Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του αγωνιστή της αντίστασης 1941-1944 Ηλία Ανωμεριανάκη, στην πλατεία του Μαρουλά Ρεθύμνου, πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή στη διάρκεια σεμνής τελετής, με την παρουσία του Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιου, της αντιπεριφερειάρχη Μαίρης Λιονή και του δημάρχου Γιώργη Μαρινάκη, δημοτικών συμβούλων κ.α. Η εκδήλωση ξεκίνησε με επιμνημόσυνη δέηση, την οποία τέλεσε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγένιος, συνεχίστηκε με ομιλία του εγγονού του τιμώμενου, Δρ. Ηλία Κοπανάκη, ακολούθησαν χαιρετισμοί από τους επίσημους, ενώ η ομάδα ριζίτικου του Ομίλου Βρακοφόρων Κρήτης απέδωσε με εξαιρετικό τρόπο το ριζίτικο «Τον αντρειωμένο μη τον κλαις».
Ο Ηλίας Κοπανάκης στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων για τον Αντιστασιακό Ηλία Ανωμεριανάκη: «Σήμερα τιμούμε τη μνήμη ενός νέου ανθρώπου. Οι μάρτυρες και εθνομάρτυρες που θυσιάστηκαν σε νεαρή ηλικία έχουν το προνόμιο να μη γνωρίζουν τη φθορά του χρόνου και να μένουν για πάντα στη μνήμη των μεταγενέστερων άφθοροι, άφθαρτοι και δροσεροί, σαν τους βλαστούς του αμπελώνα. 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση ενάντια στους τούρκους κατακτητές και 80 χρόνια από την ιστορική μάχη της Κρήτης ενάντια στους Γερμανούς ναζί, στήνουμε σήμερα, αυτό το μικρό μνημείο στη μνήμη του Ηλία Ανωμεριανάκη, εδώ, μπροστά στη φάμπρικα και το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε οικογένεια».
Ο ομιλητής κάνοντας μια ιστορική αναφορά στην αντιστασιακή δράση του τιμώμενου και στην εκτέλεσή του από τους ναζί, σημείωσε μεταξύ άλλων: «Στον Μαρουλά, τις ημέρες πριν τη «Μάχη της Κρήτης», έπεσαν 4 βόμβες, στο Δεσποτικό, στο Μετόχι, νοτίως της Αγίας Άννας και εδώ στο κέντρο νοτίως της σημερινής εκκλησίας της Παναγίας. Αφού κατελήφθη το νησί μετά την επική μάχη του Μάη του 41 οι Γερμανοί πολύ σύντομα επισκέφθηκαν και τον Μαρουλά, ενώ καθημερινά περνούσε περίπολος από τις στράτες του χωριού.
Ο Ηλίας Ανωμεριανάκης με την γυναίκα του Πηνελόπη ήταν νιόπαντροι, είχαν ένα μικρό κοριτσάκι την Ελένη και περίμεναν ένα δεύτερο παιδί. Είχαν όνειρα. Είχαν μια φάμπρικα και κτήματα. Ο Ηλίας ήταν πρόεδρος της Κοινότητας Μαρουλά και δεν είχε από τους Γερμανούς κατακτητές προσωπικά καμία ενόχληση. Αλλά διάλεξε τον δρόμο της πρεπιάς, το δρόμο της αξιοπρέπειας, το δρόμο τον στενό και φωτεινό. Διάλεξε το δρόμο που είχε διαλέξει πριν από αυτόν ο παππούς του Κυριάκος Ανωμεριανάκης που πολέμησε στη σφαγή και το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου στα 1866 και βγήκε μέσα από τις φλόγες ζωντανός μεταξύ ελάχιστων που διασώθηκαν. Διάλεξε το δρόμο του πατέρα του, του Στυλιανού Ανωμεριανάκη, προέδρου επίσης της κοινότητας Μαρουλά για πολλά χρόνια, Μακεδονομάχου και τιμημένου με βραβείο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πώς λοιπόν με τέτοιον παππού και τέτοιον πατέρα να μην βγουν όμοιοι στην ανδρεία οι τρεις γιοι του Στελιανάκη; Καθώς, δεν ήταν μόνο ο Ηλίας που κληρονόμησε τις πατριωτικές παρακαταθήκες των προγόνων του. Ήταν και τα δυο του αδέρφια του, ο Κυριάκος που νεαρός σκοτώθηκε μέσα στα χρόνια του μεγάλου πολέμου και ο Νικολής που συνελήφθη το 1944 και φυλακίστηκε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης «διά λόγους αντιθέσεώς του προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν (κοινώς φασισμό) και εστερήθη της προσωπικής του ελευθερίας» (όπως αναφέρει το σχετικό κρατικό έγγραφο) ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε θυγατρικά του φρικαλέου Νταχάου ναζιστικά στρατόπεδα στην πόλη Μόναχο της Γερμανίας και ο οποίος ελευθερώθηκε από τις αμερικανικές δυνάμεις που εισήλθαν στην πόλη την άνοιξη του 1945.
