Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Η Πρωτοχρονιά σηματοδοτούσε πάντα ακόμα και τις πιο δίσεκτες εποχές μια νέα αρχή και δυνάμωνε την ελπίδα.
Οι δεισιδαιμονίες είχαν την τιμητική τους ιδιαίτερα στον τομέα του …ποδαρικού. Και να σκεφτούμε πως η κρεμμύδα, από τα δημοφιλέστερα «γούρια» είναι ένα …νεκρολούλουδο.
Κι όμως κατάφερε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της Πρωτοχρονιάτικης προετοιμασίας, επειδή ενώ δεν τρώγεται ούτε από τα ζώα λόγω του δηλητηρίου που περιέχει διαθέτει μεγάλη ζωτική δύναμη. Και είναι από τα σπάνια είδη του φυτικού βασιλείου που βγάζει νέα φύλλα και άνθη ακόμα κι όταν έχει βγει από τη γη.
Η ασκελετούρα όπως συνηθίσαμε να τη λέμε στην Κρήτη κάποτε έδινε ένα καλό μεροκάματο σε κείνον που μάζευε και πουλούσε.
Όπως και τα λαχεία έτσι και η ασκελετούρα είχε τους τακτικούς πελάτες, οπότε εκείνος που την πουλούσε μέρες σαν κι αυτή ήξερε από ποια σπίτια να ξεκινήσει τη διανομή και να διαθέσει μετά όσες περίσσευαν.
Σήμερα κι αυτό το έθιμο πάει να εκλείψει.
Στο Ρέθυμνο μέχρι και τη δεκαετία του 1950, ήταν προσωπική υπόθεση της νοικοκυράς η προετοιμασία του σπιτιού και η παρασκευή της βασιλόπιτας.Όσο για τον Άγιο Βασίλη δεν είχε την αίγλη τη σημερινή λόγω και της μεγάλης φτώχιας που δεν επέτρεπε στους γονείς να διατηρήσουν το θρύλο του.
Οι πρώτες τρεις δεκαετίες του περασμένου αιώνα στο Ρέθυμνο ξεκινούσαν με τις εκδηλώσεις του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων.
Η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη γιατί έδιναν ευκαιρία στους Ρεθεμνιώτες να περάσουν όμορφα την Πρωτοχρονιά τους.
Ανήμερα της πρώτης του χρόνου και μετά την εκκλησία, πήγαιναν βιαστικά στο σπίτι για φαγητό επειδή νωρίς το απόγευμα άρχιζαν οι εκδηλώσεις. Μετά από συνεννόηση τα δύο σωματεία κανόνιζαν να μη συμπίπτουν. Κι έτσι κανένας δεν έχανε.
Ήταν μάλιστα τόσο επιτυχημένες οι εκδηλώσεις αυτές που από την κοσμοσυρροή κόβονταν υποχρεωτικά τρεις με πέντε πίτες.
Κι ήταν το Λύκειο Ελληνίδων που αντικαθιστούσε τον Άγιο Βασίλη, αφού με τα χρήματα από τις εκδηλώσεις αυτές, μοίραζαν δώρα στα παιδιά.
Στα χωριά τώρα το πρόβλημα των δώρων έλυνε μερικώς η «φούσκα» του χοίρου. Από τη δεκαετία του 50 και μετά, γίνονταν τα «ψιλικατζίδικα» η Εδέμ των παιδικών ονείρων. Όσοι πιτσιρίκοι κατάφερναν να μαζέψουν μερικά χρήματα κατάφευγαν στο ψιλικατζίδικο για να ψωνίσουν τη σβούρα ή τα «γιαλένια» που είχαν βάλει στο μάτι από μήνες πριν.
Παραμονές Πρωτοχρονιάς,στις λέσχες του Ρεθύμνου και ειδικά στην λέσχη που οδηγούσε προς τη προκυμαία από το μουσείο, γινόταν χαμός με το ζάρι και τα χαρτιά, ενώ όλα σχεδόν τα καφενεία είχαν τραπέζια για ζάρια και χαρτιά.
