Αφούρα πολλή με πλάκωνε, ξενύχτης έγραφα,
πέταγα χαρτιά στο στόμα της νύχτας,
κι ήταν στο έξω φώς δέντρα πολλά·
πεύκα, πλατάνια, κυπαρίσσια,
και γύρω άλλα,
δέντρα γλυκά, δέντρα της ευφροσύνης,
η μανταρινιά, η πορτοκαλιά, η κερασιά το τζίτζιφο.
Και σφύριξε ο πεύκος κι ήρθανε χαμένοι στον αχνό,
ο Γιώργης, ο Μενέλης, ο Νταλιάνης, ο Μαθιός,
κράταγαν το φτυάρι, το σκαπέτι, τον τρουβά·
κι έκατσαν στις πέτρες- έκατσαν στις πέτρες να λιαστούν.
Μ’ αγάπη πολλή τους φώναξα.
Ήρθε η Μαρία, ο Χαραλάμπης, το Στελιανάκι, η Βαγγελιώ…
Ήρθαν οι…
Και σφύριξε το κυπαρίσσι…
Σφύριξε το πλατάνι κι ήρθανε ο Ηρακλής, ο Πεδιαδίτης,
ο Κοντάκης, ο Μανιός·
ομορφιά όπως φέγγει ήρθε η Μαρία, μικρή τριανταφυλλιά,
όμορφη με κοτσίδες, και μέσα στα μάτια η αφοβιά
χάραζε μία νέα ελπίδα.
Κι ήρθαν εκεί τα ζούδια του βουνού,
χάλαγαν τον κόσμο με φωνές και καμώματα·
-αίγαγροι και νυφίτσες και ασβοί
και τ’ ουρανού τα φτερωτά
ο αητός, το γεράκι, η θράσα…
Παίζοντας το βιολί, στερνός ήρθε κι ο Μάστορας.
Σιωπή και μουσική χώνευαν τη θαλπωρή,
όλα επέστρεφαν εκεί που δεν άρχισαν ποτέ·
μες στην ειρήνη.
Κι ήτανε νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά.
Καιρό μετά έμεινα άγρυπνος σε ψυχρούς χειμώνες,
του πόνου και της φτώχειας τις φωνές ακούγοντας.
Κοίταζα τα θεριεμένα χορτάρια
κι άκουγα της βροχής το θόρυβο πάνω στο χώμα
κι έβλεπα να πετιούνται ρίζες γόνιμες και δυνατές
έτοιμές για καρποφορία.
Η μέρα τέλειωνε.
Αργά – αργά όλα χαλάρωναν.
Στιβόταν οι φωνές στο σούρουπο.
Ύστερα ήρθε, τους ήπιε η νύχτα,
σκοτάδι χαμηλά, σκοτείνιαζε,
θάμνοι, νερά, και πέτρες χάθηκαν.
Με αγάπη πολλή, στερνά τους φώναξα·
έχετε γειά συντρόφοι, έχετε γειά…
Ότι μ’ άστρα πολλά η νύχτα γίνεται λαμπρή,
ότι με αίμα πολύ δοξάζεται ο μάρτυρας,
με δάκρυα τιμάται ο νεκρός.
«Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς»