Κι ενώ ο θάνατος αυτός δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στο χώρο της υψηλής Τέχνης, ακόμα και χωρίς την συνηγορία ενός γιγάντιου καλλιτεχνικού απολογισμού, νοιώθει ο απλός άνθρωπος ότι μόνο μακαρισμοί αξίζουν στην περίσταση και καθόλου η θλίψη της απώλειας. Με τόσες δημιουργίες ο διεθνούς φήμης μουσικοσυνθέτης είχε κερδίσει προ πολλού την αθανασία.
Σήμερα που του οφείλουμε μερικές φράσεις αποχαιρετισμού, αθέλητα γυρίζει ο λογισμός σε δικές του μνήμες, όποτε μας έκανε την μεγάλη τιμή της προσωπικής επικοινωνίας. Προνόμιο για μας, που γνωρίζαμε πόσο επιλεκτικός ήταν στις επαφές του.
Από τις αγαπημένες του αναφορές ήταν η αναπόληση της γειτονιάς του στην παλιά πόλη. Οι επηρεασμοί που δέχτηκε από τις μορφές του Ρεθύμνου, απλούς ανθρώπους κι άλλους φωτισμένους, τα πρώτα φτερουγίσματα της έμπνευσης κάτω από τη σκάλα, παρακολουθώντας τη μάνα στη σκληρή δουλειά της καθημερινής βιοπάλης. Έτσι κάπως ξεπήδησε αργότερα η ΕΡΩΦΙΛΗ του. Κι έπειτα ο λόγος ήταν για τον Ανδρέα Ροδινό το στενό συγγενή που σημάδεψε το έργο του.
Άκουγε στη λύρα του αδικοχαμένου καλλιτέχνη την ψυχή της Κρήτης. Γι’ αυτό και τον θεωρούσε σύμβολο. Και δεν τον παραξένευαν οι θρύλοι που συνόδευαν τη ζήση του ακόμα κι αν μιλούσαν για νεράιδες που έδωσαν στον Ανδρέα το χάρισμα να γράφει με τη λύρα του ουράνιες μελωδίες.
Από τις μνήμες που τον σημάδεψαν τα χρόνια του πολέμου και οι περιπέτειες στο αμπέλι, εκεί στα Πευκάκια Μια πρώτη επαφή με την ανάσα του θανάτου είχε στοιχειώσει στη μνήμη του. Αλλά σιγά σιγά μιλούσε για τη νάρκη που λίγο έλειψε να τον σκοτώσει σαν να διηγιόταν ένα παραμύθι.
Μιλούσε απλά με ‘κείνο το στακάτο λόγο που έπειθε χωρίς επιχειρήματα. Αλλά μιλούσε πάντα επί της ουσίας.
Μισούσε τη συναλλαγή και το έδειχνε. Απαξιούσε να συναναστραφεί με τον επώνυμο αλλά κενό περιεχομένου παράγοντα.
Ξόρκιζε στο πυρ το εξώτερο τους υποτελείς αναξίων για μια εφήμερη απολαβή.
Πριν από λίγα χρόνια, γόνος επιφανούς οικογενείας του Ρεθύμνου με τεράστια οικονομική επιφάνεια τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και του πρότεινε να του εκδώσει με δαπάνες της οικογενείας όλο του το έργο.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης τον ευχαρίστησε με κείνη τη γνωστή του Ρεθεμνιώτικη αρχοντιά. Και αρνήθηκε ευγενικά. Δεν ήθελε καμιά υποχρέωση έστω κι αν επρόκειτο για μια δίκαιη αναγνώριση του έργου του. Έστω κι αν έσωζε ένα τεράστιο έργο χωρίς τις γνωστές επώδυνες δαπάνες. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αρνήθηκε την γενναιόδωρη προσφορά όσο κι αν ήταν αγαθές οι προθέσεις των δωρητών. Και προτίμησε να κυκλοφορήσει μόνος το έργο του με την εταιρεία ΙΔΑΙΑ που ίδρυσε. Ο ίδιος επιμελήθηκε ακόμα και το εξώφυλλο κάθε έργου. Και μας άφησε μια σπουδαία καλλιτεχνική κληρονομιά. Αυτός ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης. Ο δημιουργός που με τις επιτυχίες του έφτασε να θεωρείται ο σημαντικότερος συνθέτης της νεώτερης Ελλάδας.