Είχε λοιπόν ο Ηλίας Ανωμεριανάκης όλα τα εχέγγυα και τις παρακαταθήκες να γίνει αυτός που έγινε. Ένας από τους αμέτρητους ήρωες της πατρίδας μας για την προάσπιση της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Ενταγμένος νωρίς στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), την πλέον παλλαϊκή αντιστασιακή οργάνωση της Κατοχής, βοηθούσε στον Αγώνα. Κι όταν ο αρχιπροδότης του Κατωμεριού, ο Αλεξομανώλης, είχε ξεπεράσει πια κάθε όριο προδοσίας, δοσιλογισμού και μίσους κατά των συμπατριωτών του, φορώντας από νωρίς και ανενδοίαστα την γερμανική στρατιωτική στολή στις εξόδους του, η Οργάνωση αποφάσισε την οργάνωση επιχείρησης για την εκτέλεσή του.
Ο Αλεξομανώλης ήταν ο φόβος και ο τρόμος τον κατοίκων του Κατωμεριού. Μαζί με τους δυο γιους του, στους οποίους σε νεαρότατη ηλικία είχαν αποδώσει οι καταχτητές μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς και ως εκ τούτου δύναμη επί του πληθυσμού, δρούσαν ανενόχλητοι διαρπάζοντας και αισχροκερδώντας στο αίμα και τον ιδρώτα των Ρεθεμνιωτών. Διέμεναν στο Ξηρό Χωριό, νοτίως των Μυσσιρίων.
Έπειτα από τρία χρόνια κατοχής, μέσα στον γενικότερο ενθουσιασμό της εντυπωσιακής απαγωγής του Γερμανού στρατιωτικού Διοικητή Κρήτης Κράιπε τον Απρίλη του ‘44 από Βρετανούς και Κρήτες αντιστασιακούς και λίγους μόλις μήνες πριν τον «ματωμένο Αύγουστο» και την επακόλουθη απελευθέρωση του Ρεθύμνου, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν ότι θα πρέπει να εξοντώσουν τον αρχιπροδότη του τόπου.
Η αποστολή, από τις Αραβάνες που ήταν το αρχηγείο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Ρεθύμνου, ανατέθηκε στον Αναστάση Βαβαδάκη ή Βαβά απ’ τη Λούτρα Ρεθύμνου, σημαίνων αντιστασιακό στέλεχος της περιοχής. Εκείνος θα ’πρεπε να διαλέξει το συνεργάτη του για μια τέτοια επικίνδυνη αποστολή. Ο Αναστάσης επέλεξε τον σύντροφο και πιστό του φίλο Ηλία Ανωμεριανάκη, κάτοικο και πρόεδρο της κοινότητας Μαρουλά.
Το Σάββατο, στις 6 του Μάη του 1944, οι δυο άνδρες πήγαν στη θέση Σκάφες, στην περιοχή Αλμπάνι Μετόχι στα Μυσσίρια Ρεθύμνου, κοντά στο δημόσιο δρόμο, από όπου συνήθως περνούσε ο προδότης και του έστησαν ενέδρα.
Κρύφτηκαν στον κούμο ενός ακατοίκητου σπιτιού και τον ανέμεναν. Σε μια-δύο μέρες θα είχε πανσέληνο και η προηγούμενη νύχτα ήταν φωτεινή και ήσυχη. Την επιχείρηση θεώρησαν καλό να την γνωστοποιήσουν και στον Νικόλαο Καλογεράκη, γαμπρό του Ηλία, ο οποίος κοντά στο σημείο της ενέδρας είχε χωράφι. Ο Καλογεράκης είχε παντρευτεί την αδερφή του Ηλία, Άρτεμη, με την οποία είχαν αποκτήσει 3 παιδιά, τον Μιχάλη, τον Ηλία και τον Λευτέρη. Άνθρωπος φιλήσυχος μα φλογερός πατριώτης, δέχτηκε με χαρά να προσφέρει τη βοήθειά του, ενημερώνοντας τους άλλους δύο για οποιαδήποτε τυχόν περίεργη κίνηση έπεφτε στην αντίληψή του, στην ευρύτερη περιοχή, περιοχή την οποία γνώριζε καλά αφού σ’ αυτήν ζούσε. Ο Αλεξομανώλης, καθημερινά τις πρωινές ώρες, ήταν στα γραφεία της Γκεστάπο στο Ρέθυμνο και κατά τις 3-4 μετά το μεσημέρι ανέβαινε προς το χωριό του.
Οι δύο άνδρες του ΕΛΑΣ ήταν οπλισμένοι και θεωρητικά ήταν μια καθ’ όλα οργανωμένη επιχείρηση, χωρίς πολλά περιθώρια αποτυχίας. Ωστόσο, η προσπάθειά τους δεν είχε αίσιο τέλος καθώς το εγχείρημα είχε προδοθεί ή τουλάχιστον είχε υποπέσει στην αντίληψη πληροφοριοδότη το γεγονός ότι, οι δύο άνδρες αν και κινήθηκαν στην περιοχή πρωινή ώρα, δεν εθεάθησαν να επιστρέφουν πίσω στα χωριά τους. Για τον λόγο αυτόν, στη συνηθισμένη του έξοδο για το χωριό του ο Αλεξομανώλης, συνοδεύτηκε από αυτοκίνητα γεμάτα με πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες. Σε μικρή απόσταση από το σημείο της ενέδρας ο προδότης κατέβηκε από το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε και προχώρησε πεζός. Ξοπίσω του κι από κοντά οι Γερμανοί.
Ο Νίκος Καλογεράκης το αντιλήφθηκε και έτρεξε να ειδοποιήσει τον Αναστάση και τον Ηλία, αλλά δε πρόφτασε. Όταν πια έφτασε και μετέφερε το μήνυμα είχαν περικυκλωθεί κι οι τρεις για τα καλά. Προσπάθησαν ν’ αντιδράσουν και ν’ αμυνθούν. Η μάχη άνιση. Οι Γερμανοί σκότωσαν επί τόπου τον Ηλία Ανωμεριανάκη, ενώ τους άλλους δύο, τον Αναστάση Βαβαδάκη και τον Νίκο Καλογεράκη τους συνέλαβαν, τους οδήγησαν αρχικά στην Γκεστάπο στο Ρέθυμνο, κι αργότερα στις φυλακές της Φορτέτζας. Κατά την ανάκριση στην Γκεστάπο υποβλήθηκαν σε σκληρά βασανιστήρια. Την ώρα που τους οδηγούσαν στις φυλακές, ο Βαβάς, θαρραλέος όπως πάντα, έκανε ύστατη προσπάθεια απόδρασης. Όμως ελάχιστα μέτρα πριν στρίψει στη γωνία του δρόμου και χαθεί στα στενά της παλιάς πόλης, τον γάζωσαν τα βόλια του ναζιστικού ταχυβόλου. Ειρωνεία της τύχης ή της ατυχίας για τον Βαβά, καθώς λίγες μέρες νωρίτερα είχε διαφύγει ζωντανός μέσα από την κόλαση των πυρών των ναζί στην σπηλιά Κιουμπρά, στο χωριό Μέση. Την επομένη μέρα, ολοκληρώθηκε αυτή η ματωμένη ιστορία των τριών πατριωτών με την εκτέλεση και του Καλογεράκη.
