Πέρα από τα κοινά για όλες τις περιοχές της χώρας μας έθιμα, υπάρχουν και κάποια ιδιαίτερα και ξεχωριστά για κάθε τόπο.
Ας δούμε πως υποδέχονται τον καινούργιο χρόνο, οι Έλληνες σε διάφορα μέρη στην χώρα μας:
Αγαπημένο έθιμο των Ελλήνων τις μέρες της Πρωτοχρονιάς είναι να δοκιμάζουν την τύχη τους. Εκτός από το κρατικό Λαχείο, υπάρχει επίσης η χαρτοπαιξία και τα ζάρια σε καφενεία, λέσχες και σπίτια.
Στα σπίτια είναι έθιμο να παίζονται χαρτιά το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου. Τα ποσά συνήθως είναι χαμηλά, τέτοια που να προσφέρουν απλά μια φιλική διασκέδαση χωρίς να στενοχωρούν τους χαμένους.
Το κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κρόνου, που λατρεύονταν στην Ελλάδα και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίττες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας…
Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το ίδιο έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, κόβεται η βασιλόπιτα. Όταν έρθει η ώρα για το κόψιμο της πίτας, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια. Ο αρχηγός της οικογένειας αρχίζει με επισημότητα το κόψιμο της πίτας. Πρώτο κομμάτι του Χριστού, μετά του σπιτιού, κι ύστερα των παρευρισκόμενων. Σ’ όποιου το κομμάτι βρεθεί το νόμισμα, εκείνος θα είναι και ο τυχερός της χρονιάς!
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο.
Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, με την λογική ότι τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.
Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Συνήθως πρόκειται για τα εγγόνια ή τα ανίψια.
Μερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μια κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιγνίδια.
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι. Μετά τη Μεγάλη Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς το πετούσαν με δύναμη στο κατώφλι για να σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έλεγαν: «Χρόνια Πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!». Το έθιμο του ροδιού της πρωτοχρονιάς διατηρείται και σήμερα. Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος, πολλές οικογένειες στην εξώπορτα του σπιτιού πετάνε και σπάνε ένα ρόδι και μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το δεξί πόδι κάνοντας το ποδαρικό, ώστε ο καινούργιος χρόνος να τα φέρει όλα δεξιά, καλότυχα.
Πρωτοχρονιά με μπουγάτσα στην Κρήτη
Κάθε χρόνο η Πρωτοχρονιά στην Κρήτη συνοδεύεται από μεγάλη κατανάλωση μπουγάτσας. Για το σκοπό αυτό, στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, κυρίως στο Ηράκλειο, στήνονται υπαίθριοι πάγκοι και προσφέρεται άφθονη μπουγάτσα για να είναι γλυκιά η πρώτη γεύση που θα πάρουν οι κάτοικοι του νησιού.
Εκτός από την βασιλόπιτα, οι γυναίκες της Σάμου φτιάχνουν και την «προβέντα». Πρόκειται για ένα πιάτο με γλυκά που «κρίνει» τη νοικοκυροσύνη της Σαμιώτισσας. Απαραίτητο «συστατικό» κάθε σπιτιού είναι το σπάσιμο του ροδιού και το σκόρπισμα των σπόρων του ώστε να γεμίσει το σπίτι ευτυχία και υγεία, ενώ οι τυχεροί που θα κάνουν ποδαρικό, παίρνουν τα «μπουλιστρίνα», το γνωστό σε όλους μας χαρτζιλίκι.
Πρόκειται για ένα πολύ παλιό έθιμο κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι κάθονται γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.