Αυτή η εκτίμηση άλλωστε ήταν και του μεγάλου μας Μάνου Χατζηδάκη, που είχε πολλές φορές εκφραστεί με θαυμασμό για το νέο τότε Ρεθεμνιώτη συνθέτη.
Αν και αυστηρός στις απόψεις του γύρω από τον άνθρωπο και τα όρια που ορίζουν την αξιοπρέπεια ήταν μεγαλόθυμος με τους δημιουργούς που υποχρεώνονται να κάνουν κάποιους συμβιβασμούς, έστω και σε βάρος της ποιότητας.
Είχε πει σε μια συνέντευξή του σχετικά: «Οι συμβατικότητες αυτές μπορούν να γίνονται από τους δημιουργούς χωρίς την παραμικρή τύψη. Αν οι δημιουργοί είναι πραγματικοί δημιουργοί, δεν πειράζει. Ας κάνουνε και καμία μπούρδα. Του Μπετόβεν τα έργα είναι όλα καλά; Υπάρχουν έργα του κυρίου Μπετόβεν που δεν ακούγονται. Κάνει αυτό το Μπετόβεν να μην είναι ο μέγας συνθέτης των κουαρτέτων; Δεν έχει να κάνει αυτό. Αρκεί να μη γίνεται κατ εξακολούθηση. Ολίγος συμβιβασμός στη ζωή δεν είναι κακός. Περισσότερο ασυμβίβαστοι από τους νεκρούς δεν υπάρχουν. Πλήρης ακαμψία. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι και λίγο στριφογυριζάμενοι. Θα ήταν βαρετό να ήμασταν αλλιώς. Αυτές οι μονολιθικότητες και οι δογματισμοί δεν οδηγούν πουθενά. Αυτές κάνουνε τον κόσμο να υποφέρει. Οι γνώμες υπάρχουν για να μπορούν να αλλάζουν.»
Είχαμε κατανοήσει το νόημα της δήλωσης αυτής όταν κάναμε πρώτη φορά μια νύξη για τη διαχρονικότητα των τραγουδιών του. Αυτά που έκαναν επιτυχίες οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του κινηματογράφου στη δεκαετία του ‘60.
Μας σταμάτησε πριν ολοκληρώσουμε τη φράση μας κι έσπευσε να δηλώσει ότι αυτά τα τραγούδια της ανάγκης για τον επιούσιο δεν άντεχε να τα ακούσει δεύτερη φορά!!!
Μείνανε άναυδοι. Είναι κατά γενική ομολογία μικρά αριστουργήματα του σύγχρονου λαϊκού πενταγράμμου.
Γιατί αυτή η τρόπον τινά αποκήρυξη;
Η απάντηση μας δόθηκε με τα συμφωνικά του έργα. Ήξερε ο ίδιος που μπορεί να τον οδηγήσει το σπουδαίο ταλέντο του και η αστείρευτη έμπνευσή του, γι’ αυτό και αξιολογούσε το έργο του ανάλογα.
Αντίθετα μας μιλούσε γεμάτος ερωτισμό για τα έργα του όπως η ΕΡΩΦΙΛΗ. Ήταν και το πρώτο μεγάλο έργο που παρουσίασε στο Ρεθεμνιώτικο κοινό. Ένας πρωτοσέλιδος διθύραμβος ήταν η ανταπόκριση την επομένη της συναυλίας στον τοπικό τύπο.
Είχε ξεχωρίσει αρκετά από τα έργα του, ιδιαίτερα εκείνα που δεν σήκωναν καμιά αλλαγή.
