Προσωρινά κρατούμενα κρίθηκαν με ομόφωνη απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα, μετά τις απολογίες τους, τα δυο αδέλφια 24 και 25 ετών από το Άνω Μέρος Αμαρίου, που κατηγορούνται για τη δολοφονία του 63χρονου συγχωριανού τους την περασμένη Κυριακή 1 Ιουλίου.
Έξω από τα δικαστήρια Ρεθύμνου είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν τα δυο αδέλφια αρκετοί συγγενείς του θύματος, φωνάζοντας κατάρες εναντίον τους. Για την αποτροπή επεισοδίων, στον χώρο των δικαστηρίων αλλά και περιμετρικά του κτιρίου υπήρχε ισχυρή αστυνομική δύναμη αποτρέποντας τους συγκεντρωμένους να πλησιάσουν την είσοδο του δικαστικού μεγάρου. Οι δυο κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν από τα κρατητήρια του Α.Τ. Ρεθύμνου στα δικαστήρια συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης που είχε κάνει κλοιό γύρω τους, ενώ κατά την αποχώρησή τους στο τέλος των απολογιών τους εξήλθαν των δικαστηρίων από άλλη έξοδο για να μην έρθουν ούτε σε οπτική επαφή μαζί τους οι συγγενείς του θύματος, που τους περίμεναν.
Κατά την απολογία του ο 24χρονος, που είναι αντιμέτωπος με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και της απόπειρας ανθρωποκτονίας (για τον τραυματισμό από σφαίρα του 24χρονου Αλβανού, συνεπιβάτη του θύματος), ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ευθύνη της δολοφονίας και όπως και κατά την αστυνομική προανάκριση, υποστήριξε ότι βρέθηκε σε άμυνα. Αρνήθηκε ότι έστησε ενέδρα στον 63χρονο και φέρεται να ισχυρίστηκε πως κατόπιν ενός διαπληκτισμού για κτηματικές διαφορές, που είχαν μεταξύ τους νωρίτερα την Κυριακή, έξω από το χωριό Άνω Μέρος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του συναντήθηκε και πάλι σε σημείο στην είσοδο του χωριού με το θύμα, το οποίο οδηγούσε επίσης το αυτοκίνητό του.
Όπως φέρεται να ανέφερε ο δράστης, σταμάτησαν τα οχήματα τους και οι δυο και διαπληκτίστηκαν ξανά. Εκείνος κατέβηκε από το αυτοκίνητο του και πλησίασε πεζός το όχημα του 63χρονου, προκειμένου να του ζητήσει τον λόγο για το περιστατικό του διαπληκτισμού που είχε σημειωθεί νωρίτερα μεταξύ τους. Έσπασε το τζάμι του οδηγού με μια μαγκούρα, όπως είπε, με πρόθεση να του μιλήσει. Τότε, όπως υποστήριξε ο δράστης, το θύμα όπλισε μια καραμπίνα που κρατούσε και την έστρεψε εναντίον του για να τον πυροβολήσει. Προκειμένου να αμυνθεί και να προστατεύσει τη ζωή του, όπως ισχυρίστηκε ο 24χρονος, πυροβόλησε εκείνος πρώτος με το όπλο του εναντίον του συγχωριανού του πριν προλάβει να τον πυροβολήσει αυτός.
Ο 24χρονος δράστης επέμεινε πως δεν είχε σχεδιάσει το έγκλημα, υποστήριξε πως η πράξη του δεν ήταν πράξη αντεκδίκησης, λόγω των χρόνιων διαφορών της οικογένειας του με την οικογένεια του θύματος, αλλά ήταν μια αντίδραση της στιγμής για την οποία έχει μετανιώσει.
«Δεν είχα σκοπό να πυροβολήσω ή να σκοτώσω το θύμα, αλλιώς αφού διαπληκτιστήκαμε και πριν σπάσω με τη μαγκούρα το παράθυρο θα είχα χρησιμοποιήσει το όπλο. Όταν έστρεψε την καραμπίνα πάνω μου και τον είδα να οπλίζει, ενστικτωδώς τον πυροβόλησα με το όπλο που είχα στη μέση μου και ως εκείνη τη στιγμή δεν το είχα βγάλει. Είμαι συντετριμμένος, μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση του και να μην υπήρχε αυτό το αποτέλεσμα. Παρά τις διαφορές που είχαμε λυπάμαι βαθύτατα» ανέφερε ο δράστης.
Ο δράστης υποστήριξε ότι ο 25χρονος αδελφός του δεν συμμετείχε στο έγκλημα κι ότι έφτασε στο σημείο όταν ο ίδιος είχε ήδη πλέον πυροβολήσει το θύμα.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο 25χρονος, που κατηγορείται για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία, κατά την απολογία του αρνήθηκε κατηγορηματικά την εμπλοκή του στο έγκλημα. Υποστήριξε πως όχι μόνο δεν συμμετείχε αλλά κι ότι δεν ήταν καν παρών όταν ο αδελφός του πυροβόλησε και σκότωσε τον 63χρονο συγχωριανό τους.
