Παρουσία εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, εκπροσώπων των τοπικών φορέων και δεκάδων νεαρών σπουδαστών/στριών της πόλη μας, η ημερίδα προσέφερε στους παρευρισκόμενους πεδίο αναστοχασμού τόσο σε επίπεδο περιεχομένου των εισηγήσεων, όσο και σε επίπεδο ανοιχτού διαλόγου και προβληματισμού πάνω σε αυτές. Η ημερίδα διοργανώθηκε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης σε συνεργασία με τον Δήμο Ρεθύμνου και με υποστηρικτικούς φορείς, το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας της Ιστορίας της Εκπαίδευσης και του Διδασκαλικού Επαγγέλματος, τις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Ρεθύμνης, τα Γραφεία Σχολικών Συμβούλων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Ρεθύμνης και το Σύλλογο φοιτητών Π.Τ.Δ.Ε. Πανεπιστημίου Κρήτης.
«Στόχος της ημερίδας κατά βάση είναι να διερευνήσουμε, να ανακαλύψουμε, να φωτίσουμε, όλες τις μορφές έρευνας, ποσοτικής ή ποιοτικής, που μπορούν να διεξαχθούν σε επίπεδο σχολικής τάξης, εκεί εστιάζουμε», τόνισε στο περιθώριο της εκδήλωσης στα «Ρ.Ν.» ο εκ των διοργανωτών της ημερίδας, λέκτορας του Π.Τ.Π.Ε. του Πανεπιστημίου Κρήτης, Θεόδωρος Ελευθεράκης. Μια έρευνα διακρίνεται τόσο από τις δύο μεθόδους που ανέφερε παραπάνω ο κ. Θεοδωράκης, όσο και από τον τρόπο με τον οποίο ο ερευνητής συμμετέχει σε αυτήν. Εάν δηλαδή ο τελευταίος καταγράφει τα δεδομένα ως εξωτερικός παρατηρητής, ή αλληλεπιδρά και ο ίδιος με τα υποκείμενά της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υποκείμενα της έρευνας είναι κατά κύριο λόγο οι μαθητές των εκπαιδευτικών μονάδων όλων των βαθμίδων. «Εκτός απ’ αυτό, δηλαδή την έρευνα, την ανακάλυψη της γνώσης και της αλήθειας, η οποία γίνεται απόμακρα, θέλουμε να διερευνήσουμε τη δυνατότητα, η έρευνα να γίνει μέσα στην σχολική τάξη μαζί με τον εκπαιδευτικό. Δηλαδή ερευνητής, εκπαιδευτικός, μαθητές, σχολικοί σύμβουλοι και κοινωνικοί φορείς αλλά και τοπική αυτοδιοίκηση, να φτιάξουμε ει δυνατόν μια έρευνα, να τη σχεδιάσουμε όλοι μαζί με δημοκρατία και συνεργασία», πρόσθεσε ο ίδιος αναφορικά με το στόχο της ημερίδας. «Γιατί τότε η έρευνα δεν είναι απόμακρη και από τα πάνω, έμμεση, αλλά γίνεται άμεση. Αυτό λοιπόν έχει καλύτερα αποτελέσματα στη λειτουργία της σχολικής τάξης και αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα επιβοηθητικά και αντισταθμιστικά», σχολίασε.
Κοινωνικές διαστάσεις της έρευνας
Έπειτα από τους χαιρετισμούς η ημερίδα συνέχισε χωρισμένη σε τρεις συνεδρίες και δύο διαλείμματα ανάμεσά τους. Στο τέλος κάθε θεματικής συνεδρίας ακολουθούσε ολιγόλεπτη συζήτηση, με σκοπό μέσω ερωτήσεων των παρευρισκομένων τη διευκρίνηση και συζήτηση των θεμάτων. Η Λέλα Γώγου, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αναφέρθηκε στο συσχετισμό της έρευνας με την κοινωνική δράση. Αφού παρέθεσε σειρά παραγόντων που οδηγούν στην υποταγή του νέου σχολικού μοντέλου στη λογική του ανταγωνισμού, τόνισε την ανάγκη η έρευνα να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές σχέσεις αλλά και τις λογικές των προσώπων που τη διαμορφώνουν. Κατά την ίδια η έρευνα και η κοινωνική δράση είναι έννοιες αλληλένδετες, οι οποίες όταν συνδυαστούν σωστά οικοδομούν μια αντικειμενικότερη γνώση και βοηθούν τους δρώντες να κατανοήσουν καλύτερα την κοινωνική και επαγγελματική τους πρακτική.