Και τελευταία μιλούσε συγκινημένος για συνθέσεις του που αφορούσαν τα χρόνια της μισαλλοδοξίας υφαίνοντας με συγκλονιστικές μουσικές φράσεις το συναξάρι των μαρτύρων του.
Ηρώων μαρτύρων όπως ο Μπελογιάννης, η Έλλη Παπά και τόσοι άλλοι.
Αν και απόμακρος, απόλυτα αφοσιωμένος στην τέχνη του, πάντα έτρεφε μεγάλη αγάπη για το Ρέθυμνο και τους ανθρώπους του. Και όσες φορές πικράθηκε έπνιξε στην αξιοπρέπεια την απογοήτευσή του.
Κάποτε που οι εκδηλώσεις, πριν ορισμένων, έκλειναν με πλούσια δείπνα ο Νίκος Μαμαγκάκης έδινε συναυλία στη Φορτέτζα.
Αφού τον αποθέωσε το κοινό πήγε ενθουσιασμένος να συναντήσει τους μουσικούς του. Και που τους βρήκε; Πίσω από το θέατρο να τρώνε από πλαστικά πιάτα το …φιλόξενο τρατάρισμα του Δήμου.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε τους μουσικούς και τους έφερε στου Ζήση όπου έτυχε να βρισκόμαστε.
Μας είπε στο πόδι, απαγορεύοντας κάθε αναφορά το συμβάν κι ήπιε μετά στην υγειά μας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Έκτοτε απομακρύνθηκε από το Ρέθυμνο. Και δεν σταμάτησε να μας αναφέρει το γεγονός. Δεν έτρεφε μνησικακία αλλά πίκρα επειδή έβλεπε λαβωμένη την Ρεθεμνιώτικη φιλοξενία και αρχοντιά.
Αρκετές φορές ο δήμος Ρεθύμνου θέλησε να τον τιμήσει όπως έγινε στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Εκείνος πάντα είχε μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί την πρόσκληση.
Με αυτές τις αναφορές ανάβουμε το κερί στη μνήμη του Γιατί ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν άντεχε τις τυπικές ευγένειες που υπαγορεύει το πρωτόκολλο κι εκείνος ο άγραφος κοινωνικός αφορισμός να ωραιοποιούμε καταστάσεις για να μην χαλάσουν καρδιές.
Ερχόταν αλλά για να δει λίγους και αγαπημένους. Αξέχαστη θα μας μείνει μια συνάντηση με τον Μπάμπη Πραματευτάκη στην Παλιά Πόλη, όπου για ώρες αντάλλασαν μνήμες από τα παλιά. Κι είχαν αλήθεια τόσα να πουν Ξετύλιγαν μια σπουδαία πολιτιστική περίοδο τότε που το Ρέθυμνο ήταν πράγματι η πόλη των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Κι όταν μας αποχαιρέτησε είπε με την ειλικρίνεια που τον διέκρινε πως αυτή η συνάντηση του έδωσε ζωή γιατί είχε χρόνια να νοιώσει τόσο όμορφα και τόσο έντονα τη Ρεθεμνιώτικη ατμόσφαιρα.
Για όποιους το είχαν καταλάβει ο Νίκος Μαμαγκάκης, ήξερε να διδάσκει αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος της ζωής του.
Είναι όμως πάντα κοντά μας. Και μένουμε με την αίσθηση ότι θα κτυπήσει κάποια στιγμή το τηλέφωνο και θ’ ακουστεί η τόσο ζεστή φωνή του να μας ρωτήσει για το Ρέθυμνο και για τους φίλους του από τα παλιά Θα μας συνεπάρει εκείνη η έμφυτη ευγένεια που τον διέκρινε και θα μας γεμίσει ανυπομονησία για το νέο έργο που μόλις δημιουργεί.
