Η ζωή «μας», συνάνθρωπέ μου, είναι σαν τη θάλασσα. Με τους υφάλους και τους σκοπέλους της.
Τους δεύτερους τους βλέπεις και τους προσέχεις. Για τους πρώτους πρέπει να έχεις πάντα το νου σου, γιατί δεν διακρίνονται εύκολα διά γυμνού οφθαλμού, παρά μονάχα αφού προσκρούσεις σε αυτούς και πληγωθείς. Μα πιο χρήσιμοι, συνάνθρωπέ μου, είναι οι ύφαλοι, καθώς, αν το καλοσκεφτείς, αποδείχνουν κι αυτοί ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι όπως φαίνεται, κρύβει μέσα του πάντα κάτι άλλο, που είτε θα μας πονέσει, είτε θα μας γιατρεύει κάθε πόνο.
Η ζωή «μας» είναι γεμάτη και δολερές παγίδες. Ποτέ, συνάνθρωπέ μου, δεν πρέπει να εφησυχάζεις. Αλλά να ‘χεις τα μάτια διαρκώς ανοιχτά, από την ώρα της γέννησης έως την ώρα του θανάτου, και να ψάχνεις ό,τι πραγματικά σού γεμίζει την ψυχή και όχι το κρεβάτι ή την ώρα, ό,τι σε ολοκληρώνει πνευματικά…
Εγώ εδώ, εσύ, συνάνθρωπέ μου, εκεί, κι ανάμεσά μας ένα χαρμολύπης παρελθόν, ένα δύσκολο παρόν, ένα αβέβαιο μέλλον…
«Όνειρα κάνω σωρό/ παιδί σαν ήμουν μικρό./ Μα στου δρόμου τα μισά/ εχάθηκαν τα μισά!», λέει πάντα ο πατέρας μου, ξέρεις άραγε γιατί, συνάνθρωπέ μου;
Ίσως, διότι κάπου, μπλέκονται το δάκρυ και το χαμόγελο και μάς μπερδέβουν, και κάπου, μπλέκονται η αγάπη και ο έρως και μας ξεστρατίζουν…
Μα η ζωή «μας» συνεχίζεται, με όσα θεωρούμε σωστά και λάθη, για να ξανακάνουμε, ω τι φρούδα υπόσχεση! τα πρώτα και να μην ξαναγίνουν, ω του δυσεπούλωτου τραύματος! τα δεύτερα…
Μα η ζωή συνεχίζεται, εωσού ο θάνατος καταφτάσει φουριόζος και τις μάσκες πετάξει σε μιαν άκρη των υποκριτών και των εγωλατρών θεατρίνων και την αληθινή αγάπη ανεβάσει σε επουράνιο αθάνατο και άφθαρτο θρόνο μακριά από κάθε εφήμερο, φθαρτό, γήινο, ό,τι σε ωθεί να κρίνεις, συνάνθρωπέ μου, τον πλησίον από το φαίνεσθαι και όχι την ουσία και να μη βλέπεις την ψυχή, μα να στέκεσαι στο σώμα…
Έτσι, εκείνος θα μας διδάξει την αλήθεια, όσο κι αν εσύ, συνάνθρωπέ μου, και εγώ, όσο ζούσαμε, τρέχαμε κάθε στιγμή, φοβισμένοι από τη δύναμή της και συμβιβασμένοι με την αδυναμία μας και υποταγμένοι στα, ξένα για την ψυχοσύνθεσή μας «πρέπει» των άλλων, να κρυφτούμε και να κρύψουμε επιμελώς τη γύμνια του σώματος και, κυρίως, της ψυχής και το δάκρυ της μεταμέλειάς «μας» για όσα τελικά από όσα βαφτίζαμε «σωστά» ήσαν λάθη. Όσο κι αν ψάχναμε, συνήθως αργοπορημένα και σπανίως, δυστυχώς! επιτυχώς, τρόπους να ιδούμε και ν’ ακούσουμε εκείνα που στέκονταν μπροστά μας και δεν τα βλέπαμε μηδέ τ’ ακούγαμε…