Το φλέγον ζήτημα της υγειονομικής προστασίας μαθητών και εκπαιδευτικών στα σχολεία, εν μέσω πανδημίας, αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της ενημερωτικής εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης, στον προαύλιο χώρο του 3ου Γυμνασίου, με τίτλο «Υγεία και παιδεία τον καιρό της πανδημίας».
Γιατροί και εκπαιδευτικοί αναφέρθηκαν στις δυσκολίες που υπάρχουν στη διαχείριση των ύποπτων κρουσμάτων κορονοϊού στα σχολεία, επισημαίνοντας πως αυτό δεν είναι εφικτό με τα σημερινά δεδομένα. Και οι δυο πλευρές αναγνωρίζουν την ανάγκη πιστής εφαρμογής των οδηγιών του ΕΟΔΥ, ωστόσο επισημαίνουν πως στην πράξη οι δυσκολίες είναι πολλές και σε πολλές περιπτώσεις μη εφαρμόσιμες.
Από τη μια η δυσκολία των παιδιών να προσαρμοστούν αποτελεσματικά στα μέτρα που επιβάλλονται από την πρωτόγνωρη πανδημία του κορονοϊού και από την άλλη η αδυναμία των εκπαιδευτικών, που έχουν επωμιστεί τον ρόλο της διάγνωσης παιδιών που εμφανίζουν ύποπτα συμπτώματα του ιού, καθώς και η ανάγκη για δωρεάν τεστ επισημάνθηκαν στη χθεσινή συζήτηση ως τα βασικότερα θέματα που απασχολούν την ιατρική και την εκπαιδευτική κοινότητα.
«Αυτή τη στιγμή, σε αυτήν τη συζήτηση, θα πρέπει να κουβεντιάζουμε μαζί με τους εκπαιδευτικούς τα θέματα τα οποία αφορούν και εμάς και αυτούς, δηλαδή τη διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης στα σχολεία, η οποία έχει πολλές παραμέτρους, μη διαχειρίσιμες σε αυτή τη φάση. Το να μπορέσουμε να πιστοποιήσουμε ποια παιδιά έχουν κορονοϊό και ποια δεν έχουν, για να μπορέσει να λειτουργεί το σχολείο, παρότι ακούγεται και φαίνεται απλό, δεν είναι καθόλου, γιατί η βαρύτητα της νόσου δεν σχετίζεται με την πιθανότητα να έχεις τη νόσο. Μπορεί με πολύ ελαφριά συμπτώματα να έχεις κορονοϊό ή με πολύ βαριά συμπτώματα να μην έχεις. Άρα δεν είναι εύκολο το να μπορέσεις να το προσδιορίσεις αυτό, πόσο μάλλον αν είσαι εκπαιδευτικός και όχι γιατρός» τόνισε η λοιμωξιολόγος Ελένη Ιωννίδου, που ήταν ομιλήτρια στη χθεσινή εκδήλωση, επισημαίνοντας πως είναι αναγκαία η παροχή των δειγματοληπτικών ελέγχων στους μαθητές :«Χρειαζόμαστε επομένως το τεστ, το οποίο τώρα για να μπορέσει να το κάνει κάποιος πρέπει ή να μεταβεί στο νοσοκομείο -οπότε να πρέπει να αφιερώσει πολύ χρόνο και αν κρίνουν οι γιατροί να προχωρήσουν στο τεστ- ή να το πληρώσει, το οποίο σημαίνει μία τεράστια επιβάρυνση για τους γονείς ή να παραμείνει στο σπίτι. Και οι τρεις αυτές περιπτώσεις δεν αποτελούν την ιδανική διαχείριση. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να υπάρχει μία γρήγορη διαδικασία, ένα γρήγορο τεστ, από ανειδίκευτο προσωπικό, να μην χρειάζεται δηλαδή ιατρική εκπαίδευση γιατί τα περισσότερα παιδιά που κάνουν το τεστ δεν χρειάζονται ιατρική εξέταση, δεν έχουν ανάγκη τον γιατρό και δεν θα πήγαιναν υπό άλλες συνθήκες. Θέλουμε επομένως, μια γρήγορη επιβεβαίωση του τεστ, ώστε να μπορέσει το παιδί στη συνέχεια να πάει στο σχολείο. Αυτό πρέπει να δίνεται δωρεάν, γιατί είναι θέμα που άπτεται της δημόσιας υγείας, δεν είναι θέμα ατομικής υγείας, δεν το κάνει το παιδί για το ίδιο ούτε ο γονιός για το δικό του το παιδί, γιατί απλά έχει λίγο βήχα, αλλά για να μην αποτελέσει το σχολείο πηγή-δεξαμενή νόσου και στη συνέχεια να κολλήσουν και οι ευάλωτες ομάδες».
