισμένος. Ο άλλος, αυτός που μπόρεσε ν’ ανέβει το σκαλοπάτι, αυτός μονάχα ξέρει τι θα πει απόρθητη χαρά της αθανασίας».
Ολόκληρη η «ανάβασή» του ασκητή του πνεύματος είναι γεμάτη επώδυνες αναιρέσεις. Και είναι αξιοσημείωτο ότι σ’ αυτές τις αναιρέσεις δεν δεχόταν εξαίρεση ούτε του ίδιου του εαυτού του. Αντίθετα, μάλιστα, έδειχνε να απολαμβάνει την προοπτική της εποικοδομητικής υπέρβασής του. Άλλωστε, στην «Ασκητική» του υπογραμμίζει το «χρέος να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».
Και ο θαυμάσιος ομιλητής έκλεισε την ομιλία του με την παρακάτω ποιητική του αποστροφή προς το μεγάλο συγγραφέα.
Στον Νίκο Καζαντζάκη
Κυνηγημένε κυνηγέ
Στα μονοπάτια της αέναης αναζήτησης
Στοχαστικέ και αστόχαστε ορειβάτη
των άβατων κορυφών του μυστηρίου
της ζωής και του θανάτου,
αιώνια θ` ανηφορίζεις.
Στου Γολγοθά σου την αιμάτινη πορεία
Ανάμεσα σ’ Αδελφοφάδες και Βραχόκηπους
Όσο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
Κι αλέθοντας με τις μυλόπετρες του νου σου
Τις πιο τραχιές ιδέες για τροφή
Τα είδωλα τα άπειρα θα καίεις
και θα νικάς τον «Τελευταίο Πειρασμό»
Με την πυρά της Κρητικής Ματιάς σου
Της τρομερής.
Ακούραστε, ακόρεστε αντάρτη
και χαλαστή και χτίστη Πρωτομάστορα
Ηρωικέ πεσιμιστή και οπτιμιστή
Διεθνιστή, εθνικιστή και εθνιστή
Άτοπε και τοπικιστή
Ιδεολόγε και υλιστή
Κοσμοπολίτη και ασκητή
Φτωχούλη του Θεού και Βούδα και Βραχμάνε
Ακρίτα Διγενή και Ιουλιανέ Παραβάτη
Πνευματικέ Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλη
Νικηφόρε Φωκά, Πυρφόρε Προμηθέα
Χριστόφορε Κολόμβε, Δον Κιχώτη
Παλαιολόγε Κωνσταντίνε, ντεσπεράντο
Όμηρε και ομηρικέ και Κρητικέ Οδυσσέα,
Αιώνια θα ταξιδεύεις με τα βιβλία σου σχεδίες
Μόνος, μοναδικός και πάντα Κούρος
Με ή χωρίς Αναφορά στον Γκρέκο.
Και οι Ορίζοντες θα αιμορραγούν
Στις σαϊτιές της Κρητικής Ματιάς σου.
Της τρομερής.
Ήταν μια ομιλία που άφηνε πολλά περιθώρια για γόνιμο διάλογο, μια δίκαιη αποτίμηση του μόχθου ενός μεγάλου των γραμμάτων, χωρίς μεγαλοστομίες που θα μπορούσε να επιτρέψει ένα τόσο σημαντικό όνομα όπως του Καζαντζάκη.
Και οι τυχεροί ακροατές αυτής της μυσταγωγικής, κατά γενική ομολογία, πνευματικής προσφοράς, βίωσαν μια ποιότητα πολιτιστικής ανάβασης, όπως αυτής που χαρακτηρίζει κάθε εκδήλωση του ιστορικού μας σωματείου.