Κι ενώ τόσα πράγματα άλλαζαν με την πάροδο του χρόνου μόνο το κυνήγι της τύχης ανέβαζε την ένταση και ήταν ο μόνιμος πονοκέφαλος των διωκτικών αρχών.Από την εκπνοή του 19ου αιώνα διαβάζουμε στον τοπικό τύπο για συλλήψεις σε όλο το νομό λόγω παράνομου τζόγου.
Γιορταστικό κατάβρεγμα στην Αρκαδίου
Μια ενδιαφέρουσα περιήγηση σε κείνα τα χρόνια της αθωότητας δεκαετίας του 60 και μετά μας κάνει ο κ. Γιώργος Τζομπανάκης καταθέτοντας τις δικές του αναμνήσεις.
«Από την προηγούμενη μέρα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στο παλιό Ρεθυμνάκι μικρά παιδιά ετοιμαζόμαστε για τα κάλαντα, σε ποια σπίτια της παλιάς πόλης θα ξεκινούσαμε, ποιος θα κρατούσε τα δώρα, πώς θα τα μοιράζαμε και εάν είχαμε μαζί μας τρίγωνα ή άλλο όργανο για να τα λέμε. Πάντα πήγαινα μονάχος μου και έλεγα τα κάλαντα τόσο των Χριστουγέννων όσο και της πρωτοχρονιάς στην γιαγιά μου, στον θείο μου Γιάννη, και στον θείο Λάζαρο που έμενε δίπλα της.
Την δεκαετία του 60-70 από την προηγούμενη ημέρα ετοιμαζόταν τα «όπλα» για την μάχη που ελάμβανε μέρος στο δρόμο του νυφοπάζαρου όπως λέγαμε τον δρόμο από το Μουσείο μέχρι τον Άγνωστο Στρατιώτη (οδός Αρκαδίου).
Την δε παραμονή της Πρωτοχρονιάς βέβαια γινόταν ο κακός χαμός, η οδός Αρκαδίου γεμάτη από εκατοντάδες Ρεθεμνιώτες και Ρεθεμνιώτισσες που κυκλοφορούσαν με φοβερό κέφι πάνω κάτω στον δρόμο αυτό με πιστολάκια νερού βάραγαν και έβρεχαν ο ένας τον άλλον, πλαστικά ρόπαλα, ενώ οι καραμούζες σε τρέλαιναν με τον θόρυβο που έκαναν. Τα δε μαγαζιά που υπήρχαν στην οδό Αρκαδίου είχαν κίνηση από ψώνια και γλυκά, ειδικά το ζαχαροπλαστείο του κ. Ζαμπετάκη! Άσε που το σουβλατζίδικο του Ανδρέα Σπανουδάκη δεν προλάβαινε τις παραγγελιές!!
Μια ταραγμένη Πρωτοχρονιά
Από τις πιο ταραγμένες Πρωτοχρονιές ήταν η αφετηρία του 1920.
Η ανατολή του 1920 βρήκε το Ρέθυμνο στην ίδια κατάσταση της ατέρμονης φτώχειας με όσα αυτή συνεπάγεται. Τα πολιτικά πάθη στο φόρτε τους αν κρίνουμε από τους αρθρογράφους των εφημερίδων «Βήμα» και «Κρητική Επιθεώρηση», που διασταύρωναν τα ξίφη τους με «πύρινα» άρθρα. Και μια επιδημία οστρακιάς που εξαπλώθηκε στην πόλη έγινε αφορμή και για κλείσιμο των σχολείων ακόμα. Ας δούμε όμως τα γεγονότα πιο αναλυτικά με οδηγό τον τοπικό τύπο της εποχής.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς βγήκε η Φιλαρμονική του Δήμου για να παιανίσει. Και ζητούσε τον οβολό για τις στολές των μουσικών. Άλλο που δεν ήθελε ο αξέχαστος εκδότης της εφημερίδας «Βήμα», Λυκούργος Καφφάτος, να ξιφουλκήσει και με την αδέκαστη πένα του να περάσει «γενεές δεκατέσσερις» όλους τους δημοτικούς παράγοντες…
«Ο κόσμος, έγραφε την επομένη, έκπληκτος παρηκολούθει το λαμπρόν θέαμα του διασυρμού της υπολήψεως του περιπύστου και περιπτύστου Δήμου ανά τους δρόμους της Ρεθύμνης, διερωτών πως απεφάσισαν να ιδρύσουν Φιλαρμονικήν οι εξαίρετοι περί τον Δήμον φοροχάπται αφού δεν των επερίσσευον χρήματα να ενδύσουν τους μουσικούς;
Την αυτήν απορίαν έχομεν και ημείς και ερωτώμεν πάντα δυνάμενον να μας απαντήσει:
– Δεν εντρέπονται επιτέλους οι άνθρωποι αυτοί;».
Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος όμως για άλλο θέμα προσπαθεί με εγκύκλιο να ευαισθητοποιήσει το ποίμνιό του. Ανήσυχος για την οστρακιά που παίρνει διαστάσεις καλεί όλους στο ναό της Αγίας Βαρβάρας για προσευχή και λιτανεία.
Οι πάντες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Ο Τιμόθεος μετά τη θεία λειτουργία πήρε την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας και τη λιτάνευε σε όλη την πόλη ακολουθούμενος από το εκκλησίασμα. Όλη η πόλη ακολουθούσε. Η πίστη πως θα βοηθήσει η χάρη της Αγίας Βαρβάρας και αυτή τη φορά ήταν ακλόνητη. Είχαν άλλωστε και το προηγούμενο της θαυματουργού επέμβασης, όταν είχε πέσει επιδημία ευλογιάς. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι δεν συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες του Τιμόθεου μόνον οι χριστιανοί της πόλης αλλά και οι Τούρκοι νήστευσαν και τις δυο μέρες και με το δικό τους τρόπο προσευχήθηκαν να περάσει η επιδημία που έπαιρνε διαστάσεις πανδημίας.
Η «Κρητική Επιθεώρηση» από την άλλη προσέγγισε το θέμα με βάση το αρχαίο ρητό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει…» δίνοντας την πραγματική διάσταση του προβλήματος. Γιατί εκείνη την εποχή που δεν περίσσευε ούτε λεπτό για αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και οι συνθήκες υγιεινής δεν ήταν στις καλύτερες των συνθηκών που επιβάλλονται στην περίπτωση αυτή.
Χρονιάρες μέρες κι όμως δεν μπήκε ψωμί στο σπίτι των χριστιανών λιμενεργατών. Δεν πρόλαβαν να πάρουν τη χαρά που ήρθε πλοίο στο λιμάνι με 1.700 σακιά αλεύρι του δημοσίου και ήρθαν οι Τούρκοι συνάδελφοί τους να τους πάρουν τη μπουκιά από το στόμα.
Αυτό δεν το σήκωσαν δυο από αυτούς ο Ιωάννης Παπαδόσηφος και ο Δημήτριος Πετρακάκης και κατήγγειλαν με επιστολή τους στον τύπο τον Χουσεΐν, καπετάνιο του λιμανιού που υποστήριζε τις ενέργειες αυτές προς όφελος των ομοθρήσκων του.
Η καταγγελία αυτή δεν ήταν κάτι τόσο απλό για την εποχή που αναφερόμαστε. Ο κόσμος του λιμανιού είχε τους δικούς του νόμους γι’ αυτό ίσως και οι επιφανείς του τόπου απέφευγαν να περνούν από εκεί για να προστατεύσουν την υπόληψή τους. Φαίνεται όμως πως το έλεγε η ψυχή των δυο επιστολογράφων που πίστευαν πως αν έκαναν αυτή τη δημόσια καταγγελία ίσως να ευαισθητοποιούσαν τους αρμόδιους να πάρουν θέση.
