Είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η παρατηρούμενη απουσία του κράτους ως σταθερού θεσμικού οργανισμού. Το κενό τείνουν να συμπληρώνουν διάφορες ομάδες, όπως π.χ. μερικοί «αλληλέγγυοι» στην Ειδομένη που – κοντά σε όσους προσφέρουν τη βοήθειά τους με ζήλο και ανιδιοτελώς – χρησιμοποιούν τους πρόσφυγες για την … παγκόσμια «επανάστασή» τους! Η τάση να παρουσιάζονται παραβατικές συμπεριφορές, ακόμη και εγκληματικές, ως «επαναστατικές» είναι όμως παλιά.
Ο Ντοστογιέφσκι στο μυθιστόρημά του, «Έγκλημα και Τιμωρία» (μετάφρ. Α. Αλεξάνδρου, Εκδ. Γκοβόστη) παρουσιάζει μια ψυχολογική διάσταση της παραβατικής και εγκληματικής συμπεριφοράς: Ο Ρασκόλνικοβ (Ρ.), ένας εξαθλιωμένος πρώην φοιτητής, για να γλυτώσει την αδελφή του από ένα γάμο, που θα γινόταν μόνο από ανέχεια, αλλά και για να ξαναδώσει νόημα στη ζωή του, δεν διστάζει να δολοφονήσει μια στυγνή ενεχυροδανείστρια, την οποία θεωρεί κοινωνικό παράσιτο, για να αρπάξει και να «αξιοποιήσει» το κομπόδεμά της. Ήδη διαφαίνεται πως η εκτέλεση ενός εγκλήματος μπορεί να συνοδεύεται από βαθειά ψυχολογική και πνευματική διαταραχή, υπό την επήρεια της οποίας μπορεί να επιτρέπονται όλα: ακόμη και ο φόνος – υποτίθεται για χάρη «ενός υψηλού ιδανικού και σκοπού»!
Η παράκρουση αυτή «τεκμηριώνεται» και σε ένα άρθρο του Ρ. Ο εισαγγελέας που ανέλαβε την εξιχνίαση του εγκλήματος έχει μελετήσει το άρθρο και αρχίζει να το αξιοποιεί. Η πεποίθηση του Ρ. ότι για χάρη κάποιων υψηλών ιδανικών μπορεί να γίνονται ακόμη και φόνοι, εδράζεται σε έναν αυθαίρετο, όχι όμως εντελώς εξωπραγματικό διαχωρισμό, ανάμεσα στους «κοινούς» και τους «εξαιρετικούς» ανθρώπους: οι πρώτοι πρέπει να ζουν υπακούοντας, χωρίς να έχουν δικαίωμα να προχωρούν πέρα από το νόμο. Αντίθετα, οι «εξαιρετικοί» δεν έχουν μεν το επίσημο δικαίωμα, ωστόσο μπορούν να επιτρέπουν στη συνείδησή τους να υπερβαίνει ορισμένα εμπόδια προκειμένου να προωθήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καλό για την κοινωνία. Από τη σκοπιά αυτή, ο υποτιθέμενος «καλός» σκοπός μπορεί να αγιάζει όλα τα μέσα, όμως μόνο για τους μεγάλους προφήτες, στρατηλάτες, εφευρέτες, νομοθέτες, επαναστάτες που ανήκουν στους «εξαιρετικούς»! Κατά τον Ρ., δεν τίθεται θέμα υπερβάλλοντος ζήλου ή λάθους στην αυθαιρεσία των τελευταίων. Το λάθος μπορεί να γίνει μονάχα από τους «κοινούς» ανθρώπους: Παρ’ όλη τη φυσική στάση τους στην υπακοή, «η φύση σκαρώνει καμιά φορά ορισμένες φάρσες», και τότε οι «κοινοί» άνθρωποι «φαντάζονται πως είναι ηγέτες «καταλύτες» και φορείς του «Νέου Λόγου», κι αυτό το πιστεύουν μ’ όλη τους την ειλικρίνεια». Στο υπόβαθρο αυτό ξετυλίγεται ο παρακάτω διάλογος:
–«Τι θα γίνει» λοιπόν, ρώτησε ο εισαγγελέας τον Ρ., «αν βρεθεί κανένας άντρας ή και κανένας νεαρός που να φανταστεί πως είναι Λυκούργος ή Μωάμεθ … κι αρχίσει να παραμερίζει όλα τα εμπόδια; Έχει, βλέπετε, μπροστά του μια μεγάλη πορεία και για την πορεία χρειάζονται χρήματα. Έ, κι αν αρχίσει να τα παίρνει από δω κι από κει;…» – Τέτοιες περιπτώσεις «πρέπει πραγματικά να υπάρχουν», απάντησε ο Ρ.: «οι ανόητοι κι οι φιλόδοξοι είναι πολύ πιθανό να πιαστούν απ’ αυτό το δόλωμα· ιδιαίτερα οι νέοι». -«Σκέφτηκα», συνέχισε ο εισαγγελέας, πως «όταν γράφατε το αρθράκι σας, δεν μπορεί παρά να … θεωρούσατε τον εαυτό σας, έστω και τόσο δα, «εξαιρετικό» άνθρωπο που λέει έναν καινούργιο λόγο, … έτσι δεν είναι;» -«Πολύ πιθανόν …», απάντησε ο Ρ. -«Κι αφού είναι έτσι», ξαναρώτησε ο εισαγγελέας: «Θα το αποφασίζατε καμιά φορά … ε, ας πούμε λόγω ορισμένων αποτυχιών» και δυσκολιών σας στη ζωή, ή «για να φανείτε κατά κάποιον τρόπο χρήσιμος σ’ όλη την ανθρωπότητα, θα τ’ αποφασίζατε να περάσετε πάνω από το εμπόδιο; Να σκοτώσετε, να πούμε, και να ληστέψετε; ….» -«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε Μωάμεθ, ούτε Ναπολέοντα.», απάντησε ο Ρ. -«Ε, καλά τώρα», ανταπάντησε ο εισαγγελέας: «Και ποιος δεν θεωρεί τον εαυτό του Ναπολέοντα εδώ στη Ρωσία μας;»
Ρωτώ κι εγώ: Και ποιος δεν θεωρεί τον εαυτό του Ναπολέοντα στην Ελλάδα των ιδεοληψιών και της κρίσης; Από τις κλειστές ομάδες της Οργάνωση 17 Νοέμβρη και των αντιεξουσιαστών, μέχρι και μερικούς «αλληλέγγυους»; Στη χορεία αυτή θα πρόσθετα και τη μικρή μειοψηφία των «άκαμπτων ιδεολόγων» που, ενώ εκλέγονται νόμιμα σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού, ωστόσο: επειδή έχουν χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας αντιμετωπίζουν εχθρικά τον παραγωγικό οικονομικό ιστό, με όλα τα επακόλουθα για την ανεργία και τα άδεια ταμεία. Επιτρέπεται να κινδυνεύει η χώρα και το βιος των πολιτών από τις ιδεοληψίες τους;
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης