Και χάθηκες
Ένα κοπέλι μοναχό, θωρώ και του σιμώνω,
μου λέει «βοηθήστε με, φοβάμαι και κρυώνω».
«Πες μου» ρωτώ, «πως βρέθηκες, έξω χωρίς κανένα;
δεν είν’ η νύχτα για μικρά, παιδάκια σαν και εσένα.
Μικρό μου πες μου να χαρείς, ποιο είσαι; Πώς σε λένε;
Κάποιοι θα σε γυρεύουνε, σίγουρα και θα κλαίνε».
Σκύβει το κεφαλάκι του και σιωπηλό ‘πομένει
κι είναι τα μάτια του υγρά κι η όψη του θλιμμένη.
Κι ύστερα μ’ ένα στεναγμό, ψιθυριστά μου λέει,
«κάποτε ναι, μα σήμερα, κανένας πια δεν κλαίει.
Μες των ανθρώπων τις καρδιές, κάποτε κατοικούσα,
με τη χαρά τους κοίμιζα, με γέλιο τους ξυπνούσα.
Όμως θαρρώ βαρέθηκαν, να με φιλοξενούνε
και δώσανε τη θέση μου, σ’ άλλους και κατοικούνε».
Κι εγώ βουβή, αμίλητη, να προσπαθώ να νιώσω,
ποιο είναι κι ήντα το πονεί και το πληγώνει τόσο;
Και λέει μ’ αναφιλητό, το στήθος του να πνίγει.
«Αγάπη μ’ ονομάζουνε» και γύρισε να φύγει.
Χαρά Παπιομύτογλου – Παλάσση