Οι δικηγόροι Ηρακλείου Διονύσης Βέρρας και Ρεθύμνου Γιώργος Παγώνης, εκπροσωπώντας την οικογένεια του θύματος που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, σχολιάζοντας την απόφαση του ανακριτή για προσωρινή κράτηση των δυο αδελφών, δήλωσαν:
«Η επιβολή της προσωρινής κράτησης για τους δύο κατηγορούμενους αδερφούς είναι το ελάχιστο που μπορούσε να γίνει σε αυτό το στάδιο για την οικογένεια του αδικοχαμένου Μ. Τζίτζικα. Όσον αφορά τις συνθήκες της δολοφονίας του από τα πρώτα κιόλας στοιχεία της δικογραφίας που σχηματίστηκε κατά την αστυνομική προανάκριση προκύπτει ξεκάθαρα ότι πρόκειται για προσχεδιασμένη, απόλυτα οργανωμένη συνεκτέλεση του θύματος από τους δύο αδερφούς. Τον παγίδευσαν, τον εγκλώβισαν και τον εκτέλεσαν ελάχιστα μέτρα από το σπίτι του, σε έναν χωματόδρομο πλάτους περίπου 2,5 μέτρων και ενώ ο ένας αδερφός από πίσω με το αυτοκίνητο του εμπόδιζε τη διαφυγή του με οπισθοπορεία, ο άλλος από μπροστά και την αντίθετη κατεύθυνση ακινητοποίησε το αυτοκίνητο του και τον εκτέλεσε με τρεις σφαίρες, η πρώτη στο κεφάλι εξ επαφής».
Παράλληλα οι δυο δικηγόροι επεσήμαναν τη διαφωνία της πολιτικής αγωγής σε σχέση με τη δίωξη που ασκήθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο, για απλή συνέργεια, λέγοντας ότι τη θεωρούν εσφαλμένη. ««Η άποψη της πολιτικής αγωγής σε σχέση με τον νομικό χαρακτηρισμό στην πράξη του δεύτερου κατηγορούμενου που έχει δοθεί από τον εισαγγελέα, κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης, ήτοι απλή συνέργεια τόσο στην τετελεσμένη όσο και στη μη τετελεσμένη δολοφονία (απόπειρα), είναι κατά την άποψη μας, εσφαλμένη» ανέφεραν ενώ ο κ.Βέρρας πρόσθεσε:«Πιστεύω ακράδαντα ότι θα πείσουμε τόσο το δικαστικό συμβούλιο όσο και το δικαστήριο αύριο ότι ο νομικός χαρακτηρισμός που αρμόζει στον 2ο κατηγορούμενο, δεν είναι του απλού συνεργού αλλά του άμεσου συνεργού γεγονός που θα τον εξισώσει από άποψη επαπειλούμενης ποινής με τον πρώτο κατηγορούμενο αυτουργό».
.
.
Τι αναφέρει ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος
Στην κατάθεση του ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος, ο 24χρονος Αλβανός υπήκοος, ο οποίος εργαζόταν ως βοσκός για το 63χρονο θύμα και ήταν συνεπιβάτης του στο όχημα, τη στιγμή που δολοφονήθηκε, αναφέρει ότι όντως στις 12 περίπου το μεσημέρι της Κυριακής ενώ ήταν μαζί με το θύμα στα πρόβατα, έξω από το χωριό Άνω Μέρος, ο 63χρονος διαπληκτίστηκε με τον 24χρονο. Ο δεύτερος ήταν σε κοντινό σημείο σε κουρά προβάτων και ενοχλήθηκε επειδή ο 63χρονος σφύριζε στα πρόβατα του και του ζήτησε τον λόγο. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο 63χρονος μη θέλοντας να σημειωθεί σοβαρότερο επεισόδιο είπε στον ίδιο να φύγουν, κάτι που έκαναν αμέσως επιβιβαζόμενοι στο όχημα του θύματος.
Σύμφωνα πάντα με την κατάθεση του μάρτυρα, κινούμενοι με κατεύθυνση το χωριό, ο ίδιος αντιλήφθηκε ένα όχημα να τους ακολουθεί. Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού, όπως αναφέρει, ένα άλλο όχημα βρέθηκε μπροστά τους, ο οδηγός του κατέβηκε και πήγε προς το δικό τους όχημα, το οποίο υποχρεωτικά είχε ακινητοποιηθεί διότι ήταν στενός ο δρόμος. Έσπασε με μια κατσούνα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του 63χρονου και στη συνέχεια έσπασε και το τζάμι της πόρτας του οδηγού ρωτώντας τον ταυτόχρονα «γιατί ήρθες εκεί;» εννοώντας το προηγούμενο σημείο συνάντησης τους. Ο 63χρονος του απάντησε «καλά, δεν θα ξανάρθω», θεωρώντας ίσως πως θα ηρεμήσουν τα πράγματα. Όμως, σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο δράστης ξαφνικά τράβηξε από τη μέση του ένα όπλο και πυροβόλησε τρεις φορές εναντίον του 63χρονου, μια στο κεφάλι και δυο στο σώμα.
Ο 24χρονος μάρτυρας, όπως έχει καταθέσει, πανικόβλητος άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου κι έπεσε κάτω να προφυλαχτεί και τότε ένιωσε ένα πόνο στην πλάτη αλλά δεν κατάλαβε τι ήταν. Πέφτοντας κάτω είδε τον δράστη να απομακρύνεται με το αυτοκίνητο του και ένα ακόμα όχημα που βρισκόταν πίσω από το αμάξι του θύματος είδε επίσης να απομακρύνεται. Σηκώθηκε, κοίταξε τον 63χρονο και είδε πως ήταν βαριά χτυπημένος, τότε συνειδητοποίησε πως είχε χτυπηθεί και ο ίδιος αλλά βρήκε τη δύναμη και περπάτησε μέχρι το καφενείο του χωριού και ζήτησε βοήθεια.