Συνάντηση πραγματοποίησε χτες αντιπροσωπεία του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Εξαγωγέων Κρήτης (ΣΕΚ) με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Κώστα Τσιάρα, με αντικείμενο την κατάθεση στοχευμένων προτάσεων και την ανταλλαγή απόψεων πάνω σε καίρια ζητήματα που απασχολούν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τον αγροδιατροφικό κλάδο του τόπου μας. Τον ΣΕΚ εκπροσώπησε ο Πρόεδρος, κος Αλκιβιάδης Καλαμπόκης, ο οποίος είναι και Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, και ο Αντιπρόεδρος, κος Μανώλης Καρπαδάκης. Στη συνάντηση συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι του Διοικητικού Συμβουλίου του ΠΣΕ, ενώ από πλευράς Υπουργείου ήταν παρών και ο Γεν. Γραμματέας, κος Στρατάκος.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, οι συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να αναδείξουν και να συζητήσουν τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο αγροδιατροφικός κλάδος, όπως η αύξηση του κόστους παραγωγής, η έλλειψη εργατών γης και η ανάγκη για καινοτομία και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Ο ΣΕΚ κατέθεσε ένα αναλυτικό υπόμνημα, το οποίο περιλάμβανε σαφείς και τεκμηριωμένες προτάσεις. Κεντρικός άξονας του υπομνήματος ήταν η προστασία και η προώθηση του επώνυμου – τυποποιημένου ελαιολάδου και στρατηγικές για την ενίσχυση των εξαγωγών, με στόχο την καλύτερη καθοδήγηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων, ώστε να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται και να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους.
Για την προστασία και την προώθηση του τυποποιημένου ελαιολάδου, ο ΣΕΚ πρότεινε μία σειρά από κρίσιμες παρεμβάσεις που στοχεύουν όχι μόνο στην ενίσχυση της ποιότητας και της φήμης του ελληνικού ελαιολάδου, αλλά και στην αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του αγροδιατροφικού κλάδου.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τον καλύτερο έλεγχο της διακίνησης χύδην ελαιολάδου και των παράτυπων συσκευασιών, που συχνά υπονομεύουν την ποιότητα και την ταυτότητα του προϊόντος και την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας για την υποχρεωτική διακίνηση του ελαιολάδου προς τους καταναλωτές σε συσκευασίες έως 5 λίτρων, αλλά και την υποχρεωτική χρήση τυποποιημένου ελαιολάδου στους χώρους μαζικής εστίασης. Για τη διασφάλιση της ποιότητας του ελαιολάδου, ο ΣΕΚ πρότεινε τον αποτελεσματικότερο έλεγχο στην χρήση κατάλληλων φυτοπροσταυτευτικών σκευασμάτων φυτοπροστασίας και την αύξηση των ελέγχων σε ελαιώνες, ελαιουργία και τυποποιητήρια.
Επιπλέον, ο ΣΕΚ ζήτησε την αμέριστη στήριξη και βοήθεια του ΥΠΑΑΤ για την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αφορούν στην αναγνώριση του ελαιολάδου ΠΓΕ Κρήτη και τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της εθνικής θέσης ενάντια στο σύστημα Επισήμανσης Εμπρόσθιας ετικέτας (FOPL) Nutri – Score, το οποίο, στη μορφή που προωθείται σήμερα στην ευρωπαϊκή αγορά, υποβαθμίζει βασικά ελληνικά προϊόντα όπως το Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο, το μέλι, κάποια γαλακτοκομικά προϊόντα κ.α.
Ανάμεσα στις προτάσεις του ΣΕΚ για την ενίσχυση των εξαγωγών, περιλαμβάνονται σημαντικά μέτρα, όπως η άμεση επιστροφή του ΦΠΑ των εξαγωγικών επιχειρήσεων μέσω συνοπτικών διαδικασιών, γεγονός που θα βελτιώσει τη ρευστότητά τους και θα ενισχύσει τη δυνατότητά τους να επενδύσουν στην ανάπτυξη και την επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Επιπλέον, προτάθηκε η επαναπροκήρυξη προγραμμάτων για δράσεις προβολής και προώθησης των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό, με στόχο την ενίσχυση της διεθνούς αναγνωρισιμότητάς τους, η διεύρυνση των διμερών εμπορικών συμφωνιών με Τρίτες Χώρες για την προστασία των ελληνικών ΠΟΠ και ΠΓΕ, η ξεκάθαρη ένταξη του ΚΑΔ 10.41.99.02 – Υπηρεσίες Επεξεργασίας και Τυποποίησης Ελαιολάδου στον Αναπτυξιακό Νόμο κ.α.
Το κλίμα κατά τη διάρκεια της συνάντησης ήταν ιδιαίτερα θετικό, με τους συμμετέχοντες να αναγνωρίζουν τη σημασία της συνεργασίας και της κοινής δράσης. Υπό το πρίσμα των προτάσεων που κατατέθηκαν, εξέφρασαν τη βεβαιότητα ότι η εφαρμογή τους θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του κλάδου, προάγοντας την ποιότητα και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι συμμετέχοντες δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους, επισημαίνοντας ότι η υλοποίηση αυτών των στρατηγικών θα ενισχύσει την παρουσία των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και θα υποστηρίξει τη βιωσιμότητα του αγροδιατροφικού τομέα.