Το κυνήγι της τύχης με το πρόσχημα της παράδοσης απασχολούσε ανέκαθεν τις κοινωνίες μικρές και μεγάλες.
Πόσες ελπίδες δεν μαράθηκαν στην πράσινη τσόχα και πόσα παιδιά δεν έμειναν νηστικά γιατί τα χρήματα που προορίζονταν για ψώνια θυσιάστηκαν στον τζόγο.
Η κοινωνική αυτή «μάστιγα» δεν άφησε μόνο στην ψάθα κόσμο και κοσμάκη αφανίζοντας τεράστιες περιουσίες σε λίγες μόνον ώρες, αλλά ήταν ηθικός αυτουργός και για εγκλήματα ακόμα.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα που μας δίνει μια είδηση στο «Νέο Ραδάμανθυ» παραμονή πρωτοχρονιάς του 1884.
Μεσάνυχτα σε καταγώγιο της πόλης του Ρεθύμνου, ξέσπασε καυγάς μεταξύ θαμώνων που έπαιζαν «31». Κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς ένας έβγαλε μαχαίρι και τραυμάτισε βαριά τον αντίπαλό του. Μέχρι να καταλάβουν και οι άλλοι τι συνέβη ο μαχαιρωμένος άφησε την τελευταία του πνοή. Ο δράστης σοκαρισμένος από τη συνειδητοποίηση της πράξης του δεν έκανε ούτε βήμα μέχρι που έφθασε επί τόπου ο διοικητής της αστυνομίας, Δημήτριος Βαγιόνης, και τον οδήγησε στο κρατητήριο.
Η χαρτοπαιξία ήταν αφορμή να καταλήξουν …στον «άσσο» πολλοί γιατί δεν ήταν πάντα φιλική η θεά τύχη με όλους.
Ένας φλογερός κήρυκας της ηθικής
Αυτές τις τάσεις αυτοκαταστροφής προσπαθούσαν, με την ανάπτυξη πνευματικού έργου, να θεραπεύσουν σημαντικοί Ρεθεμνιώτες των Γραμμάτων και Τεχνών, όπως ο καθηγητής Νίκος Παλιεράκης.
Να θυμίσουμε ότι αναφερόμαστε στο σπουδαίο εκείνο Ρεθεμνιώτη, που με την πένα και το λόγο του κατακτούσε τους πάντες.
Αυτόν αναφέρει παραμονές Πρωτοχρονιάς, του 1884 ο «Νέος Ραδάμανθυς» με αφορμή μια διάλεξή του περί ηθικής που έδωσε στις φυλακές Ρεθύμνου.
Το γεγονός επαινείται από την εφημερίδα, που μας αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι τη διάλεξη παρακολούθησαν και όλες οι τοπικές αρχές.
Και στον τομέα αυτό ο Νικόλαος Παλιεράκης αποδεικνύει το προοδευτικό του πνεύμα. Για τους κώδικες ηθικής εκείνων των καιρών ήταν αιτία κοινωνικής απομόνωσης και μόνο η επαφή με φυλακισμένους. Φανταζόμαστε επομένως το κύρος του σπουδαίου αυτού ανδρός, που όχι μόνο οι πρωτοβουλίες του είχαν τη γενική επιδοκιμασία, αλλά τον ακολουθούσαν και οι αρχές που δικαίως τον τιμούσαν ιδιαίτερα.
Μια αξέχαστη Πρωτοχρονιά
Η Πρωτοχρονιά του 1937 έμεινε αξέχαστη σε μερικές «τυχερές» κυρίες που χάρισαν μια νύχτα αξέχαστη σε μια ομάδα γλεντζέδων χωρίς μάλιστα να προσφέρουν τις συνήθεις υπηρεσίες τους.
Μια δεκαριά νέοι της εποχής, επιστήμονες, διανοούμενοι, απόλυτα «καθώς πρέπει» κοντολογίς, αποφάσισαν να το «ρίξουν έξω» στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.
