Κατά τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον δημοσιογράφο Αντώνη Σρόιτερ του τηλεοπτικού σταθμού Alpha την 12-6-2019, ο πρώτος υποστήριξε, σχετικά με τη θέση της ΝΔ για μείωση των φόρων, ότι αυτό θα συμβεί σε βάρος των κοινωνικών δαπανών. Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου πως οι αντίπαλοί του θα τον κατηγορούσαν ότι τέτοιες απόψεις στοχεύουν μόχλευση του φόβου, ο πρωθυπουργός αντέτεινε πως, ακριβώς αντίθετα, η γνώμη του απευθύνεται στη λογική των πολιτών.
Βέβαιο πάντως είναι πως αυτή η άποψη μόνο στη λογική δεν απευθύνεται, ούσα ατεκμηρίωτη και αναιτιολόγητη. Διότι ο πρωθυπουργός έπρεπε να δώσει εξήγηση, γιατί απορρίπτει τη θέση της αντιπολίτευσης ότι η μείωση, ατομικά, των φόρων θα οδηγήσει, μαζί με άλλα (αντι-γραφειοκρατικά) μέτρα, σε αύξηση επενδύσεων, μεγάλωμα της πίτας και αύξηση, συνακόλουθα, του συνολικού ύψους των καταβαλλόμενων φόρων. Και επειδή με τον τρόπο αυτό όχι μείωση κοινωνικών δαπανών αλλά, αντίθετα, περιθώρια αύξησης αυτών ανοίγονται, ο αυθαίρετος, δίχως επιχειρήματα ισχυρισμός του περί μείωσης φόρων έναντι μείωσης στις κοινωνικές δαπάνες, από πλευράς λογικής, παρίσταται παντελώς έωλος.
Άραγε, πού οφείλεται αυτή η συναισθηματική, απαισιόδοξη, φοβική αντίληψη των πραγμάτων; Μήπως δεν έχει εντρυφήσει στον Καζαντζάκη επαρκώς; Μάλλον όχι.
Η πιθανότερη εκδοχή που να μπορεί να εξηγήσει το πιο πάνω έλλειμμα και την αδυναμία στις ποιοτικές αξιολογήσεις και διαχωρισμούς δεν μπορεί παρά να είναι η επικράτηση κάθε φορά ποσοτικού κριτηρίου και προσανατολισμού στη σκέψη του πρωθυπουργού (βλ. και τον πανταχού παρόντα ισχυρισμό του αναφορικά με τα ποσοστά στην αντικατάσταση των συνταξιοδοτούμενων δημοσίων υπαλλήλων, το 1 προς 1 της παράταξής του σε σχέση με 1 προς 5 της αξιωματικής αντιπολίτευσης).
Όμως «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Αντιλήψεις που υποβαθμίζουν τη σημασία της ποιότητας είναι τουλάχιστον ανεπίκαιρες. Η Ελλάδα χρειάζεται, σήμερα περισσότερο από ποτέ, ένα ποιοτικό ξέφωτο.