Γλυκιά ψευδαίσθηση όλα αυτά, όταν σε μια πόλη που πενθεί, υποχρεώνεσαι να παραδεχτείς την απώλεια ενός μεγάλου δημιουργού κι αυτό υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Είναι ο πόνος της συνειδητοποίησης πως λιγοστεύουν οι ανθρώπινες αξίες. Και σε επικίνδυνο βαθμό δυστυχώς.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης γεννήθηκε το 1929 στο Ρέθυμνο. Κατάγεται από οικογένεια λαϊκών μουσικών (μεταξύ των οποίων και ο «θρυλικός» λυράρης Ανδρέας Ροδινός).
Σπούδασε αρχικά στη Φιλαρμονική Ρεθύμνου (από 10 ετών) και στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα (1947-1953) με καθηγητές στα θεωρητικά τους Μ. Κουτούγκο, Α. Ευαγγελάτο, Μ. Βάρβογλη και Επ. Φασιανό.
Επέστρεψε στο Ρέθυμνο και ανέλαβε τη διεύθυνση του Ωδείου και της Φιλαρμονικής της πόλης.
Το 1957 συνέχισε με γερμανική υποτροφία στην Ανωτάτη Μουσική Σχολή στο Μόναχο με τους Ορφ και Γκέντσμερ.
Το 1961 και 1962 σπούδασε και ηλεκτρονική μουσική με τον J.A, Riedl.
Το 1962 πήρε το Β’ βραβείο του μουσικού διαγωνισμού «Μάνος Χατζιδάκις» του ΑΤΙ, με τον «Μονόλογο» για σόλο τσέλο (ερμηνευτής ο Σωτήρης Ταχιάτης).
Το 1964 πήρε το βραβείο μουσικής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη μουσική του στην ταινία «Μονεμβασιά» του Γιώργου Σαρρή.
Επίσης, το 1968, πήρε το βραβείο των κριτικών του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη μουσική του στην ταινία «Παρένθεση» του Τ. Κανελλόπουλου.
Μετά από παραμονή 8 ετών στην Ευρώπη, επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1965.
Στη δεκαετία του 1970 έγραψε μουσική για τον κινηματογράφο (πάνω από 40 έργα) και τραγούδια (ενδεικτικά ορισμένα από τον Κύκλο «11 λαίκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου»: «Χρόνια σε περίμενα», «Ο τρύγος», «Χωρισμός», «Νυχτοπεντοζάλης», «Χειμωνιάτικη βραδιά», «‘Αιντε και ντε», κ.λπ.).
Tραγούδια ο Μαμαγκάκης έγραφε ήδη από το 1957 (ίσως και νωρίτερα), αλλά πρωτοκυκλοφόρησαν το 1961. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται ο πασίγνωστος «Μιχαλιός» (του Καρυωτάκη) καθώς και άλλα τραγούδια σε στίχους παλιότερων ποιητών, όπως: «Ω, χαμηλώστε αυτό το φως» και «Ω, μη με βλέπετε που κλαίω» (της Πολυδούρη), «Αλαργινό καράβι» (του Καρυωτάκη), «Θα σε περιμένω» (του Κ. Χατζόπουλου), κ.λπ. Στη δεκαετία του 1960 (και στη συνέχεια) έγραψε αρκετά δημοφιλή τραγούδια (συνήθως για τις ανάγκες κινηματογραφικών ταινιών). Αναφέρουμε μερικά: «Τα πέτρινα λουλούδια της θάλασσας», «Η Ανθή», «Εφτά ψαράδες», «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», «Οχι μαζί», «Σκληρό μου αγόρι», «Ο Σαλονικιός», κ.λπ. Τότε επίσης έγραψε και Κύκλους τραγουδιών (που αργότερα τους μετέτρεψε σε Καντάτες και σε άλλες φωνητικές μορφές: «Μπολιβάρ», «Ερωτόκριτος», «Ερωφίλη», κ.λπ.).
