Ας αρχίσουμε από τη κυβέρνηση.
Ακούσαμε τον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα να μιλάει για «κόπωση» των κυβερνητικών βουλευτών στην ψήφιση των νόμων που φέρνει η κυβέρνηση στη Βουλή. Γιατί άραγε;
Όπως έχει ήδη γραφεί στον Τύπο, οι κυβερνητικοί βουλευτές της Βουλής του 2009 διαφέρουν από τους αντίστοιχους κυβερνητικούς βουλευτές της Βουλής του 2012, στο ότι οι μεν πρώτοι είχαν εκλεγεί με άλλο πρόγραμμα (προ μνημονίου) και ήταν επόμενο να υποστούν «κόπωση», οι δε δεύτεροι (μετά μνημονίου) έχουν εκλεγεί με αυτό ακριβώς το πρόγραμμα και οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας ήταν γνωστές επακριβώς πριν εκλεγούν. Επομένως δε δικαιούνται να υποστηρίζουν ότι υπέστησαν πολιτική κόπωση. Εκτός και αν πιστεύουν ότι η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και που καλούνται να την επικυρώσουν με την βουλευτική τους ψήφο, δεν είναι μέσα στις προεκλογικές δεσμεύσεις τους.
Ας εξετάσουμε για παράδειγμα τις μειώσεις των δημόσιων υπαλλήλων που γίνονται μέσω της διαθεσιμότητας και μέσω των απολύσεων. Αν μιλάμε για ποσοτικούς στόχους, για αριθμούς, πρέπει να τονίσω ότι η κυβέρνηση τηρεί κατά γράμμα τις ειλημμένες υποχρεώσεις της απέναντι στο μνημόνιο. Αν όμως μιλάμε για τις διαδικασίες των διαθεσιμότητων και των απολύσεων, τότε πρέπει να παραδεχθούμε όλοι, ότι δε γίνονται με τη μόνη ορθή διαδικασία της αξιολόγησης, ώστε να απολύονται πρώτα οι επίορκοι, μετά οι κοπανατζήδες, μετά οι ανεπαρκείς και μετά οι αδιάφοροι.
Αντίθετα αυτές γίνονται μέσω «οριζόντιων» διαδικασιών, οπότε απολύεται ο συγκεκριμένος αριθμός ατόμων ανεξάρτητα αν είναι ικανοί ή όχι, εργατικοί ή όχι, προσφέροντας ή όχι. Δηλαδή, σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία: μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Και γι’ αυτήν τη διαδικασία μπορεί να φέρουν ευθύνες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες και η αντιπολίτευση που αρνούνται την αξιολόγηση, αλλά όμως υπάρχει και η κυβέρνηση, η οποία ούτως ή άλλως φέρει την τελική ευθύνη. Αν λοιπόν οι κυβερνητικοί βουλευτές έχουν κουραστεί από αυτές τις αντιδεοντολογικές κυβερνητικές διαδικασίες, πρέπει να το πουν ξεκάθαρα στη κυβέρνησή τους, ότι δε θα ανεχθούν να συνεχιστεί αυτή η «φάμπρικα» των οριζόντιων και αλυσιτελών μέτρων. Στο βαθμό που δε το λένε, ας μας επιτρέψουν να πιστεύουμε ότι κουράζονται από το γεγονός ότι δεν έχουν στρογγυλοκαθίσει στην υπουργική καρέκλα.
Ας έρθουμε τώρα στην αντιπολίτευση. Για τα ίδιο θέμα των διαθεσιμότητων και των απολύσεων, η αντιπολίτευση (όλη η αντιπολίτευση, αλλά μιλάμε κυρίως για την αξιωματική αντιπολίτευση, που ίσως γίνει κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές), καθώς και οι συνδικαλιστές κατηγορούν την κυβέρνηση ότι μ’ αυτές τις απολύσεις καταστρέφει τη χώρα. Ταυτόχρονα όμως, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας, ερωτώμενος αν η κυβέρνησή του θα επαναπροσλάβει τους απολυμένους καθηγητές κλπ, τόνισε ότι «μπορεί να καίγεται ένα δάσος σε λίγα λεπτά, χρειάζονται όμως χρόνια πολλά για να αποκατασταθεί». Και σκέφτομαι εγώ ο αφελής: αν οι απολύσεις συγκεκριμένων δημοσίων υπαλλήλων (π.χ. καθηγητών) που κάνει η σημερινή κυβέρνηση είναι καταστροφή, γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δε σταματά αυτή τη καταστροφή με ένα νόμο (όπως θα κάνει και με το μνημόνιο);
Η κοινή λογική λέει: Oι απολύσεις που γίνονται με ένα νόμο είναι καταστροφή, τότε η αποκατάσταση της καταστροφής γίνεται με επαναπρόσληψη των απολυθέντων που γίνεται με ένα νέο νόμο. Γιατί άραγε χρειάζονται πολλά χρόνια για την επαναπρόσληψη που σημαίνει ότι εν τω μεταξύ πολλοί απολυθέντες θα έχουν συνταξιοδοτηθεί ή θα έχουν πεθάνει; Αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που δεν έχει χρήματα για τις επαναπροσλήψεις. Γιατί, αν δεν υπάρχουν χρήματα για την μισθοδοσία των επαναπροσληφθέντων, τότε, δεν υπήρχαν χρήματα για την μισθοδοσία τους πριν την απόλυση. Οπότε, ορθώς η κυβέρνηση τους απάλυνε και άρα η απόλυσή τους δεν είναι καταστροφή. Κάθε άλλο.
Οι ανεμογεννήτριες του Γκλέτσου και τα οφέλη του debate του ΣΥΡΙΖΑ
Αν κάτι μείνει στην ιστορία από το debate του ΣΥΡΙΖΑ αυτό θα είναι σχεδόν σίγουρα το κορυφαίο πολιτικό meme της...