Δικαίωση ενεργειών του Επισκόπου
Η έλευση του νέου χρόνου έφερε τον Τιμόθεο Βενέρη πιο κοντά στην εκπλήρωση ενός ονείρου που ήταν η αναστήλωση της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Γνωστή η λατρεία του Επισκόπου στον ιερό αυτό χώρο που εκείνη την περίοδο κινδύνευε με κατάρρευση. Τόσο το κωδωνοστάσιο όσο και οι περισσότεροι χώροι είχαν άμεση ανάγκη υποστήριξης. Ήδη από τον Ιούλιο του 1919 ο Επίσκοπος, είχε κάνει τα σχετικά αιτήματα προς κάθε αρμόδια αρχή να σταλεί μηχανικός και να γίνει μελέτη. Κι ενώ φαινόταν πως είχε βρει ανταπόκριση το αίτημά του, ωστόσο μηχανικός δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Εκεί όμως που ο Τιμόθεος άρχισε να χάνει τις ελπίδες του πληροφορείται ότι έρχονται στο Ηράκλειο για την αναστήλωση της εκεί Λότζια ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Αναστάσιος Ορλάνδος και ο αρχιτέκτων Διονύσιος Μιχαλιακιανός. Στέλνει αμέσως τηλεγράφημα και τους καλεί να έρθουν στο Ρέθυμνο για να συζητήσουν το θέμα. Από πλευράς χρημάτων δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί ο Τιμόθεος είχε προβλέψει να δοθεί ποσόν από την εκποίηση κτημάτων της μονής. Τελικά και με την παρέμβαση του βουλευτή Παπαμιχελάκη ο Επίσκοπος πήρε ένα πρωί τηλεγράφημα στο οποίο ευχαρίστως τον πληροφορούσαν από τη Γενική Διοίκηση ότι και οι δυο επιστήμονες διετάχθηκαν από τις αρχές να έρθουν στο Ρέθυμνο και να εξετάσουν το θέμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Καλύτερο δώρο για τη νέα χρονιά σίγουρα δεν ήθελε άλλο ο Τιμόθεος.
Πρωτοχρονιάτικο δώρο έφερε το 1920 και για τον δικηγόρο Ευθύβουλο Τσουδερό που προήχθη σε Ταγματάρχη της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης μετά από αυστηρή αξιολόγηση.
Μήνυση από τον Δήμο σε εκδότη
Ο δήμος παραμένει στο στόχαστρο του εκδότη του «Βήματος» και αυτή τη φορά μάλλον δίκαια, αφού όπως καταγγέλλει ο αρθρογράφος έγιναν αυξήσεις μισθών σε όλους τους δημοτικούς υπαλλήλους πλην των οδοκαθαριστών. Φαίνεται όμως πως η σταγόνα είχε ξεχειλίσει στο ποτήρι της υπομονής των δημοτικών παραγόντων που βρήκαν ως αφορμή ένα συνεχόμενο σχόλιο όπου απεκαλείτο ο δήμος «Τεμπελχανές» και κατέθεσε μήνυση σε βάρος του εκδότη. Αν ήταν τώρα χρονιάρες μέρες ποσώς ενδιέφερε τους μηνυτές. Σημασία είχε γι’ αυτούς να μείνουν ήσυχοι πια από την σκληρή πένα του Καφφάτου. Έμειναν όμως με την πλάνη τους αυτή όπως θα δούμε σε επόμενα αφιερώματα. Γιατί ο δημοσιογράφος με τη φλογερή πένα σε λίγο θα αποκάλυπτε κι ένα μεγάλο σκάνδαλο κλοπής επίπλων από το Διοικητήριο κατονομάζοντας και τους πιθανούς δράστες, επίλεκτα στελέχη του δήμου.
Σιγά σιγά η πόλη εύρισκε τους ρυθμούς της ευελπιστώντας ότι το 1920 θα τους έφερνε τουλάχιστον καθημερινό στο τραπέζι. Και το Λύκειο των Ελληνίδων έδινε στη δημοσιότητα το πρόγραμμά του για τις προσεχείς εκδηλώσεις του, που σκοπό είχαν αποκλειστικά την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Άλλωστε μόνο οι κυρίες του Λυκείου και ο σύλλογος Κυριών νοιάζονταν για τους ταλαίπωρους αυτής της πόλης. Ήταν οι καλοί άγγελοι για μικρούς και μεγάλους και οι μόνοι φορείς που έφερναν τα παιδιά πιο κοντά στο πνεύμα των εορτών με τα δώρα τους και κυρίως με την αγάπη τους.
