Το ποσοστό των Ελληνόπουλων που καπνίζουν μειώθηκε τα τελευταία χρόνια, ωστόσο φέρονται να στράφηκαν σε δυο άλλες αρνητικές συνήθειες: στο αλκοόλ και στον τζόγο.
Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα στην οποία συμμετείχαν 3.202 μαθητές, ηλικίας 15-16 ετών, από 175 λύκεια της χώρας, που καταγράφει τη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις των 16χρονων μαθητών, σχετικά με ουσίες όπως ο καπνός, τα οινοπνευματώδη, η χρήση του διαδικτύου και ο τζόγος, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιοποιήθηκαν χθες, στη Λισαβόνα, οι έφηβοι στη χώρα μας μείωσαν το κάπνισμα, παρ’ ότι βρίσκουν εύκολα τσιγάρα, αλλά αύξησαν την κατανάλωση αλκοόλ, που το ξεκινούν ακόμη και από τα 13 τους χρόνια.
Παράλληλα ο τζόγος φέρεται να γίνεται «αγαπημένο σπορ» των εφήβων μας καθώς διπλάσιοι Έλληνες μαθητές δηλώνουν ότι έχουν στοιχηματίσει στο διαδίκτυο ή σε άλλους χώρους στοιχηματισμού, σε σχέση με παιδιά ίδιας ηλικίας στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Έτσι η Ελλάδα σύμφωνα με την έρευνα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στον στοιχηματισμό/τζόγο στους 16χρονους με (υπερ)διπλάσιο ποσοστό από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Σε σχέση με το κάπνισμα, συγκριτικά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, στη χώρα μας παρατηρούνται χαμηλότερα ποσοστά 15- 16χρονων μαθητών που έχουν καπνίσει, έστω και μία φορά σε όλη τους τη ζωή. Τα ποσοστά του πρόσφατου και του καθημερινού καπνίσματος κυμαίνονται στη χώρα μας στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης χαμηλότερα ποσοστά πρώιμης (σε ηλικία κάτω των 13) δοκιμής του πρώτου τσιγάρου και έναρξης του συστηματικού καπνίσματος.
Σε ότι αφορά τα οινοπνευματώδη ποτά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι έφηβοι στην Ελλάδα έχουν τα υψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης οινοπνευματωδών σε σύγκριση με τους έφηβους των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Τα στοιχεία της έρευνας τοποθετούν επίσης τη χώρα μας σχετικά υψηλότερα και ως προς την υπερβολική, ανά περίσταση, κατανάλωση αλκοόλ. Υψηλότερο ποσοστό Ελληνόπουλων όμως θεωρούν «εύκολη» και την πρόσβαση σε οινοπνευματώδη ποτά.
Η Ελλάδα, αντίθετα, παρουσιάζει χαμηλότερα ποσοστά σε όλους τους δείκτες που αφορούν τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, την ηλικία έναρξης και την πρόσβαση στις ουσίες, συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εξαίρεση αποτελούν τα υψηλότερα ποσοστά στη χώρα μας στη χρήση εισπνεόμενων ουσιών και στις αντιλήψεις για «εύκολη» πρόσβαση στα ηρεμιστικά/υπνωτικά φάρμακα.
Η πανευρωπαϊκή έρευνα ESPAD υλοποιήθηκε το 2015 σε 35 ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα, συμμετέχει στο ερευνητικό αυτό πρόγραμμα μέσω του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ). Όπως τονίζει η ομότιμη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας Α. Κοκκέβη: «Η αλματώδης αύξηση των τεχνολογιών και η διείσδυσή τους στους νέους φαίνεται να απειλεί με επιπρόσθετους κινδύνους αυτόν τον ευάλωτο πληθυσμό. Τα ευρήματα της έρευνας ESPAD θέτουν προκλήσεις στις ευρωπαϊκές χώρες -και ιδιαίτερα και στη χώρα μας- τις οποίες οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη και να αναπτύξουμε εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης».