Τον κίνδυνο απώλειας πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020 και της ευκαιρίας εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, λόγω της έλλειψης τεχνογνωσίας των στελεχών που απασχολούνται στις αρμόδιες για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιμέρους επιχειρησιακών προγραμμάτων κρατικές υπηρεσίες, επισημαίνει μελέτη που δημοσιεύεται στο 47ο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση, μπορεί η Ελλάδα να παρουσιάζει μια κανονική επίδοση σε σχέση τόσο με τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους, όσο και με τον μέσο όρο της ΕΕ, ωστόσο αυτή υποβοηθήθηκε από την πρόσθετη προχρηματοδότηση που παρείχε η ευρωπαϊκή επιτροπή τη διετία 2015-2016.
Οι προειδοποιήσεις της ΤτΕ είναι εξαιρετικά σημαντικές δεδομένου ότι στην παρούσα φάση οι πόροι του ΕΣΠΑ, σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση από το σχέδιο Γιούνκερ, αποτελούν πρωταρχική πηγή χρηματοδότησης των επενδύσεων στην Ελλάδα και κύριο μοχλό στήριξης της ανάπτυξης.
Η μελέτη η οποία υπογράφεται από τις οικονομολόγους της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος Μελίνα Βασαρδάνη και Δήμητρα Δημητροπούλου αναφέρει πως οι ετήσιες απολήψεις της Ελλάδος από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ ανήλθαν σε 1,252 δισ. ευρώ το 2017, αισθητά μειωμένες σε σχέση τόσο με τα προηγούμενα έτη της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου ΕΣΠΑ 2014-2020 όσο και με το αντίστοιχο τέταρτο έτος των δύο προηγούμενων προγραμματικών περιόδων ΕΣΠΑ 2007-2013 και Γ’ ΚΠΣ 2000- 2006. Σύμφωνα με τις κ.κ. Βασαρδάνη και Δημητροπούλου ο υποτονικός ρυθμός απολήψεων συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2018, με τις εισροές των διαρθρωτικών πόρων να ανέρχονται σε μόλις 317 εκατ. ευρώ.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, από την έναρξη της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου το 2014 μέχρι το τέλος του 2017, δηλαδή σε διάστημα τεσσάρων ετών, η σωρευτική εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ ανήλθε σε 3,52 δισ. ευρώ και είναι χαμηλότερη από τη σωρευτική εισροή που πραγματοποιήθηκε τα αντίστοιχα έτη των δύο προηγούμενων προγραμματικών περιόδων, παρά το ότι η Ελλάδα υποβοηθήθηκε από την πρόσθετη προχρηματοδότηση που παρείχε η ευρωπαϊκή επιτροπή στη χώρα μας τα πρώτα χρόνια του ΕΣΠΑ.
Η σύγκριση αυτή είναι χρήσιμη γιατί υποδηλώνει ότι η υποτονικότητα των εισροών το 2017 (η οποία συνεχίζεται το 2018) λαμβάνει χώρα σε ένα διάστημα κατά το οποίο στις προηγούμενες δύο προγραμματικές περιόδους παρατηρήθηκε επιτάχυνση των απολήψεων.
«Γενικά, η εμπειρία έχει δείξει μια έντονη επιτάχυνση της απορρόφησης από το τέταρτο έτος και έως το τέλος της κάθε προγραμματικής περιόδου, προκειμένου να μην απολεσθούν πόροι. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έχει παρατηρηθεί στην περίπτωση του ΕΣΠΑ 2014-2020 αναφορικά με το τέταρτο έτος, δηλαδή το 2017, ενώ υποτονικό παραμένει και το πέμπτο έτος, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις για το 2018. Κατ’ επέκταση, για την πλήρη απορρόφηση των κονδυλίων ενδέχεται να χρειαστούν εντατικότερες προσπάθειες το αμέσως επόμενο διάστημα», σημειώνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη.