Πολιτική απάτη χαρακτήρισε τη μεταρρύθμιση στο χώρο της Υγείας, ο βουλευτής Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός στη διάρκεια της ομιλίας του στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιατροτεχνολογίας. Χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων ο κ. Ξανθός ανέφερε: «Η κυβέρνηση δυστυχώς ομολογεί με την πολιτική της ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η λογιστική της Υγείας και όχι οι ανάγκες περίθαλψης των ανθρώπων. Ακόμα και ο αυτονόητος έλεγχος της προκλητής ζήτησης, της παράνομης χρέωσης υπηρεσιών, της συναλλαγής με εταιρείες και της εκμετάλλευσης του αρρώστου που αποτελούν όντως δομικά στοιχεία του Συστήματος Υγείας, έχει περιορισμένο κοινωνικό όφελος αν δεν εντάσσεται σε ένα σχέδιο ανατροπής της λιτότητας και των περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, αν δεν συνδυάζεται με μέτρα ουσιαστικής -και όχι στα χαρτιά- διασφάλισης της πρόσβασης των ανασφάλιστων στο ΕΣΥ, με μέτρα ανακούφισης των ασφαλισμένων και βελτίωσης της εξυπηρέτησης των ασθενών, αν δεν σταματήσει η προϊούσα ιδιωτικοποίηση του Συστήματος Υγείας. Αυτά είναι για μας οι πολιτικές προτεραιότητες σήμερα, η πραγματικότητα που πρέπει να αλλάξει και θα αλλάξει με μια άλλη διακυβέρνηση και τη στήριξη της κοινωνίας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αποδεκτή η ανισότητα στην Υγεία, η διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων την ώρα της ανάγκης και του κινδύνου για τη ζωή. Οι πρόσφατες προγραμματικές δεσμεύσεις που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ επικεντρώνονται στα μέτρα άμεσης ανακούφισης της κοινωνίας στον τομέα της Υγείας, τα οποία είναι επιβεβλημένα για να αντιμετωπιστεί δραστικά η «υγειονομική φτώχεια» και τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν συναρτώνται από τη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν:
1. Την καθολική και δωρεάν πρόσβαση των ανασφάλιστων στις δημόσιες δομές υγείας.
2. Την κατάργηση των μνημονιακών «χαρατσιών» (5 ευρώ για τα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία των Νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας-1 ευρώ ανά συνταγή για την αγορά φαρμάκων).
3. Την άμεση μείωση της συμμετοχής των ασθενών στο κόστος φαρμάκων, με επαναφορά σε μηδενικό ποσοστό των χρόνιων νοσημάτων και -ειδικά γι’ αυτή την περίοδο της ανθρωπιστικής κρίσης- των πολιτών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Για να υλοποιηθούν αυτά τα μέτρα απαιτείται, πέραν της εγγυημένης πρόσθετης χρηματοδότησης των 350 εκ. ευρώ που έχουμε προϋπολογίσει, μια σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ με ανθρώπινο δυναμικό για να μπορέσουν τα δημόσια νοσοκομεία, τα Κέντρα Υγείας και οι δομές της ΠΦΥ να αντέξουν στην αυξημένη ζήτηση που συνεπάγεται η καθολική κάλυψη των ανασφάλιστων. Αυτό σημαίνει πολύ απλά στοχευμένες αλλά επαρκείς και σε σύντομο χρόνο προσλήψεις γιατρών, υγειονομικών και λοιπού προσωπικού.
Κρίσιμος όρος επίσης είναι ο αναπροσανατολισμός δημόσιων πόρων από τον κρατικοδίαιτο επιχειρηματικό τομέα στις δημόσιες δομές. Ειδικά στον τομέα της διάγνωσης όπου υπήρξε μια προσχεδιασμένη διάλυση των Εργαστηρίων των πρώην πολυιατρείων του ΕΟΠΥΥ που ευνόησε πολύ συγκεκριμένες διαγνωστικές αλυσίδες και εκτίναξε τη διαγνωστική δαπάνη.
Το πιο κρίσιμο όμως ζήτημα σήμερα, πέραν των προγραμμάτων και των εξαγγελιών, είναι η πολιτική αξιοπιστία. Ποιοι δηλαδή μπορούν να εγγυηθούν την επιβίωση και την αναδιοργάνωση σε νέες βάσεις της δημόσιας περίθαλψης; Ποιοι μπορούν να εξασφαλίσουν μια νέα δεσμευτική κοινωνική συμφωνία ανάμεσα στο Κράτος, τους υγειονομικούς, τους προμηθευτές και τους παρόχους, με νέους κανόνες και προτεραιότητες υπέρ του Δημοσίου, αλλά και με σεβασμό στους διακριτούς και συμπληρωματικούς ρόλους, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις καθενός; Ποιοι έχουν το πολιτικό πλεονέκτημα να διαπραγματευτούν μια βιώσιμη λύση για το χρέος της χώρας και την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της πατρίδας μας; Ευελπιστούμε ότι σύντομα η ελληνική κοινωνία θα έχει τη δυνατότητα να απαντήσει με ωριμότητα και ευθύνη σ’ αυτά τα ερωτήματα».