Ένα πολύ παλιό έθιμο, προερχόμενο από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας: τα αγόρια που θα φύγουν στρατιώτες τη νέα χρονιά, συγκεντρώνουν μεγάλες στοίβες από ξύλα στην πλατεία. Την παραμονή ανάβουν μια μεγάλη φωτιά και ψέλνουν τα κάλαντα. Με το που ο δείκτης δείξει δώδεκα, ξεκινά το παραδοσιακό γλέντι με τσίπουρο και γλυκά. Σε άλλες περιοχές της Καβάλας, το μικρότερο μέλος της οικογένειας μεταφέρει μια πέτρα στο εσωτερικό του σπιτιού για να είναι στέρεο και γερή η οικογένεια, ενώ τα μικρότερα παιδιά κάνουν «ποδαρικό» σε όλα τα σπίτια του κάθε οικισμού, μπαίνοντας με το δεξί. Για την καλή τύχη που φέρνουν, ανταμείβονται από τους ιδιοκτήτες με δώρα και γλυκά.
Με ρίζες από τον Πόντο, οι «Μωμόγεροι» αναβιώνουν κάθε χρόνο στους Σιταγρούς και στα Πλατανιά της Δράμας. Πρόκειται για ένα είδος λαϊκού παραδοσιακού θεάτρου, όπου οι πρωταγωνιστές μιμούνται γεροντικά πρόσωπα, εξ ου και η ετυμολογία της λέξης «μωμόγερος» από το μίμος+ γέρος.
Οι οικογένειες ανοίγουν φύλλο και παρασκευάζουν μια πίτα με πράσο, κιμά και μπαχαρικό κύμινο. Η πίτα ψήνεται σε παραδοσιακό ταψί, το οποίο ονομάζεται «σινί».
Τα έθιμα σχετικά με την Πρωτοχρονιά διέφεραν από τόπο σε τόπο.
Έθιμα όμορφα κι απλά, που χαρακτήριζαν κάθε τόπο, οι κάτοικοί τους τιμούσαν μ’ αυτά τις γιορτές τους και τις παραδόσεις τους, ενώ παράλληλα διασκέδαζαν και περνούσαν χαρούμενες στιγμές. Τα περισσότερα από τα έθιμα αυτά έχουν μπει πλέον στο περιθώριο από τη «νεοκολτούρα» της εποχής μας και τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» και μόνο σε μικρές κοινωνίες μπορεί κανείς να συναντήσει σήμερα εστίες αντίστασης και διατήρησης κάποιων εθίμων, ενώ κάποιες φιλότιμες προσπάθειες για αναβίωσή τους, γίνεται και από πολιτιστικούς και λαογραφικούς συλλόγους.
Ας δούμε τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα που επικρατούσαν στην Κρήτη όπως καταγράφονται στο βιβλίο «Ήθη και έθιμα της Κρήτης» του Βασίλη Χαραλαμπάκη – εκδόσεις «Σμυρνιωτάκης». Πολλά απ’ αυτά έχουν ατονήσει κάποια άλλα όμως, επικρατούν ακόμα και σήμερα.
Σε όλο το νησί, τηρούνταν αυστηρά οι πρωτοχρονιάτικες συνήθειες. Ποιος θα κάμει το ποδαρικό, ποιος θα κάμει την «καλή χέρα» κ.λ.π.
Στα χωριά παραμονές της πρωτοχρονιάς γίνονταν ορισμένες προετοιμασίες. Οι νοικοκυρές ζύμωναν τα λεγόμενα εφτάζυμα με σταρένιο αλεύρι, κουλουράκια με γάλα, τα οποία προσέφεραν στους επισκέπτες ή τα έστελναν με άλλες λιχουδιές μαζί ως «καλή χέρα».
Εκτός από τα χάσικα (κατάλευκα) γαλακτερά κουλουράκια, που έφτιαχναν οι γυναίκες της Κρήτης την Πρωτοχρονιά, έκαναν και τα λουκούμια της ζύμης. Τα χάσικα κουλουράκια ζυμώνονταν με γάλα, γι’ αυτό και πήραν την ονομασία αυτή. Είναι γλυκά και κατάλευκα. Τα κουλουράκια αυτά πασπαλισμένα με άσπορο σησάμι και σκαλιστά επάνω (με διάφορα σχέδια) προσφέρονταν στους επισκέπτες και στέλνονταν στα βαφτιστήρια ως «καλή χέρα» με άλλες λιχουδιές.