Το ότι ο Ηλίας Ανωμεριανάκης σκοτώθηκε επί τόπου, στο σημείο της συμπλοκής, γεννά κάποια ερωτήματα. Γνώριζαν οι γερμανοί με ποιους είχαν να κάνουν; Γιατί σκότωσαν μόνο των Ανωμεριανό επί τόπου; Μήπως είχαν τέτοια εντολή απ’ τον Αλεξομανώλη; Ή μήπως με το παρουσιαστικό του Ηλία αλλαγμένο τους τελευταίους μήνες εξαιτίας του θανάτου του αδερφού του Κυριάκου, φορώντας μαύρο πουκάμισο και έχοντας αφήσει γενειάδα, και βέβαια σε συνδυασμό με το πάθος του κατά τη συμπλοκή, να προκάλεσε τους γερμανούς στρατιώτες να τον χτυπήσουν θανάσιμα, θεωρώντας τον κατά κάποιο τρόπο αρχηγό της αποστολής;
Επιπλέον να τονιστεί εδώ, ότι τα σενάρια περί ατομικής πρωτοβουλίας των δύο ανδρών είναι παιδαριώδη κι ανυπόστατα. Ο Βαβάς με την τόση εμπειρία που είχε, ποτέ δεν θα έβαζε σε κίνδυνο την αποτυχία μιας ενέργειας. Εξάλλου ο Αλεξομανώλης ήταν ανέκαθεν ένας απ’ τους κύριους στόχους του πυρήνα των ανταρτών του Ρεθύμνου. Για να καταλάβουμε την οργάνωση που επικρατούσε στο Ρέθυμνο και το αδιανόητο μιας τέτοιας ατομικής πρωτοβουλίας, αρκεί να δούμε τι δήλωνε ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης του Καΐρου το 1943, τον προηγούμενο μόλις χρόνο δηλαδή: «Η Οργάνωση της Ρεθύμνης αναγνωρίζεται απ’ όλους σαν η καλύτερη Οργάνωση Αντίστασης της Ελλάδας. Απ’ την υπεύθυνη θέση που έχω γνωρίζω ότι η τάξις και η ασφάλεια που επικρατεί στο Νομό Ρεθύμνης για τους συμμάχους αγωνιστές της Αντίστασης κατά των Γερμανών δεν υπάρχει σε κανένα άλλο μέρος της Ευρώπης».
Και συνέχισε ο κ. Κοπανάκης, λέγοντας: «Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ, αμέσως μετά το θάνατο του τριαντάχρονου Ηλία Ανωμεριανάκη φόρτωσαν το νεκρό του σώμα σ’ ένα μικρό κάρο και το οδήγησαν στο χωριό. Το απόγευμα της 6ης Μαΐου του 1944 κόσμος πολύς συρρέει στον Μαρουλά, στο σπίτι του προέδρου στο κέντρο του χωριού. Η οικογένεια του κλαίει τον δεύτερο νέο άνδρα που χάνει μέσα σε λίγους μήνες. Απαρηγόρητη η έγκυος γυναίκα του, Πηνελόπη, τον κλαίει κρεμασμένη στο πρόχειρο φέρετρο, το οποίο πιο πολύ έμοιαζε με μικρή σκάλα, όπου δε χωρούσε καλά-καλά ο νεκρός και κρέμονταν τα πόδια του. Μετά από λίγο επικράτησε στον χώρο μικρή αναστάτωση. Ομάδα γερμανών κατέφτασε στο σημείο. Βαθμοφόρος γερμανός διάβασε την ανακοίνωση: «Κατόπιν διαταγής του Κ(ρ)έις Κομαντατού(ρ) ο π(ρ)όεδ(ρ)ος του Μα(ρ)ουλά να κηδευτεί άνευ ιε(ρ)έως». Μετά από λίγη ώρα αποχώρησαν οι γερμανοί κι ο θρήνος συνεχίστηκε.
Οι χωριανοί έθαψαν τον Ηλία σ’ ένα πρόχειρο μνήμα. Ωστόσο ο ιερέας του χωριού, ο παπά-Μανώλης Πετουσάκης, μαζί με τους συγγενείς του Ηλία και λίγους χωριανούς, έψαλαν τη νεκρώσιμη ακολουθία γύρω στα μεσάνυχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Μαΐου 1944».