Από την πλευρά της η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ελένη Κατσαρού, επεχείρησε να προσδιορίσει τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας δημοκρατική έρευνα. Χαρακτηριστικά της τελευταίας είναι ο συμμετοχικός και συνεργατικός χαρακτήρας της, το σμίξιμο θεωρίας και πράξης (όπως π.χ. έρευνας και διδασκαλίας και συνεργασία σχολείου-πανεπιστημίου), το όραμα μιας διαρκούς επαγγελματικής ανάπτυξης του εκπαιδευτικού και τέλος οι πιθανές παρεμβάσεις που προκύπτουν από αυτήν και έχουν να κάνουν με την εκπαιδευτική και κοινωνική αλλαγή. Στη συνέχεια η ίδια παρουσίασε τρόπους διενέργειας μιας δημοκρατικής έρευνας, αναφερόμενη παράλληλα σε συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιων ερευνών, προτού κλείσει με την επισήμανση περιορισμών και κινδύνων που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των δημοκρατικών ερευνών.
Ο Κωνσταντίνος Μπίκος, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανέλυσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής και τις δυνατότητες παιδαγωγικής αξιοποίησης της Κοινωνιομετρίας, όταν αυτή διερευνάται μέσα στη σχολική τάξη. Επιχείρησε μια σύνοψη των ερευνών που, υπό το πρίσμα της, εξετάζουν τη δομή των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα σε συμμαθητές από τάξεις όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Με βασική θέση, ότι η κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη, είναι εξίσου σημαντικές με την απόκτηση γνώσεων από το μαθητή παρέθεσε το πώς εκπαιδευτικοί και ερευνητές μπορούν να καταγράψουν τις σχέσεις μεταξύ συνομήλικων.
Η Νέα Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, η οποία προσπαθεί στις έρευνές της να συνδυάσει την μακροκοινωνιολογική και τη μικροκοινωνιολογική οπτική, ήταν το θέμα που απασχόλησε τους Θ. Ελευθεράκη και Πόπη Μπαστάκη, δασκάλα του Δημοτικού Σχολείου Σταυρωμένου. Το παράδειγμα που χρησιμοποίησαν οι δύο εισηγητές ήταν μια έρευνα δράσης σε μια Β’ τάξη Δημοτικού Σχολείου στο νομό Ρεθύμνου. Σκοπός της έρευνας ήταν η σκιαγράφηση της κοινωνικής δομής και των κοινωνικών σχέσεων εντός της τάξης και αφετέρου η πρόθεση σχεδιασμού των κατάλληλων παιδαγωγικών και διαδακτικών δράσεων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις πολιτικές και κοινωνικές ικανότητες των μαθητών.
Ερευνα και εκπαίδευση
Κατά τη δεύτερη συνεδρία «Ερευνα και Εκπαίδευση», η Αγλαΐα Καλαματιανού, καθηγήτρια κοινωνιολογίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου, παρέθεσε αρχικά, δεδομένα που προέκυψαν από έρευνα του Ιδρύματός της, σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση, σε ποσοστό φοιτητών επί συνόλου πληθυσμού σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα όμως παρουσιάζει και ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά άνεργων αποφοίτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν τόσο δεδομένα που αφορούν την κατανομή της διάρκειας σπουδών των φοιτητών των ελληνικών πανεπιστημίων, όσο και την κατάσταση σε επίπεδο απασχόλησης των αποφοίτων τους.
Μια άλλη μελέτη, αυτή που παρουσίασαν οι Ελένη Βασιλάκη, Αν. καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης και ο Μιχάλης Λιναρδάκης, λέκτορας Στατιστικής στην Εκπαίδευση, Π.Τ.Π.Ε, του ίδιου, είχε να κάνει με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, στην ψυχική υγεία των φοιτητών. Στην έρευνά τους συνέβαλλαν και φοιτητές-φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σε αυτήν, εξετάστηκε το πώς αλληλεπιδρούν οι ψυχοκοινωνικές μεταβλητές και η οικονομική δυσπραγία με την ψυχική ένταση των υποκειμένων.
Η αξιολόγηση του προγράμματος ΟΔΥΣΣΕΑΣ, το οποίο φέτος συμπληρώνει 13 χρόνια λειτουργίας και η παιδαγωγική αξιοποίηση της τηλεδιάσκεψης στα δημοτικά σχολεία, ήταν η θεματική των Παναγιώτη Αναστασιάδη, αν. καθηγητή του ΠΤΔΕ, Πανεπιστημίου Κρήτης και Λάμπρου Καρβούνη, υπ. διδάκτορος Επιστημών Αγωγής του ιδρύματος και διευθυντή σχολείου Άδελε. Περίπου 1.500 μαθητές, 45 εκπαιδευτικοί και 16 Δημοτικά Σχολεία, έχουν μέχρι στιγμής αλληλεπιδράσει μέσω τηλεδιασκέψεων σε Ελλάδα και Κύπρο στα πλαίσια του προγράμματος.
