Ρακάδικα κατάμεστα από κόσμο, τραπέζια κατάμεστα από ρακές, μνήμες κατάμεστες από κενά. Μια τέτοια νύχτα δε χρειάζεται να θυμάσαι τίποτα, δε χρειάζεται καν να σκέφτεσαι. Αρχίζεις να πίνεις για να ξεχάσεις. Κι αυτή είναι η πρώτη ευχή της χρονιάς. Η μοναδική σου επιθυμία. Να ξεχάσεις. Και τα καταφέρνεις μια χαρά. Τα καραφάκια αδειάζουν, τα ποτήρια γεμίζουν. Έρχονται άλλα καραφάκια. «Κερασμένα». Ο ένας κερνάει τον άλλο. «Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος». Κερασμένος κι αυτός, δανεικός. Εκπνέει μέσα σε ένα μαγαζί με δυνατή μουσική όπου δεν ακούς τίποτα άλλο από φωνές που δε φτάνουν ποτέ σ’ αυτόν που απευθύνονται. Γνωριμίες της μιας νύχτας, χαμόγελα σε τιμή ευκαιρίας, τσιγάρα τελειωμένα, ποτά νοθευμένα, και ένας ολόκληρος χρόνος που περνάει μέσα σε ένα λεπτό. Τέσσερα, τρία, δύο… και χάνεται. Όπως χάθηκε και ο προηγούμενος, όπως θα χαθεί και ο επόμενος.
«Πού θα πλήξεις πάλι απόψε;».
Λίγο πριν μπεις στο επόμενο μαγαζί για να πιεις άλλο ένα ποτό, το βλέμμα σου πέφτει πάνω σ’ αυτή τη φράση. Κόκκινα γράμματα, ξεθωριασμένα πάνω στον τοίχο, σε προκαλούν. Σε βάζουν σε περίεργες σκέψεις. «Πού θα πλήξω πάλι απόψε;» αναρωτιέσαι. Δεν έχεις καμία απάντηση. Ίσως πάλι να μη θέλεις να έχεις. Αρνείσαι να παραδεχτείς ότι θα πλήξεις. Κι απόψε. Σε πέντε βήματα, θα έχεις ξεχάσει τη φράση που τόσο πολύ σε αναστάτωσε. Χρονιάρα μέρα! Θ’ ανοίξεις μια πόρτα και θα ξεχαστείς. Ή θα πλήξεις. Κι απόψε. Η φράση εξακολουθεί να σε καταδιώκει ακόμα και μετά από πολλά ποτήρια αλκοόλ. Έχει καρφωθεί στο μυαλό σου. «Κάποιος πρέπει να τη σβήσει επιτέλους από τον τοίχο» σκέφτεσαι, «ή έστω να γκρεμίσει αυτόν τον τοίχο». Κάποιος απ’ το βάθος του μπαρ σε φωνάζει. Δεν τον αναγνωρίζεις. Τυχαία, άγνωστα σε σένα πρόσωπα εκστομίζουν ευχές προς το μέρος σου. Ακούγονται σχεδόν απειλητικές. Κερασμένες ευχές, όπως και τα ποτά που έχεις καταναλώσει. Έχεις χάσει το μέτρημα. Η ώρα περνάει γρήγορα μέσα σε καπνούς, μουσικές και αγγίγματα. Τυχαία αγγίγματα. Άλλα με νόημα, άλλα χωρίς κανένα απολύτως νόημα. Κερασμένα αγγίγματα.
Γιατί είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Έχεις καταφέρει να ξεχαστείς. Η πρώτη επιτυχία της χρονιάς. Η επόμενη μέρα έχει χαράξει, η βροχή έχει σταματήσει. Λίγο πριν επιστρέψεις σπίτι, στη γωνία Μελισσινού και Αρκαδίου, η φράση, αμετακίνητη ακόμα, ανελέητη: «Πού θα πλήξεις πάλι απόψε;». Ο εφιάλτης είναι και πάλι μπροστά στα μάτια σου. Έχεις ήδη πλήξει και δεν το έχεις πάρει χαμπάρι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Αν όμως έκανες την ερώτηση άρνηση; Αν αντί για το ερωτηματικό έβαζες μια τελεία; Δε θα αναζητούσες καμία απάντηση τότε. Δε θα χρειαζόταν να γκρεμίσεις κανένα τοίχο. Και όλα θα άλλαζαν. Σε μια στιγμή.