Εκείνη την εποχή αναφέρει ο Παπαδάκις, υπήρχαν δώδεκα κακόφημα σπίτια στο Ρέθυμνο.
Τρία ήσαν στην οδό Χειμάρρας. Εκεί έμεναν γυναίκες «ελευθερίων ηθών» από μια στο καθένα με την υπηρεσία της.
Η κυρία του «σπιτιού» είχε το δικαίωμα της επιλογής. Δεν δεχόταν τον καθένα. Και η υπηρεσία της είχε αποκλειστικό καθήκον μόνο την καθαριότητα.
Στα άλλα εννιά, υπήρχαν κοπέλες από δυο και πάνω με την διευθύντρια του σπιτιού. Οι κοπέλες δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής του «πελάτη». Δούλευαν υποχρεωτικά. Η διευθύντριά τους δεχόταν όταν είχε κέφι. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να ασκήσει το «αρχαιότερο επάγγελμα».
Όλα τα σπίτια πάντως είχαν μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα και δεν θύμιζαν σε τίποτα καταγώγια. Εξυπηρετούσαν, βλέπετε, καθώς πρέπει κυρίους που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στην εφήμερη χαρά του απαγορευμένου. Τυχόν «έκτροπα» ήταν σπανιότατα, καθώς υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος από την αστυνομία που είχε την παράδοση από τους Ιταλούς διοργανωτές της Κρητικής Χωροφυλακής. Και η ιατρική επιθεώρηση ήταν καθημερινή ρουτίνα. Απόλυτα προστατευμένοι επομένως οι κύριοι της εποχής απολάμβαναν τις απαγορευμένες τους αποδράσεις.
Στο κλίμα αυτό οι νεαροί της ιστορίας μας, δέκα τον αριθμό, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις άπαντες, και τακτικότατοι επισκέπτες των σπιτιών που προαναφέραμε αποφάσισαν να υποδεχτούν τον νέο χρόνο συντροφιά με μερικές από τις κυρίες που θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν και μια βραδιά αλλιώτικη από τις άλλες.
Διάλεξαν ακριβοδίκαια τα πρόσωπα που ήταν ακριβώς εννιά. Οι τρεις ήταν οι κυρίες της οδού Χειμάρρας άλλες τρεις ήταν «διευθύντριες» και οι υπόλοιπες κοπέλες διαφόρων σπιτιών.
Προς αναζήτηση χώρου
Ο χώρος που επέλεξαν ήταν ένα παλιό εξοχικό, ιδιοκτησία, πασίγνωστου Ρεθεμνιώτη παράγοντα, που ήταν ιδανικό για την περίσταση, λόγω απόστασης από το κέντρο της πόλης. Κανόνισαν να το κλείσουν εγκαίρως χωρίς να αναφερθούν σε περισσότερες λεπτομέρειες. Φρόντισαν επίσης και για τα εδέσματα να είναι εκλεκτά και άφθονα. Ήταν όλα έτοιμα λίγο πριν από την παραμονή. Ευτυχώς οι ίδιοι δεν είχαν να δώσουν εξηγήσεις στο οικείο περιβάλλον τους. Ήταν ανεξάρτητοι εντελώς. Γι’ αυτό και απολάμβαναν τις χαρές της νιότης τους με προσοχή πάντα και χωρίς να προκαλούν. Η θέση και η επιστήμη τους υποχρέωναν να δίνουν μια εξαιρετική εικόνα στην κοινωνία που ζούσαν. Έδιναν προτεραιότητα σε αξίες και κοινωνική αγωγή. Έτσι έχαιραν οι πάντες σεβασμού και υπόληψης. Για μια βραδιά θα έκαναν τη δική τους, σε αξιοπρεπή πάντα πλαίσια, εκτροπή. Και τι έγινε; Είχαν κάθε δικαίωμα. Σαν νομοταγείς πολίτες πάντως ενημέρωσαν και την αστυνομία για την πρωτότυπη ψυχαγωγία τους εξασφαλίζοντας και την τυπική άδεια αποκλειστικά για τη βραδιά εκείνη.