Ακόμη, η Ευαγγελία Καλεράντε, επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας έθιξε τη σημασία και τις τεχνικές της βιογραφικής ανάλυσης στην έρευνα. Βασική τεχνική είναι η ανάλυση του λόγου. Ο συγκερασμός προφορικού και γραπτού λόγου των υποκειμένων, όπως λ.χ. των μαθητών μιας τάξης αποτελούν όταν αναδομηθούν σε συλλογική προσπάθεια μια- υπερβατική- ενιαία αφήγηση. Αυτή η ενιαία καταγραφή διαφορετικών αφηγήσεων και γραπτών καταθέσεων των βιωμάτων της κάθε μονάδας, οδηγεί τελικά στη διαμόρφωση της μικρο-ιστορίας της εκπαιδευτικής πολίτικής.
Η παράθεση ερευνών συνεχίστηκε τους Θ. Ελευθεράκη, Μ. Λιναρδάκη και Πόπη Καπαρουνάκη, νηπιαγωγός, Πανεπιστήμιο Κρήτης, οι οποίοι παρουσίασαν μια πολυμεθοδολογική έρευνα αναφορικά με την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των μαθητών και το ρόλο των σχέσεων στην οικογένεια. Συνδυάζοντας διαφορετικές μεθόδους έρευνας, όπως το ερωτηματολόγιο ή το κοινωνιομετρικό τεστ, η έρευνα εξέτασε την ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης σε διάφορα επίπεδα μαθητών της Ε τάξης από δημοτικά σχολεία της Κρήτης.
Έρευνα και μάθηση
Στην εργασία του, ο Ηλίας Ε. Κουρκούτας, αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης αναφέρθηκε στο ρόλο του δασκάλου στο επίπεδο της ενίσχυσης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στις τάξεις. Ανέλυσε το θεωρητικό πλαίσιο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας ομάδων μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενώ παράλληλα περιέγραψε τις βασικές αρχές της Ενταξιακής Εκπαίδευσης, της οποίας θεμελιώδεις αξίες είναι η δημοκρατικότητα, η ισότητα και η αλληλεγγύη.
Ο Γιάννης Σπαντιδάκης, αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης επίσης, μίλησε για το ρόλο του εκπαιδευτικού στο σχεδιασμό μαθησιακών περιβάλλοντων χρήσης και καλλιέργειας του γραπτού λόγου. Με άλλα λόγια αναφέρθηκε στην αξία του γραπτού λόγου, τη διεπιστημονική διαμάχη για την ερμηνεία του αλλά και το πως αυτός συντελεί στην ανάπτυξη των γνώσεων, δεξιοτήτων και συμπεριφορών των μαθητών και εντέλει στο στόχο της επικοινωνίας. Σε όλη αυτή τη διαδικασία ο ρόλος του δασκάλου είναι ιδιαίτερα νευραλγικός για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τους μαθητές.
Στην ανάλυση της σχολικής τάξης ως ένα σύνθετο σύστημα με οικολογικά, σημειωτικά και κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά, προέβη ο καθηγητής Π.Τ.Π.Ε. του Πανεπιστημίου Κρήτης, Μάριος Πούρκος. Οι ζωντανές αλληλεπιδράσεις -σχέσεις μεταξύ οίκου (περιβάλλοντος), σώματος και βιώματος αλλά και οι έννοιες της αντίληψης, της διαμεσολαβημένης δραστηριότητας και της επενέργειας, ήταν τα βασικά εργαλεία κατανόησης της εισήγησης του κ. Πούρκου.
Την ημερίδα ολοκλήρωσε ο λέκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θανάσης Γρηγοριάδης, ο οποίος επιχείρησε να ασχοληθεί με τα δύο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τη σημερινή εκπαίδευση. Αυτά είναι αφενός η επίτευξη της αποτελεσματικής μάθησης και αφετέρου η εύρεση νέων και καλύτερων τρόπων αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση. Ένα μοντέλο που προκρίνεται διεθνώς είναι αυτό του εκπαιδευτικού-ερευνητή. Η εισήγηση του κ. Γρηγοριάδη είχε να κάνει με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σημερινός παιδαγωγός σε σχέση με τα παραπάνω ζητήματα.