Το 1982 κυκλοφόρησε τον δίσκο με λαϊκά τραγούδια του σε στίχους Γιώργου Ιωάννου «Κέντρο Διερχομένων», που αποτελεί τον πρώτο δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη (μετέχουν και οι Δημ. Ψαριανός, Δημ. Κοντογιάννης).
Στη δεκαετία του 1980 έγραψε 2 όπερες και τη δεκαετία του 1990, 9 κοντσέρτα για διάφορα όργανα και ορχήστρα.
Τα κυριότερα έργα του: «Μουσική για 4 πρωταγωνιστές, για 4 φωνές και 10 όργανα» (σε κείμενο Καζαντζάκη, 1959-1960), «Κατασκευές» (για φλάουτο και κρουστά, 1960), «Συνδυασμοί» (για σολίστ κρουστών και ορχ., 1961), «Γλωσσικά σύμβολα» (για υψίφωνο, βαθύφωνο και ορχ., 1961-62), «Ανταγωνισμοί» (για τσέλο και σολίστ κρουστών, 1963-64), «Μονόλογος της Κασσάνδρας» (από τον Αισχύλο, για υψίφωνο, φλάουτο, κόρνο, τούμπα, άρπα και κρουστά, 1963), «Ερωτόκριτος 1» (κατά Κορνάρο, για 2 αντρικές και μία γυναικεία φωνή, κρητική λύρα, τσέλο, κοντραμπάσο, λαούτο και τσέμπαλο, 1964), «Ερωτόκριτος 2» (για μικρή ή μεγάλη ορχ., 1965), «Πλούτος» (λαϊκή όπερα, 1965), «Τριττύς» (για κιθάρα, σαντούρι, κρουστά και 2 κοντραμπάσα, 1966), «Αρκάδι» (σουίτα για φωνή και 7 όργανα, 1966), «Θέαμα-ακρόαμα» (για υψίφωνο, ηθοποιό, χορευτή, ζωγράφο, βιόλα, κιθάρα, κοντραμπάσο, κόρνο, τρομπόνι και 2 κρουστά, 1967), «Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες» (για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, 1968), «Τετρακτύς» (για κουαρτέτο εγχ. 1968), «Βάκχες» (ηλεκτρ. μουσική μπαλέτου κατά Ευριπίδη, 1969), «Ελεγεία» και «Περίληψη» (σόλο φλάουτο, 1968-1970), «Παράσταση» (για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, 1969), «Μπολιβάρ» (λαϊκή καντάτα από τον Εγγονόπουλο, για αντρική φωνή, μικτή χορωδία και ορχ., 1969), «Βάκχες» (ηλεκτρ. μπαλέτο, 1969), «Ασκηση» (τσέλο, 1969-70), «Αναρχία» (για κρουστά και ορχ., ανάθεση του Φεστιβάλ Ντόναουέσσιγκεν, 1970), «Ερωφίλη» (μουσικό δράμα σε 2 μέρη από το έργο του Χορτάτζη, για αφηγητή, 4 τραγουδιστές, χορωδία και ορχ. 1970), «Άσκησις» (για τσέλο σόλο, 1969-1970), «Πένθιμα» (για κιθάρα, ανάθεση της 4ης Ελλ. Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής, 1970-1971), «Αγωνιστές της Λευτεριάς 1821» (τραγούδια σε κείμενα Σεφέρη, Πρεβελάκη και Ιατρόπουλου, 1971), «Αναρχία» (για σολίστ κρουστών και μεγάλη ορχ., 1971), «Κυκεών» (για 10 όργανα, ανάθεση του Φεστιβάλ Ολυμπιακών Αγώνων Μονάχου, 1972), «11 λαϊκά τραγούδια» (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, για 2 φωνές σόλο, μικτή χορωδία και ορχ., 1972), «Οδύσσεια» (σύγχρονη