Έφτιαχναν επίσης με ζυμάρι λουκούμια, τα λεγόμενα λουκούμια της ζύμης, που έχουν το μέγεθος του μέτριου λουκουμιού που πουλούν στα ζαχαροπλαστεία. Τα έψηναν σε κατσαρόλα μέσα σε μπόλικο λάδι. Όταν ροδίζανε, τα έβγαζαν και τα έβαζαν σε τρυπητό για να στραγγίξουν, τους ρίχνανε σησάμι, τα μελώνανε και τα σέρβιραν στους επισκέπτες με ρακή.
Σε κάθε λουκούμι, πριν το ψήσιμο, χάρασσαν ένα Χ, που σημαίνει Χριστός ή ένα Β που σημαίνει Άγιος Βασίλης.
Οι γεωργοί έβαζαν ορισμένα από τα ζώα τους μέσα στο σπίτι τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς και τα τάιζαν. Τους έδιναν αρακά βρεγμένο και άχυρο. Συνήθως έβαζαν την αίγα, το πρόβατο και το μοσχάρι. Αυτά έκαναν και το ποδαρικό.
Στην αυλή έριχναν σπόρους για τα πουλιά και λέγανε:
«Φάτε πουλιά χορτάσετε, μη φάτε τη σοδειά μου».
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς πήγαιναν όλοι στην εκκλησία. Από την προηγούμενη μέρα κρεμούσαν στην πόρτα μια αγριοκρεμμύδα, σύμβολο καρποφορίας.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά επισκέπτονταν τους συγγενείς τους, παππού, γιαγιά, θείους και θείες, το νονό και τη νονά και τους πήγαιναν την «καλή χέρα».
Μέσα σε μια άσπρη πετσέτα η μητέρα έβαζε λιχουδιές, κουλουράκια, φιστίκια, καρύδια, τα οποία προσέφεραν, στους παραπάνω. Εκείνοι τους έδιναν χρήματα και διάφορες λιχουδιές, τις οποίες έβαζαν στην ίδια πετσέτα. Τα παιδιά είχαν ετοιμάσει ένα μικρό υφασμάτινο σακουλάκι, για να βάζουν μέσα τα χρήματα που τους έδιναν.
Τα παιδιά των χωριών αλλά και της γειτονιάς στις πόλεις γίνονταν παρέες-παρέες, πήγαιναν σε συγγενικά σπίτια, όπου τα καλοδέχονταν και λέγανε τα κάλαντα:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά…
Αυτός που έμπαινε πρώτος στο σπίτι από τα μέλη της οικογένειας, που συνήθως ήταν ο οικοδεσπότης, κρατούσε μια εικόνα, την οποία είχε πάει πριν από μέρες στην εκκλησία για να λειτουργηθεί και τη έβαζε μέσα στο σπίτι για να κάνει το ποδαρικό. Έπειτα έμπαιναν τα μέλη της οικογένειας. Ο ξένος που έμπαινε πρώτος μέσα στο σπίτι έμπαινα με το δεξί πόδι και έλεγε:
Σας εύχομαι καλή χρονιά με το δεξί μου μπαίνω.
πράμα μη με κεράσετε, δε θέλω να παχαίνω.
Έτη πολλά να ζήσετε, αφέντες κι αφεντάδες,
τα οζά σας να πληθύνουνε να γίνετε λεφτάδες.
Στα χωριά του Λασιθίου επικρατούσαν διαφορετικά έθιμα ως προς το ποδαρικό.
Ο ξένος που έκανε το ποδαρικό έβγαζε το καπέλο του, για να δείξει το σεβασμό του και την εκτίμησή του στην οικογένεια και χτυπούσε το μπαστούνι του, για να διώξει τα κακά πνεύματα που τον ακολουθούσαν. ‘Έπειτα φιλούσε το χέρι της οικοδέσποινας και ασπαζόταν τους υπόλοιπους, καθόταν και περίμενε το κέρασμα. Πριν τον κεράσουν έλεγε:
Χαρά στην όμορφη, χαρά στην περιστέρα,
ευχές καλοδεχούμενες σκορπάω στον αέρα
Προτού να πούμε άλλες ευχές φέρτε κρασί να πιούμε,
για να πιαστούνε οι ευχές κι απόι να τα πούμε.
