Μια πρόταση που επεξεργάστηκαν τα μέλη του Ινστιτούτου το τελευταίο εξάμηνο λαμβάνοντας υπόψιν το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, τα λάθη και τις παραλείψεις και που σύμφωνα με τους ίδιους έχει σχεδιαστεί με βάση τις σημερινές ανάγκες του πολίτη και μπορούν να εφαρμοστούν σε περιόδους κρίσης.
Ο σχεδιασμός αυτός παρουσιάστηκε χθες στο Ρέθυμνο σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ν.Ε ΠΑΣΟΚ Ρεθύμνου, με ομιλητές τον πρόεδρο και τον υπεύθυνο του τομέα υγείας του ΙΣΤΑΜΕ, όπου όμως είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν τόσο με τους παρόχους υπηρεσιών υγείας γιατρούς και νοσηλευτές, όσο και με τους αποδέκτες -πολίτες ασθενείς.
Χαρακτηριστικά σε σχετικές δηλώσεις του ο κ. Χρήστος Δερβένης χειρουργός, και πρόεδρος ΙΣΤΑΜΕ ανέφερε: «Για την ελληνική κοινωνία το θέμα της υγείας είναι μείζον. Είναι γνωστό ότι η χώρα περνά κρίση εδώ και καιρό. Οι συνέπειές της λόγω της περικοπής των δαπανών στην υγεία απαιτεί μια άλλη προσέγγιση του ζητήματος. Είναι προφανές ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας που σχεδιάστηκε και ήταν μια επανάσταση τη δεκαετία του ’80, έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του και απαιτούνται δραστικές αλλαγές για να «επιβιώσει», να ξαναβάλει τον πολίτη στο κέντρο του και να σχεδιαστεί έτσι, ούτως ώστε να μπορεί να υλοποιήσει το έργο του σε αυτές τις συνθήκες. Δεν είναι όμως μόνο οι συνθήκες που απορρέουν από το οικονομικό περιβάλλον, αλλά έχει αλλάξει και έχει εμπλουτιστεί η γνώση μας γύρω από την επιδημιολογία. Νέες νόσοι που προκύπτουν από την αύξηση της ηλικίας πολιτών είναι στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα το σύστημα να οφείλει να σχεδιαστεί διαφορετικά. Η οργάνωση του συστήματος πρέπει να γίνει με άλλο τρόπο, ο ρόλος των εργαζομένων μέσα σε αυτό, κυρίως των γιατρών αλλά και των νοσηλευτών και των διοικητικών υπαλλήλων που πρέπει να αλλάξει, να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, πάντα έχοντας ως στόχο να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του πολίτη. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν στην Ελλάδα λυθεί αυτή η αντίφαση της ασφάλισης και των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας, όπου παράγεται το προϊόν που λέγεται υγεία, με στόχο να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας και να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες του πολίτη. Να υπάρχει δηλαδή ελευθερία του συστήματος και να αγοράζει τις υπηρεσίες από εκεί που μπορεί να τις βρει ποιοτικότερες και φθηνότερες. Αυτό, προϋποθέτει ένα αξιόλογο ελεγκτικό μηχανισμό του ασφαλιστικού συστήματος, ούτως ώστε εξ’ ονόματος του πολίτη να μπορεί να ελέγχει τις υπηρεσίες που αγοράζει ότι είναι αξιόπιστες και υψηλού επιπέδου».
Ο κ. Δερβένης έκανε λόγο για άσκοπες δαπάνες στο χώρο της υγείας, φέρνοντας ως παράδειγμα τα φάρμακα εκτιμώντας πως ο περιορισμός τους μπορεί να αποφέρει εξοικονόμηση σημαντικών πόρων και ειδικότερα υποστήριξε: «Υπήρχαν άσκοπες δαπάνες στην υγεία, οι οποίες ουσιαστικά με ευθύνη και του σχεδιασμού, αλλά και των εργαζομένων δεν εξυπηρετούσαν ανάγκες αρρώστων αλλά εκείνων που δούλευαν μέσα στο σύστημα των βιομηχανιών. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Είχαμε την μεγαλύτερη φαρμακευτική δαπάνη που έχει κράτος του ανεπτυγμένου κόσμου και ιδίως της Ευρώπης. Άρα υπάρχει μεγάλη δυνατότητα να εξοικονομηθούν πόροι και να επαναχρησιμοποιηθούν με βάση τις ανάγκες των αρρώστων. Εμείς επεξεργαζόμαστε ένα τέτοιο σχέδιο έχοντας στο επίκεντρο τις ανάγκες των πολιτών και όχι τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος, των βιομηχανιών ή των εργαζομένων σε αυτό και ευελπιστούμε η κυβέρνηση να το υλοποιήσει».
Από την πλευρά του ο κ. Νίκος Μαρουδιάς, υπεύθυνος του τομέα υγείας ΙΣΤΑΜΕ τόνισε :«Ο στόχος μας είναι να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και ταυτόχρονα να μειώσουμε το κόστος. Πάντα ανεβάζοντας την ποιότητα πέφτει το κόστος υπηρεσιών. Έχουμε δέκα χρόνια νοσήματα, όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, το άσθμα, το αλτσχάιμερ και ο καρκίνος που απορροφούν το 70% των πόρων και μέχρι στιγμής δεν έχουμε πολιτικές για τα χρόνια νοσήματα. Άρα λοιπόν ο ένας στόχος είναι το επιδημιολογικό προφίλ της χώρας που έχει ένα επιπλέον πρόβλημα την ύφεση. Πρέπει να κάνουμε προτάσεις που να διατηρούν το επίπεδο υγείας του ελληνικού λαού. Πρέπει να κάνουμε το σύστημα έξυπνο και ευέλικτο. Μέχρι σήμερα σπαταλά πολλά λεφτά χωρίς να παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κέντρα αριστείας σε όλη τη χώρα που κάνουν τη δουλειά τους επάξια και σωστά».
Στη χθεσινή εκδήλωση τοποθετήσεις έκαναν οι Νικόλαος Ξυπολυτάς – Διοικητής Γ.Ν.Ρ., Γεώργιος Στεφανάκης – Πρόεδ. Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Μανώλης Τσουπάκης – Διευθυντής ΕΟΠΠΥ, ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου, εκπρ. ΑΔΕΔΥ Ρεθύμνου και του Εργατικού Κέντρου και ο πρόεδρος Ένωσης Συνταξιούχων Ι.Κ.Α.
Πρωτοβάθμια φροντίδα με οικογενειακούς γιατρούς
Στη σημασία της Πρωτοβάθμιας περίθαλψης και τη λειτουργία του θεσμού του οικογενειακού γιατρού σε όλες τις πόλεις, αναφέρθηκαν στις τοποθετήσεις τους τόσο ο διευθυντής της Παθολογικής κλινικής του νοσοκομείου Ρεθύμνου, όσο και ο καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής του Π.Λ
Ειδικότερα, ο Κωνσταντίνος Μαλάς, διευθυντής Παθολογικής του ΓΝΡ που υπηρετεί επί τριάντα τρία χρόνια το ΕΣΥ ανέφερε: «Κατά την άποψή μου το ΕΣΥ είναι βιώσιμο. Βρισκόμαστε σε μια μεγάλη αλλαγή όσον αφορά την πρωτοβάθμια περίθαλψη που πιστεύω ότι αυτή είναι η σπονδυλική στήλη του συστήματος και πρέπει να προστατευτεί και να διασωθεί. Τόσα χρόνια από το 1985 που ψηφίστηκε ο νόμος από τον μακαρίτη Γεννηματά, έχουν γίνει επανειλημμένες προσπάθειες και σε όλα τα νομοσχέδια περιλαμβάνεται η πρωτοβάθμια υγεία, πρωτοβάθμια φροντίδα όμως δεν έγινε ποτέ. Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι ο οικογενειακός γιατρός, όπου κάθε ασθενής θα έχει τον δικό του γιατρό να μπορεί να του κάνει πρόληψη, ενημέρωση και να τον στείλει στον κατάλληλο ειδικό όταν χρειάζεται. Αν δεν το έχουμε αυτό, δεν μπορούμε να στήσουμε ούτε δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας, διότι ο άρρωστος χάνεται μέσα στο σύστημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την τεράστια κατασπατάληση των πόρων με αποτέλεσμα όλα τα ταμεία να είναι σε έλλειμμα. Το 2000 είχαμε ένα δισ. για φαρμακευτική δαπάνη, το 2008-2009 είχαμε 5,8 δισ. Όλοι θέλουμε να γυρίσουμε στα επίπεδα του 2008. Μήπως όμως και αυτά ήταν υπερβολικά; Μήπως πρέπει να κάνουμε σωστή εκμετάλλευση των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού για να βελτιώσουμε το σύστημα μέσα στην κρίση. Εγώ θεωρώ ότι είναι εφικτά αυτά τα πράγματα και ότι μπορούμε να παρέχουμε ποιοτικές υπηρεσίες».
Ανάλογη ήταν κι η τοποθέτηση του κ. Τάσου Φιλαλήθη, καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής του Π.Κ, ο οποίος επεσήμανε: «Ο τομέας της υγείας στην Ελλάδα παραπαίει εδώ και χρόνια, στην κρίση τα πράγματα είναι χειρότερα λόγω περικοπών. Κάποιες αναγκαίες όπως το φάρμακο, τις υπερβολές στις προμήθειες και κάποιες άλλες που δυστυχώς οδηγούν σε αρνητικά αποτελέσματα. Ο κόσμος πλέον δεν έχει οικονομική άνεση να προσφεύγει σε ιδιώτες, με αποτέλεσμα οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας να συμπιέζονται. Το θέμα είναι να σκαφτόμαστε σαν χώρα τι μπορούμε να κάνουμε. Εγώ πιστεύω και προσπαθώ να προωθήσω την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και συγκεκριμένα του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, που θα είναι διαθέσιμος στις γειτονιές, όχι μεμονωμένα ιατρεία αλλά σε ομάδες που θα έχουν πλήρη κάλυψη. Κάτι που έχει γίνει στις περισσότερες χώρες και όμως η Ελλάδα είναι πολύ πίσω. Υπάρχουν σχήματα και πιστεύω ότι πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα το οργανώσουμε εν μέσω κρίσης. Να έχει ο πολίτης ένα γιατρό που να μπορεί να τον βρει 24 ώρες το 24ωρο επτά μέρες την εβδομάδα μέσα στις πόλεις, ανεξάρτητα από την συμβολή και την φροντίδα που παρέχουν οι γιατροί ειδικοτήτων της πρωτοβάθμιας υγείας. Έπρεπε να το ‘χαμε φτιάξει την δεκαετία του ’80. Μακάρι να τα καταφέρει σήμερα η κυβέρνηση».