Η αγωνία να πετύχει η βραδιά δεν άφηνε και τους δέκα οικοδεσπότες να ησυχάσουν.
Από τις οκτώ μαζεύτηκαν όλοι και καθισμένοι τριγύρω από το τεράστιο τραπέζι που ήταν στο κέντρο της αίθουσας, τα «κουτσόπιναν» περισσότερο για να καταλαγιάσουν το άγχος τους. Κάποια στιγμή σταμάτησαν δυο αυτοκίνητα έξω από το σπίτι και σε λίγο έμπαιναν και οι κυρίες η μια πιο εντυπωσιακή από την άλλη. Καμιά σχέση με τις επιμελώς ατημέλητες γυναίκες που υποδέχονται τους νεαρούς άλλες βραδιές.
Αιθέριες υπάρξεις
Όλες ήταν κομψότατες στα καλοραμμένα ταγιέρ και φορέματα που φορούσαν, με τα ανάλογα κοσμήματα και αξεσουάρ, το προσεγμένο χτένισμα και μακιγιάζ, έτσι που να δημιουργείται η αίσθηση ότι γινόταν σουαρέ σε κοσμικό σαλόνι της υψηλής αριστοκρατίας. Οι οικοδεσπότες ανταποκρίθηκαν ανάλογα. Σεβασμός, χειροφιλήματα, φιλοφρονήσεις έκαναν τις κυρίες να νοιώσουν επιτέλους «Ανθρώπινα Πλάσματα» και όχι κοινωνικά αποβράσματα. Αυτή η αίσθηση είχε σαν αποτέλεσμα να ανταποδώσουν ανάλογα. Συστήθηκαν με τα κανονικά τους ονόματα ξαφνιάζοντας τους πάντες. Ποια η έκπληξη των νεαρών για παράδειγμα όταν έμαθαν πως η «Σάσα» τους ήταν η Ιταλίδα Άννα Τζιοβάνι. Αποδείχτηκε μάλιστα ιδιαίτερα χαρισματική, καθώς φαίνεται πως της είχε ανατεθεί, από τις άλλες, ρόλος συντονίστριας.
Αυτή η κοπέλα είχε δυστυχώς περίεργη τύχη. Παντρεύτηκε αργότερα, λίγο πριν από τον πόλεμο με ένα πλούσιο Εβραίο από τα Χανιά και απέκτησε μάλιστα ένα παιδί. Η ευτυχία της όμως δεν κράτησε. Συνελήφθη από τους Γερμανούς με τον άνδρα της και το παιδί της χωρίς να ξέρει κανένας έκτοτε την τύχη της.
Εκείνο το βράδυ όμως κυριαρχούσε με τη γοητεία της. Πήρε τη θέση της μαζί με τις άλλες στο τραπέζι απέναντι από τους κυρίους και όλοι μαζί απόλαυσαν τους μεζέδες που άρχισαν να καταφθάνουν συνοδευόμενοι με γλυκόπιοτο ανωγειανό κρασί. Η καλή διάθεση δημιούργησε μια ζεστή ατμόσφαιρα με το κέφι να κυριαρχεί και τη διάθεση όλων να συναγωνιστούν σε αναμνήσεις από εορτασμούς περασμένων χρόνων που είχαν έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Απολογισμό ζωής έκαναν οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ νιώθοντας περίεργα συναισθήματα και κυρίως ελευθερία σκέψης χωρίς το φόβο παραβίασης του κοινωνικού πρωτόκολλου. Στις αφηγήσεις βέβαια «έκλεψαν» την παράσταση οι κυρίες που με τις εμπειρίες τους από τα σπίτια που δούλεψαν είχαν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες. Απέφευγαν επιμελώς ονόματα αλλά γοήτευσαν τους ακροατές τους με την αφηγηματική τους χάρη. Σχόλια και φιλοσοφικές ερμηνείες που διάνθιζαν το μύθο έδειχναν πως και οι γυναίκες αυτές είχαν άποψη. Και το δικαίωμα να την υποστηρίξουν.
