Ευρώπη και Ασία. Αμερική και Αυστραλία. Οι κοινωνίες όλου του πλανήτη φαίνονται ίσες και ίδιες απέναντι σε κάτι άγνωστο. Σε έναν εχθρό αόρατο και ανίκητο μέχρι στιγμή. Ο κορονοϊός ανέτρεψε τις ζωές όλων.
Η αγωνία είναι ίδια παντού. Στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία. Στο μικρό Ρέθυμνο και στη Ρώμη, την αιώνια πόλη όπως αποκαλείται. Στο «φινετσάτο» Παρίσι και στο πανάκριβο Λονδίνο, την οικονομική μητρόπολη της Ευρώπης. Όλες οι πόλεις έχουν νεκρώσει. Πόλεις απόκοσμες. Οι κάτοικοι τους έχουν κλειστεί στα σπίτια προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς έχει συμβεί.
Δεν μπορεί κανένας να πει πως έχει μείνει ανεπηρέαστος, άσχετα αν κάποιοι αντιμετωπίζουν πιο ψύχραιμα αυτή τη νέα πραγματικότητα, που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει.
Ανησυχία, άγχος, φόβος, πανικός, αβεβαιότητα για το αύριο. Μοιάζει με ένα κακό όνειρο όλο αυτό το σκηνικό. Και η επιθυμία όλων είναι να ξυπνήσουν αύριο κι όλα να έχουν περάσει.
Μιλήσαμε με Ρεθεμνιώτες που ζουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Για να μας δώσουν την εικόνα και το κλίμα που βιώνουν από τη δική του σκοπιά καθένας-καθεμιά τούτη την πρωτόγνωρη κατάσταση. Άνθρωποι που ζουν σε 5 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες. Ρεθεμνιώτες που είτε βρέθηκαν πρόσκαιρα και νιώθουν εγκλωβισμένοι σήμερα, είτε ζουν μόνιμα και εργάζονται εκεί. Αλλά όλοι τους πάντως ανησυχούν για τούτη την κατάσταση.
Ο Μάνος, φοιτητής στο Μπιρμπιχαμ της Αγγλίας, η Χριστίνα φοιτήτρια στο Μίνστερ της Γερμανίας, η Στέλα φοιτήτρια Ιατρικής στο Γκράτς της Αυστρίας, ο Κυριάκος, μάγειρας στη Βαρκελώνη, η Μάνια που εργάζεται στο κέντρο του Λονδίνου, η Μικέλλα που ζει και εργάζεται στη Ρώμη, ο κ. Μανώλης, συνταξιούχος μόνιμος κάτοικος στη Νεκαρσούλμ της Γερμανίας. Επτά συμπολίτες μακριά από την Ελλάδα, μακριά από τους συγγενείς τους. Ας δούμε πως βιώνουν αυτή την περίοδο.
Μικέλα: «Η ατμόσφαιρα στη Ρώμη είναι τόσο καταθλιπτική αν και οι μέρες είναι ηλιόλουστες»
Η Μικέλα Σαντόρο-Αλιγιζάκη, είναι μόνιμη κάτοικος της Ρώμης. Βρίσκεται δηλαδή στο κέντρο του δράματος της Ευρώπης. Γιατί η Ιταλία είναι η χώρα που δοκιμάζεται, που μετράει χιλιάδες νεκρούς και χιλιάδες ασθενείς που έχουν προσβληθεί από τον κορονοϊό. Δεν κρύβει τον φόβο της αλλά και τον πόνο της για τα τόσα θύματα. Εργάζεται από το σπίτι πλέον.
«Φοβάμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Πιο πολύ φοβάμαι να μην κάνω κάτι κακό σε άλλους. Είναι πρωτόγνωρο αυτό που ζούμε. Είναι συγκλονιστικό ότι κάθε μέρα άνθρωποι πεθαίνουν. Είμαστε χειρότερα από την Κίνα και δεν το περιμέναμε. Δεν έχουμε καταλάβει γιατί τόσο πολύ επηρεαστήκαμε εμείς, αφού και άλλοι λαοί έχουν επαφές με Κίνα» μας λέει.
Μας μεταφέρει την εικόνα της καθημερινότητας στην πόλη, στη γειτονιά που μένει: «Δεν υπάρχει κανείς στον δρόμο. Τη μία σου λένε μπορείς να πας σούπερ μάρκετ και την άλλη μέρα στο απαγορεύουν.
Τα παιδιά μου δεν βγαίνουν καθόλου έξω. Κάνουν τα μαθήματα διαδικτυακά. Βγαίνω εγώ μία -δύο φορές την εβδομάδα για να κάνω τα ψώνια. Βγαίνεις έξω και η ατμόσφαιρα είναι τόσο καταθλιπτική αν και οι μέρες είναι ηλιόλουστες. Κατά τις 6 το απόγευμα βγαίνουμε όλοι στα μπαλκόνια για 5 λεπτά. Χαιρετιόμαστε με τους γείτονες, παίζουν μουσική. Είναι παράξενο πως μέχρι τώρα δεν έδινες πολύ σημασία στους γείτονές σου αλλά τώρα αν δεις κάποιος να σε χαιρετάει χωρίς να τον ξέρεις το θεωρείς κάτι σπουδαίο».