Και τη χρονιά εκείνη θα κατάφερναν με διάφορες εκδηλώσεις αλλά και με αφάνταστα προσωπικό κόστος σε χρόνο και εργασία να φέρουν πολλά χαμόγελα στα χείλη αναξιοπαθούντων κυρίως παιδιών. Κάθε τους χοροεσπερίδα ήταν κι ένα γεγονός που η διψασμένη για ποιοτική ψυχαγωγία τοπική κοινωνία το περίμενε όπως τη βροχή το άνυδρο χώμα. Κάθε κυρία έβαζε τα δυνατά της και στην προετοιμασία του μπουφέ που χαρακτηριζόταν για την ποιότητά του και το πλήθος των εδεσμάτων του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ευχαριστημένοι οι πάντες ανταποκρίνονταν με περισσότερη διάθεση στη λαχειοφόρο αγορά δίνοντας την ευκαιρία στις κυρίες να έχουν τα έσοδα που θα τους επέτρεπαν να εκπληρώσουν στο ακέραιο τους υψηλούς στόχους τους κάθε φορά.
Πρωτοχρονιά του 1941
Από τις πιο τραγικές Πρωτοχρονιές ήταν αυτή του 1941.Από τα περισσότερα σπίτια έλειπαν οι άντρες και η έγνοια των άλλων μελών της οικογενείας ήταν στο μέτωπο αγωνιώντας για την τύχη του αγαπημένου τους. Ποιος ξέρει αν θα τον ξανάβλεπαν.
Ένα χρονογράφημα στο Πρωτοχρονιάτικο φύλλο της «Κρητικής Επιθεώρησης» δίνει την ατμόσφαιρα που επικρατεί στον τόπο μας.
Αφορμή έδωσε μια εικόνα χαράς σε κάποιο σπίτι με τις φωνές και τα γέλια να σμίγουν με τις νότες χαρούμενης μουσικής. Κι αυτό σχολιάστηκε φαίνεται από τη γειτονιά.
Σε κείνη τη μαύρη κατσιφάρα του πολέμου δεν είχαν θέση οι γιορτές. Κι όμως, επιχειρηματολογεί ο αρθρογράφος, δεν αρμόζει στον Κρητικό να σκύψει το κεφάλι στην όποια συμφορά. Πόσοι αρραβώνες και γάμοι δεν έγιναν αυτή τη χαλεπή περίοδο. Κι αυτό γιατί η ζωή συνεχίζεται. Πρέπει να συνεχίζεται.
Δημιουργούσε η χαρούμενη αυτή ανάπαυλα μια ατμόσφαιρα ελπίδας που είχαν τόση ανάγκη οι άνθρωποι σε μια τέτοια δύσκολη συγκυρία.
Πρωτοχρονιά του 41, έρχεται στο Ρέθυμνο ο καθηγητής Γεώργιος Κουρμούλης για να εμψυχώσει με μια εμπνευσμένη ομιλία του τον κόσμο της πόλης και να αναπτύξει το ρόλο των πνευματικών παραγόντων στις κρίσιμες εποχές. Ήταν μια ομιλία ύμνος για τα νιάτα που πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά που δημοσιεύτηκε αποσπασματικά τις επόμενες μέρες.
Και φυσικά οι έρανοι συνεχίζονται αυτή τη φορά όμως για τη Φανέλα του Στρατιώτη.
Ιδιαίτερα όμως επαινείται από τον τύπο μια θεάρεστη πρωτοβουλία του Ρεθεμνιώτη Εμμανουήλ Δερμιτζάκη εγκατεστημένου μόνιμα στην Αθήνα, που έστειλε με το φίλο του Σταύρου Σπυριδάκη, 10.000 δρχ. (ποσό σημαντικό για την εποχή) για τις ανάγκες των οικογενειών που ο προστάτης τους πολεμούσε στο μέτωπο. Για να περάσουν υποφερτά τις γιορτινές μέρες.
Τα χρήματα παραδόθηκαν στο Σύλλογο Κυριών που τα αξιοποίησε αναλόγως.
Το αφιέρωμά μας σε περασμένες Πρωτοχρονιές με κάποια σημασία συνεχίζεται.