Η κ. Ιωαννίδου τόνισε ότι το πρωτόκολλο είναι μεν ιατρικά σωστό, αλλά τα προβλήματα που θα προκύψουν είναι πολλά, διότι δεν έχουν προβλεφθεί από την πολιτεία τα μέσα για να γίνεται έγκαιρη και χωρίς κόστος για τις οικογένειες διάγνωση.
«Οι λοιμωξιολόγοι και οι γιατροί γενικότερα, η δουλειά τους είναι να δώσουν ιατρική συμβουλή. Ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμοστεί αυτό, είναι, της πολιτικής προστασίας. Μπορεί το ιατρικό πρωτόκολλο που έχει δοθεί στους εκπαιδευτικούς να είναι πολύ σωστό γιατί βασίζεται στο αντίστοιχο που έχει εκδώσει ο Π.Ο.Υ., δηλαδή έγκαιρη διάγνωση, απομόνωση των υπόπτων κρουσμάτων, καραντίνα, ωστόσο η διαδικασία και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνουν αυτά και ποιες θα είναι οι προτεραιότητες που θα θέσει η κυβέρνηση στη μετακύλιση του κόστους εργασίας, εφάπτεται της πολιτικής όχι της ιατρικής», σημείωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «Πολλά παιδιά σπεύδουν στο νοσοκομείο, έχει αυξηθεί η κίνηση και έρχονται αποκλειστικά γι’ αυτό τον λόγο, για το τεστ. Συνήθως έχουν ελάχιστα συμπτώματα ή ακόμα και καθόλου. Γενικά ωστόσο, τα παιδιά εμφανίζουν τα λεγόμενα «άτυπα συμπτώματα», διάρροια, κοιλιακό άλγος, λίγο βήχα ή ακόμα μπορεί και να μην έχουν κανένα σύμπτωμα».
Πάγιο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας οι 15 μαθητές ανά τάξη
Ο Γιάννης Βαρδαλαχάκης, οικονομολόγος και μέλος του Δ.Σ της ΕΛΜΕΡ, ανέλυσε τις οικονομικές επιπτώσεις του ζητήματος, επισημαίνοντας: «Η μείωση των μαθητών ανά τάξη μπορεί πρακτικά να εφαρμοστεί και στην πόλη μας καθώς όπως, σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν οι διαθέσιμοι πόροι και υποδομές.» Ο ίδιος αναφέρθηκε σε ένα κόστος από μισό έως ένα δισ. τον χρόνο για την πρόσληψη νέων καθηγητών ενώ, σύμφωνα με τον ίδιο, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν χώροι των δυο πανεπιστημίων για τη διεξαγωγή των σχολικών μαθημάτων.
Ειδικότερα, σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, ο κ. Βαρδαλαχάκης τόνισε:
«Είναι μία πρώτη προσπάθεια διερεύνησης που έχουμε κάνει εδώ στην ΕΛΜΕ Ρεθύμνου. Το αίτημα αυτό είναι δικό μας, των μαθητών, αλλά θέλω να πιστεύω των γονιών και ενδεχομένως και της ίδιας της κοινωνίας και έχει τεθεί ανά διαστήματα από πάρα πολλούς ειδικούς. Αυτό το αρνήθηκε μετ’ επιτάσεως το υπουργείο Παιδείας και η κ. Κεραμέως, λέγοντας ότι κοστίζει πολύ ακριβά. Εμείς από την πλευρά μας προσπαθώντας να δούμε αν υπάρχει κάποια πραγματική και οικονομική βάση, κάναμε μια πρώτη διερεύνηση και είδαμε ότι η μείωση των μαθητών σε τέτοιο βαθμό ανά τάξη, έχει προφανώς κάποιο οικονομικό κόστος, αλλά οι εκτιμήσεις μπορεί να κυμαίνονται τουλάχιστον για το κόστος της πρόσληψης καινούριων καθηγητών από μισό έως ένα δισ. τον χρόνο. Το ποσό αυτό είναι ένα υπαρκτό κόστος, αλλά δεν είναι αυτό που θα καθιστούσε απαγορευτική μία τόσο σημαντική παρέμβαση και εκτιμούμε ότι τελικά όταν δεν κάνουμε τίποτα, υπάρχει φόβος να μας κοστίσει τελικά πολύ ακριβότερα σε επίπεδο υγείας.