Γλέντι μέχρι πρωίας
Γλέντι όμως χωρίς μουσική δεν γίνεται. Ακολούθησαν τραγούδια και χοροί από όλη την Ελλάδα με τη λύρα και το λαούτο βέβαια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, μια κοπέλα από την Πόλη με το τραγούδι της μετέφερε στην ατμόσφαιρα ανατολίτικο χρώμα και η συνέχεια δόθηκε από ένα γραμμόφωνο που ξεσήκωσε τους πάντες για φοξ ταγκό και βαλς. Κι εδώ οι κυρίες έδωσαν ρεσιτάλ, καθώς είχαν αποκτήσει εξαιρετικές επιδόσεις μαθαίνοντας τους ευρωπαϊκούς χορούς.
Κατά καιρούς σταματούσε το γλέντι για ν’ αδειάσουν μερικές πιατέλες κι ύστερα πάλι χορός. Ήταν μια νύχτα ξεχωριστή για όλους με θρίαμβο της ανθρώπινης επικοινωνίας και απόδραση από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας που καταδυνάστευε τα μέλη της προς δόξαν του καθωσπρεπισμού.
Προς το ξημέρωμα σερβιρίστηκε κοτόσουπα αυγολέμονο με μπόλικο λεμόνι που όλοι απόλαυσαν, γιατί ήταν, εδώ που τα λέμε, ό,τι έπρεπε για το ταλαιπωρημένο από τις γευστικές υπερβάσεις στομάχι τους.
Επιστροφή στη ρουτίνα
Και λίγο πριν φέξει η πρώτη μέρα του 1937, ήρθαν τα αυτοκίνητα να πάρουν τις κυρίες για τα σπίτια τους. Οι κύριοι έμειναν φυσικά για να τακτοποιήσουν το λογαριασμό.
Ήταν μια μοναδική βραδιά για όλους που την χάρηκαν. Και τον λόγο μας εξηγεί με την περίτεχνη γραφίδα του ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, υπέρμαχος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που αναφέρεται στο περιστατικό αυτό και το σχολιάζει:
«Ποτέ δεν έγινε στο Ρέθεμνος, τόσο εξευγενισμένη ψυχαγωγία. Ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβει κάποιος αυστηρά προσκολλημένος στις παραδόσεις ότι και τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα δεν ήταν απόλυτα βούρκος. Οι συμπεριφορές δημιουργούν καταγώγια. Οι άνθρωποι που κρύβονται εκεί ίσως να διαθέτουν ψυχικούς θησαυρούς αλλά η αδυσώπητη μοίρα, οι ανάγκες που παρακολουθούν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, και θλιβερά γεγονότα είναι συνηθισμένο να τους οδηγούν στο χάος, σε τόπους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που τους προόριζε η θεία πρόνοια…».
Ήταν κι άλλες Πρωτοχρονιές με ιδιαίτερη σημασία για το Ρέθυμνο. Επιλέξαμε αυτές που συνδέονται με τον κόσμο της νύχτας και με τις παραβατικές ομάδες. Αυτές που δεν λείπουν από καμιά κοινωνία και που κάποιες φορές προσθέτουν «αλατοπίπερο» στα χρονικά της.
Αυτά συνέβαιναν στα παρασκήνια πάντα μακριά από καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σκάνδαλο. Στο προσκήνιο το έργο ήταν το γνωστό. Οι πάντες όπου τους έταζε το καθήκον οικογενειακό ή κοινωνικό.
Όλοι ανεξαιρέτως φρόντιζαν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς να τηρήσουν τα έθιμα και να μη χάσουν καμιά από τις εκδηλώσεις για την κοπή πίτας των συλλόγων. Μήπως είχαν άλλες ευκαιρίες για ψυχαγωγία εκείνες τις εποχές τις τόσο μακριές και τόσο ξένες με τα σημερινά ήθη.
Ο μέγας τζογαδόρος Νικ
Δυστυχώς όμως για το Ρέθυμνο αναδείχτηκε από τις ρίζες του η μεγαλύτερη μορφή στην ιστορία του τζόγου. Ήταν ο Νικόλας Δάνδολος ο περίφημος Nick the Greek.