όπερα στο ομώνυμο έργο του Καζαντζάκη, 1975), «Μουσική για πιάνο και μικρή ορχ.» (1977), «Μαγωδία» (για βαρύτονο και 8 όργανα, 1977), «Εγκώμιο στο Νίκο Σκαλκώτα» (κλαρινέτο, 1979), «Sine nobilitate» («Snob», κουαρτέτο εγχ., 1981-90), «Ερωτόκριτος και Αρετούσα» (όπερα κατά Κορνάρο. Ηράκλειο, Αθήνα, 1985), «Χροές» (Ι: για κιθάρα, 1986, ΙΙ: για βιολί και κιθάρα, 1989, ΙΙΙ: για φλάουτο και κιθάρα, 1988, ΙV: για βιολί και άρπα, 1992), «Πνοές» (για φλάουτο, 1989-90), 9 Κοντσέρτα (1990-93) για σόλο όργανα και ορχ. (1. για κιθάρα, 2. για τσέλο, 3. για βιόλα, 4. για μαντολίνο, μαρίμπα και έγχορδα, 5. για σαξόφωνο, 6. για κοντραμπάσο, 7. για τρομπόνι, 8. για πιάνο, 9. για 2 πιάνα). Ο Μαμαγκάκης, κατά τη «Μπριτάνικα», έγραψε πρόσφατα τη μουσική για μεγάλα τηλεοπτικά σήριαλ, π.χ.»Felix Krull» (διάρκεια 6 ώρες), «Heimat» («Πατρίδα», του Edgar Reitz, διάρκεια 18 ώρες), «Heimat 2» (του ίδιου σκηνοθέτη, διάρκεια 26 ώρες). Το σενάριο του έργου με θέμα από τη σύγχρονη μουσική οδήγησε στη σύνθεση πολλών μεγάλων πρωτοποριακών έργων (κοντσέρτα, συμφωνίες, χορωδιακά, μουσική δωματίου, σολιστικά έργα), τα οποία γράφτηκαν με τη βοήθεια μεγάλης ψηφιακής εγκατάστασης Η/Υ που επέτρεψε την άμεση σύνθεση, την εκτύπωση του υλικού (παρτιτούρα, πάρτες) και την ηχητική εκτέλεση. Πολλά έργα του έχουν εκδοθεί από ξένους Εκδοτικούς Οίκους (Gerig, Modern, Breitkopf, κ.λπ.). Αναφέρουμε ορισμένες γνωστές ελλ. κινηματογραφικές ταινίες στίς οποίες έγραψε τη μουσική: «Σιλουέτες» (του Ζώη), «Πρόσωπο με πρόσωπο» (του Μανθούλη), «Η Εκδρομή» (του Κανελλόπουλου), «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά», «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», «Η νεράιδα και το παλληκάρι», «O ήλιος του θανάτου» (και οι 4 του Δημόπουλου), «Λούφα και παραλλαγή», «Άρπα-κόλλα», «Βίος και πολιτεία», «Μήλο-Μήλο» (κι οι 4 του Περάκη), «Η λεωφόρος του μίσους» (του Φώσκολου), «Το Μπορντέλο» (του Κούνδουρου), κ.λπ. Επίσης: «Πρόσωπο με πρόσωπο», «Ένοχοι», «Έρωτες στην καυτή άμμο», «Ανοικτή επιστολή», «Ψωμί για έναν δραπέτη», κ.λπ. Τέλος έγραψε μουσική για ντοκυμανταίρ και για θεατρικά έργα, όπως: «Πλούτος», «Σφήκες», «Φτερά του Ικάρου», «Ιερό Σφάγιο» (Εθνικό Θέατρο), «Γκρέκο» (ΕΛΘ), «Θυσία του Αβραάμ» (ΚΟΘΒΕ), «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» («Ελλ. Σκηνή», Αννας Συνοδινού), «Αμεδαίος» (του Ιονέσκο, Μόναχο), «Οθέλλος» (Κρατικό Θέατρο Μονάχου), κ.λπ.
Η ταφή θα γίνει στο δημοτικό κοιμητήριο στα Τρία Μοναστήρια Ρεθύμνου.