«Η ημερίδα προσπαθεί να χτυπήσει ακριβώς αυτό, να χτυπήσουμε το παραδοσιακό σχολείο και τη από καθ έδρας διδασκαλία. Κι όχι μόνο στη διδασκαλία αλλά και σε επίπεδο της έρευνας και η γνώση να βγαίνει άμεσα, να αναδιαμορφώνεται από τον ερευνητή, τον εκπαιδευτικό αλλά και το μαθητή», υπογράμμισε στα «Ρ.Ν.» ο Θ. Ελευθεράκης. Όσον αφορά τη συμβολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο συγκεκριμένο επίπεδο, ο ίδιος τόνισε ότι «Εμείς, έρευνες σε επίπεδο σχολικών τάξεων κάνουμε. Προσπαθούμε όμως να ευαισθητοποιήσουμε και τους εκπαιδευτικούς για να έρθουνε να μας βρουν και μόνοι τους, αφενός. Αφετέρου να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι η διάθεσή μας είναι συνεργατική και δημοκρατική ούτως ώστε να μην αντιδρούν. Διότι όταν έρχεται ο αυταρχικός επιστήμονας να επιτελέσει το έργο του, χωρίς να ζητά τη βοήθεια και τη συνεργασία του εκπαιδευτικού, έχει δίκιο ο τελευταίος να αντιδράει. Άρα περισσότερη δημοκρατία και στην έρευνα και στις επιστημονικές διαδικασίες της έρευνας με τελικό στόχο αυτό να βοηθήσει τους μαθητές, τους εκπαιδευτικός, το σχολείο και τελικά την κοινωνία».
Τέλος ο κ. Ελευθεράκης χαρακτήρισε την ημερίδα του Σαββάτου «προπομπό» των υπολοίπων δραστηριοτήτων που αναμένεται να υλοποιηθούν μέσα στο χρόνο στο Ρέθυμνο, και οι οποίες στόχο έχουν το άνοιγμα της ακαδημαϊκής κοινότητας στην τοπική κοινωνία. «Με το Δήμο έχουμε κάνει πολλές συνέργιες μαζί απ το 2007 και μια άλλη ημερίδα «Εκπαίδευση Δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα», όπου μας βοήθησε αμέριστα. Επίσης η Σχολή Επιστημών Αγωγής και το Τμήμα μας, συμμετείχε πριν λίγα χρόνια στον τρίτο κύκλο ανοιχτών διαλέξεων που υλοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία και φέτος θα το επαναλάβουμε. Πάλι είμαστε σε συνεργασία με τους δημοτικούς φορείς για να το ξανακάνουμε. Αρά η σημερινή ημερίδα είναι κάπως ένας “προπομπός” αυτού του ανοίγματος προς την κοινωνία», είπε καταλήγοντας ο λέκτορας Π.Τ.Π.Ε. του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Σημειώνεται ότι στο χαιρετισμό που απηύθυνε κατά την έναρξη της ημερίδας στους παρευρισκόμενους, ο δήμαρχος Ρεθύμνου, Γιώργος Μαρινάκης, μεταξύ άλλων τόνισε τη σημασία των επιστημονικών συναντήσεων για την τοπική κοινωνία: «Για την πόλη μας, έχουν ιδιαίτερη σημασία οι επιστημονικές συναντήσεις, τις οποίες ως επί το πλείστον διοργανώνει το Πανεπιστήμιο, διότι αφενός αναδεικνύουν και τροφοδοτούν την υγιή σχέση που διατηρεί το πνευματικό – πανεπιστημιακό μας Ίδρυμα με την τοπική κοινωνία και, αφετέρου, προσφέρουν δυνατότητες ανάπτυξης ενός ουσιαστικού, κοινωνικού διαλόγου μέσω του οποίου διαχέεται η γνώση, καλλιεργείται η κρίση, διαμορφώνονται εμπεριστατωμένες απόψεις επί πολλών και σημαντικών ζητημάτων που άπτονται των κοινωνικών λειτουργιών».
Εξίσου σημαντική, εξάλλου, είναι και η διαπίστωση πως επιστημονικές Ημερίδες, όπως η σημερινή, προϋποθέτουν τη συνέργεια και αγαστή συνεργασία πολλών εμπλεκομένων, συνθήκη που αναμφίβολα ευνοεί, εμπνέει και εμπλουτίζει τη μεταξύ τους σχέση, η οποία πρέπει να είναι διαρκής και αποτελεσματική», υπογράμμισε ο δήμαρχος Ρεθύμνου.