Είχε καταγωγή από τη Σμύρνη αλλά γεννήθηκε στο Ρέθυμνο 27 Απριλίου 1883. Γόνος εύπορης οικογένειας, με πατέρα έμπορο χαλιών και νονό εφοπλιστή, σπούδασε στο «Ευαγγελικό Ελληνικό Κολλέγιο» Σμύρνης με πτυχίο στη Φιλοσοφία. Δεν ήταν όμως γραφτό του να ακολουθήσει το δρόμο προς το Αγαθόν που δίδαξε ο Πλάτωνας.
Σε ηλικία 18 χρονών ο νονός του τον στέλνει στις ΗΠΑ, πράγμα σύνηθες για τα δεδομένα της τότε εποχής, προκειμένου να αποκτήσει εμπειρίες στον τομέα των επιχειρήσεων. Μετά από έναν αποτυχημένο έρωτα, ο Nick μεταναστεύει στο Μόντρεαλ, όπου το 1911 γνωρίζει έναν πασίγνωστο αναβάτη ιπποδρομιών, τον Phil Musgrave. Ο Musgrave, τον φέρνει για πρώτη φορά σε επαφή με τον τζόγο, με τον Nick να κερδίζει περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια σε έξι μήνες στοιχηματίζοντας στον ιππόδρομο. Καθώς η φήμη του σαν χαρτοπαίκτη μεγάλωνε, τα καζίνο άρχισαν να του προσφέρουν κανονικό μισθό, προκειμένου να σταματήσει να παίζει εναντίον τους και να τους προκαλεί «ζημιές», όμως ο Nick απαντούσε ότι τον ενδιέφερε μόνο το ποντάρισμα και όχι τα χρήματα, με τον ίδιο να έχει χάσει πάνω από 100.000 δολάρια, σε ένα μόνο ποντάρισμα.
Ο Nick συνδέθηκε με ιστορικές προσωπικότητες της Αμερικής, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Φρανκ Σινάτρα ακόμα και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, όπου σε μια βραδινή έξοδό του που συνοδευόταν από το μεγάλο φυσικό, έγινε το ακόλουθο περιστατικό: Ο Nick παρ’ όλο που ήθελε όλοι στον κύκλο του να δείξουν επίπεδο και να συμπεριφερθούν στο μορφωμένο φίλο του με σεβασμό γνώριζε πως οι άνθρωποι τους οποίους συνήθιζε να συναναστρέφεται δε γνώριζαν τίποτε από επιστήμες. Έτσι, για να αποφύγει κάποιο τυχόν μπέρδεμα αποφάσισε να τους συστήσει τον Αϊνστάιν ως «ο μικρός Al από το Princeton» (ο Einstein ήταν τότε μέλος του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο πανεπιστήμιο αυτό). Τελικά ο Αϊνστάιν το διασκέδασε τόσο που το άλλο πρωί δυσκολευόταν να φύγει για το σπίτι του…
Ο «τζέντλεμαν της πράσινης τσόχας», πέθανε σε ηλικία 83 ετών, στις 25 Δεκεμβρίου του 1966, από καρδιακή προσβολή, αφού είχε προηγηθεί πνευμονία. Ήταν πλέον πάμφτωχος, αν και έμενε στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο του Λας Βέγκας. Ορισμένοι ονομαστοί φίλοι του συναντήθηκαν και φρόντισαν έτσι ώστε να έχει μια υπερπολυτελή κηδεία που να του αρμόζει, με χρυσό μάλιστα φέρετρο.
Τον έθαψε με μεγάλη πολυτέλεια ο Φρανκ Σινάτρα, ενώ το «παρών» έδωσαν, ηθοποιοί του Χόλιγουντ, σταρ και μαφιόζοι, και του εναπόθεσαν λουλούδια με τραπουλόχαρτα, κυρίως τον Ρήγα σπαθί, που τον αντιπροσώπευε στο χώρο του τζόγου.