Σε μία τέτοια κατάσταση που έχουμε ακούσει και συμφωνούμε σε αυτό ότι είναι σαν να βρισκόμαστε σε έναν πόλεμο με κάποιον αόρατο εχθρό, πρέπει και ως κοινωνία να λειτουργήσουμε με την αντίστοιχη τακτική. Αυτό τι σημαίνει. Ότι προφανώς σε ένα σχολείο οι τάξεις είναι συγκεκριμένες, αλλά σε μια τέτοια συγκυρία θα έπρεπε οποιοιδήποτε χώροι μπορούν αν αξιοποιηθούν, προκειμένου να γίνουν εκεί μαθήματα, να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Στο Ρέθυμνο έχουμε την τύχη να στεγάζονται δύο μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία δυστυχώς φέτος δεν θα λειτουργήσουν με διά ζώσης παρακολούθηση. Άρα σαν μια πρώτη δεξαμενή, οι αίθουσες και τα αμφιθέατρα του Ελληνικού Μεσογειακού πανεπιστημίου και του πανεπιστημίου Κρήτης είναι μία πρώτη δεξαμενή όπου μπορούμε να προστρέξουμε.
Σε δεύτερο επίπεδο θεωρούμε ότι οποιοσδήποτε χώρος δημόσιος ή ιδιωτικός μπορεί αν αξιοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να αξιοποιηθεί. Έχουμε πάρα πολλές ξενοδοχειακές μονάδες, οι οποίες δεν άνοιξαν τη φετινή σεζόν. Με μία διαμόρφωση και ίσως ακόμα και με μία ανταποδοτικότητα στα μέτρα στήριξης που λαμβάνονται ούτως ή άλλως για αυτές τις επιχειρήσεις, θα μπορούσαμε να τα εκμεταλλευτούμε προς όφελός μας. Θα έπρεπε να ψάχνουμε μανιωδώς αίθουσες ήδη εδώ και 4 μήνες και μόνο στο ενδεχόμενο να τις χρειαστούμε και αυτό δεν έγινε με ευθύνη του υπουργείου Παιδείας. Από εκεί και πέρα να δεν ευοδωθούν όλα αυτά η τελευταία λύση είναι η διπλοβάρδια, αν και παιδαγωγικά δεν το στηρίζουμε, αλλά είναι μία ύστατη λύση προκειμένου να αναχαιτίσουμε την πανδημία, που πρέπει να είναι ο στόχος όλων μας αυτή τη στιγμή».
Κα πρόσθεσε ότι: «Η υγεία με την οικονομία συνδέονται. Αν τελικά δεν καταφέρεις να ελέγξεις την πανδημία, καταλήγει και το οικονομικό κόστος να είναι πολύ μεγαλύτερο και να κάνεις μια τρύπα στο νερό και πολύ φοβόμαστε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο καμπής που αν δεν κάνουμε κάτι, θα μας κοστίσει πολύ ακριβά σε όλα τα επίπεδα. Δεν προσπαθούμε να βρούμε κάποια χρυσή τομή ανάμεσα σε υγεία και οικονομία, αλλά το λέμε ξεκάθαρα, ότι αν δεν σώσεις την υγεία δεν μπορείς να σώσεις καμία οικονομία και για να σώσεις την υγεία πρέπει να παρέμβεις στην εκπαίδευση διότι αυτή τη στιγμή τα σχολεία κινδυνεύουν να γίνουν υγειονομικές βόμβες».
Η εκδήλωση διοργανώθηκε από την ΕΛΜΕ Ρεθύμνου σε συνεργασία με την Ένωση Γιατρών ΕΣΥ Ρεθύμνου και ομιλητές ήταν η κα Ιωαννίδου Ελένη, παθολόγος-λοιμωξιολόγος στο νοσοκομείο Ρεθύμνο, η κα Μουρελάτου Μαρία, βιολόγος και καθηγήτρια στο Λύκειο Ατσιποπούλου) και ο κ. Βαρδαλαχάκης Γιάννης, οικονομολόγος – υποδιευθυντής στο ΙΕΚ Ρεθύμνου και μέλος του Δ.Σ της ΕΛΜΕΡ.