Στα χωριά της Μεσσαράς, αυτός που έκανε το ποδαρικό κρατούσε μαζί του μια πέτρα, την έβαζε στη μέση του σπιτιού, καθόταν επάνω και έλεγε:
Καλημέρα στην αφεντιά σας, καλή κι αγία αρχιμηνιά.
Κάνετε το κολάι σας, φέρτε να πιούμε μια.
Και συνέχιζε:
Κλου-κλου στις όρνιθές σας, στ ‘ αρνιά σας
και στα ρίφια σας, να κλωσήσει η όρνιθά σας,
να γεννήσει η αίλιά σας, να προκόψουν τα παιδιά σας,
ν’ αυγατίσουν τα μαρτιά σας,
αρνιά και ρίφια θηλυκά και κοπέλια αρσενικά.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι άνθρωποι απείχαν από κάθε εργασία και από κάθε κακή πράξη. Γιατί πίστευαν πως ότι έκαναν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς θα γίνεται όλη τη χρονιά.
Οι άντρες δημιουργούσαν παρέες γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, τρώνε, πίνουν και ανταλλάσσουν ευχές.
Την ταχινή που ξύπνησα είδα καλό σημάδι,
να ξεχαστούν οι πίκρες μας ξεφάντωση ως το βράδυ,
κι ύστερα να χωρίσουμε γλυκά να φιληθούμε
του χρόνου σαν και σήμερα ετσά ν ‘ ανταμωθούμε.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η οικοδέσποινα της οικογένειας πήγαινε στη βρύση, γέμιζε το σταμνί νερό και επέστρεφε στο σπίτι της. Αν συναντούσε άνθρωπο στο δρόμο και της μιλούσε, αυτή δε μιλούσε, γιατί κουβαλούσε αμίλητο νερό. Όταν έφτανε στο σπίτι, έχυνε το νερό της στάμνας στο κατώφυλλο της πόρτας και έλεγε:
Ως τρέχει τούτο το νερό τση βρύσης το κουτούτο,
ετσά να τρέξουν τα καλά στ’ αρχοντικό ετούτο.
Κρητική παραλλαγή από το τραγούδι της Καππαδοκίας:
Ταχιά, ταχιά ‘ν’ αρχιμηνιά, ταχιά ‘ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ‘ν’ όπου προπάτηξεν ο Κύριος στον κόσμο.
Κι εβγήκεν κι εχαιρέτηξεν όλους τους ζευγολάτες.
Ο πρώτος που χαιρέτηξεν ήταν ο Άγιος Βασίλης.
«Καλώς τα κάνεις Βασιλιό, καλό ζευγάριν έχεις».
«Καλό το λες αφέντη μου καλό κι ευλογημένο
όπου το βλόγα η χάρη σου με το δεξί σου χέρι.
Το μαύρο και το μελισσό που ‘ναι στεφανοκέρι».
«Πευκένιο ‘ναι το αλέτρι σου, δαφνένιος ο ζυγός σου,
τα πανωζεύλια του ζυγού, βασιλικού κλωνάρι».
«Πες μου να ζήσεις, Βασιλιό, πόσα μουζούρια σπέρνεις;»
«Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε
ταγή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο σταύλο.
Μα ‘λήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
μουζούρια στάριν έσπειρα με το πλατύ πινάκι,
κι εκειά το ‘νεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
στένω πλακάκια για λαγούς βροχάδες για περδίκια,
μηδέ λαγούδια έπιασα μηδ ‘ έρημα περδίκια
κι επέρασα κι αλώνευγα κι ήκαμα χίλα μόδια
και τ’ αποκοσκινίδια μουχίλια και πεντακόσια
και τ’ άλλα δεν εμέτρησα, γιατί ο Χριστός επέρνα.
Και ‘κειά που στάθηκε ο Χριστός, χρυσό δεντρί εβγήκεν
και ‘κειά που παραπάτησεν, όρια πανώρια βρύση,
και παν οι πέρδικες να πιουν με όλα τα πουλάκια.