Διακοπτόμενη και ελλιπής ανάκαμψη για το 2021, αύξηση της ανεργίας χωρίς μείωση πριν το 2022, αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών των κρατών σε ολόκληρη την ΕΕ. Όλα αυτά, με μεγαλύτερες επιπτώσεις για χώρες όπως η Ελλάδα, αποτελούν μερικές από τις πιο ήπιες προβλέψεις για τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Σε όλη την Ευρώπη η συζήτηση, οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις γίνονται με φόντο την πανδημία και τις επιπτώσεις της. Κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να υπερασπιστεί τις επιλογές της και κάθε αντιπολίτευση (από κόμματα εξουσίας) προσπαθεί να αναδεικνύει αδυναμίες και να προσφέρει εναλλακτικές προτάσεις. Στην Ελλάδα όμως έχουμε μια διαφορετικού τύπου αντιπολίτευση. Στην Ελλάδα, πάνω από μισό μήνα η αξιωματική αντιπολίτευση ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τον Λιγνάδη και τον Κουφοντίνα.
Παλιότερα, σε αυτήν εδώ τη στήλη, είχε αναφερθεί η άποψη πως στον σύγχρονο κόσμο οι παραδοσιακές διαιρετικές τομές έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεθωριάσει. Οι παραδοσιακές ιδεολογικές τοποθετήσεις του φάσματος Δεξιά – Αριστερά πέραν από έναν ιστορικού τύπου αυτοπροσδιορισμό δεν αγγίζουν πλέον τους πολίτες. Αντίθετα, βλέπουμε νέα δίπολα να έχουν αναδειχθεί και να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εκλογική συμπεριφορά. Φανατισμός έναντι μετριοπάθειας, ουτοπίες του παρελθόντος έναντι του ρεαλισμού του παρόντος και του μέλλοντος, λαϊκισμός έναντι πολιτικού φιλελευθερισμού, ανορθολογισμός έναντι του ορθολογισμού.
Ξεκάθαρα παραδείγματα από όλο τον κόσμο δείχνουν ότι οι αφηνιασμένοι, οι ιδεοληπτικοί, οι λαϊκιστές και οι ψεκασμένοι δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό χρώμα. Τους συναντάς σε όλο το μήκος του παραδοσιακού πολιτικού φάσματος Δεξιάς – Αριστεράς.
Η απόδοση από πολιτικές δυνάμεις «χρώματος» σε βιαστές και δολοφόνους (με την αντίστοιχη αντίδραση που ακολουθεί ανάλογα με το «χρώμα»), μπορεί να χαρακτηριστεί με πολλούς τρόπους. Το σίγουρο είναι δεν συνάδει με κόμμα εξουσίας. Το ερώτημα είναι τι μπορεί στρατηγικά να κερδίζει ένα κόμμα από αυτή την τακτική.
Πολλοί θεωρούν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχοντας χάσει τη μάχη των μετριοπαθών ψηφοφόρων (ή αν μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους του «κέντρου»), στρέφεται προς το φυσικό του χώρο. Τα άκρα. Άλλη άποψη θεωρεί ότι εν ελλείψει πολιτικών προτάσεων, προγράμματος και μετρήσιμων στόχων, εκτός του γνωστού τρίπτυχου προσλήψεις – αυξήσεις – μονιμοποιήσεις, δεν τους αφήνει πολλές επιλογές. Δοκιμάζεται η συνταγή που πέτυχε στο παρελθόν και τους πρόσφερε την εξουσία. Μόνο που το 2021 δεν είναι 2015.
Μικρές και μεσαίου μεγέθους αλλαγές μπορούν να επιτευχθούν από μια κυβέρνηση. Μεγάλου βεληνεκούς μεταρρυθμίσεις, διαρθρωτικές αλλαγές και μακροπρόθεσμοι στόχοι όμως, απαιτούν ευρείες πλειοψηφίες εντός ενός πολιτικού συστήματος. Δεν ξέρω τι ελπίδες έχει στον σύγχρονο κόσμο και στις μεγάλες προκλήσεις που έρχονται, μια χώρα όπου η νεολαία του κόμματος που κατέχει τον θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης πορεύεται με όρους και συνθήματα του παρελθόντος. Όταν άνθρωποι γεννημένοι τη δεκαετία του 90΄ κραυγάζουν συνθήματα για «αντάρτες πόλεων» που «όταν μπουν στην Αθήνα, η πλατεία Συντάγματος θα μετονομαστεί σε πλατεία Κουφοντίνα». Πως μπορούμε να μιλάμε για 4η βιομηχανική επανάσταση όταν εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης στη σύγχρονη ιστορία, το ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας τοποθετεί στην κορυφή της ατζέντας τον Κουφοντίνα.
Μετά το τέλος της πανδημίας, το τρένο σε παγκόσμιο επίπεδο θα ξαναμπεί στις ράγες και θα αναπτύξει ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ένα αντίστοιχο τρένο χάσαμε όταν τελείωσε η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να μένει μόνη πίσω στην κρίση. Όταν ακόμη και οι πρώην «μνημονιακές» χώρες γινόντουσαν πρότυπο ανάπτυξης, εμείς επιλέξαμε την οδό του λαϊκισμού. Ευτυχώς σήμερα η πλειοψηφία των επιβατών του ελληνικού τρένου είναι περισσότερο ορθολογιστές από τότε. Μακάρι να ίσχυε το ίδιο και για όλους τους οδηγούς του. Δυστυχώς δεν ισχύει.