Είναι ικανοποιημένη από τους χειρισμούς της ιταλικής κυβέρνησης στο σοβαρό αυτό πρόβλημα; Απαντά: «Στην αρχή κανείς δεν κατάλαβε πως το πρόβλημα ήταν τόσο σοβαρό. Από τον Φεβρουάριο που ξεκίνησε στην Κίνα, όλοι θεωρήσαμε ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό. Νομίζω ότι η κυβέρνηση με καθυστέρηση πήρε αποφάσεις και μάλλον ισορροπημένες. Έκλεισαν όλα εντός της χώρας, χωρίς να μπλοκάρουν όλα. Η υγεία είναι πάνω από όλα, αλλά πρέπει να γίνει με ισορροπία, γιατί και η οικονομική κατάσταση της χώρας θα είναι δύσκολη. Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσαν οι αρχές να το έχουν προλάβει νωρίτερα αυτό που συμβαίνει. Αν δούμε και άλλες χώρες, όπως Αγγλία, Γαλλία και Αμερική, εκεί το έχουν διαχειριστεί χειρότερα από εμάς».
Η Μικέλα στέλνει το δικό της μήνυμα στην Ελλάδα στο Ρέθυμνο: «Εμείς εδώ ζούμε στο πετσί μας ένα μεγάλο δράμα. Βλέπω ότι εσείς εκεί, ευτυχώς, ακόμα δεν έχετε πολλά κρούσματα. Έχετε κλείσει ήδη τα σχολεία, τα περισσότερα καταστήματα. Και νομίζω έτσι πρέπει να συνεχίσετε στην Ελλάδα παίρνοντας μέτρα. Ένα πράγμα θέλω να πω σε όλους: Μην βγαίνετε έξω. Μείνετε στο σπίτι. Για να τελειώσει όλο αυτό νωρίτερα για εσάς και να μην γίνετε όπως εδώ. Αν είχαμε πράξει όπως εσείς θα ήταν όλα διαφορετικά. Σε αυτά τα πράγματα όσο πιο πολύ καθυστερείς τόσο περισσότερο επιζήμιο είναι, δυστυχώς».
Η Μάνια Βουλγαράκη στο Λονδίνο και ο Μάνος Παπαδάκης στο Μπέρμιγχαμ
Η Μάνια Βουλγαράκη, υπάλληλος σε διεθνή οργανισμό, διαμένει έξω από το Λονδίνο, εργάζεται όμως στο κέντρο του Λονδίνου. Δείχνει ενοχλημένη που η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας δεν έλαβε νωρίς μέτρα πρόληψης. Η ίδια την τελευταία εβδομάδα επέλεξε να μείνει στο σπίτι με την οικογένεια της ως μέτρο αυτοπροστασίας.
«Εδώ και μια εβδομάδα, από την περασμένη Πέμπτη επέλεξα να μείνω και να εργάζομαι από το σπίτι. Από χθες δεν στέλνω στο σχολείο τα παιδιά μου. Είπανε ως οικογένεια να καθίσουμε σε εκούσια καραντίνα. Επειδή εργάζομαι στο κέντρο του Λονδίνου κι επειδή στην πόλη έχουν εμφανιστεί τα περισσότερα κρούσματα, τώρα που είμαστε όλοι στο σπίτι, προσέχω και διατηρώ κάποιες αποστάσεις, χωρίς να έχω εμφανίσει κάποιο σύμπτωμα.
Και άλλοι Έλληνες εδώ σταμάτησαν να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο πριν μια εβδομάδα με δική τους πρωτοβουλία, επειδή άκουγαν ότι τα μέτρα αυτά είχαν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες».
Ο κόσμος στο Λονδίνο δεν δείχνει φοβισμένος και δεν προσέχει ιδιαίτερα, μας επισημαίνει, δεν έχει πάρει στα σοβαρά το πρόβλημα κι αυτό οφείλεται στο ότι το κράτος δεν πήρε μέτρα:« Η μόνη οδηγία που είχαμε εδώ ήταν ότι εάν κάποιο μέλος της οικογένειας έχει ένα έστω και ήπιο σύμπτωμα να μπει σε καραντίνα. Έχουν παρθεί κάποια μέτρα αλά δεν περιορίζεται και πάρα πολύ ο κόσμος. Αυτό με ανησυχεί λίγο. Νομίζω δεν επικρατεί φόβος και γι’ αυτό ο κόσμος εδώ δεν προσέχει και ιδιαίτερα. Κάθε μέρα μαθαίνουμε για καινούρια κρούσματα και θανάτους, οπότε ίσως αυτό να έχει κάποια επίπτωση στην ψυχολογία του κόσμου. Πιστεύω ότι σιγά-σιγά οι πολίτες θα καταλάβουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και θα περιοριστούν περισσότερο».
Σχολιάζοντας τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στον κορονοϊό λέει: «Η κυβέρνηση είναι γεγονός ότι είχε κάποια διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τις άλλες κυβερνήσεις, αλλά νομίζω ότι πλέον κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να καθυστερούν άλλο και γι’ αυτό αποφάσισαν πιο δραστικά μέτρα. Θα κλείσουν τα σχολεία από αύριο και νομίζω ότι τις επόμενες μέρες αυτά τα μέτρα θα ενταθούν. Θα περιορίσουν την κυκλοφορία, θα κλείσουν pub, καφετέριες, έτσι έχουν πει τουλάχιστον, αν δουν ότι ο κόσμος δεν συμμορφώνεται. Τώρα είναι ανοιχτά όλα τα εστιατόρια, οι καφετέριες και οι pubs. Από αύριο θα κλείσουν τα σχολεία και αυτό όχι για όλους. Θα έπρεπε σίγουρα πιο νωρίς να ληφθούν μέτρα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει ο κόσμος να συμμορφωθεί. Θα πρέπει ο καθένας να καταλαβαίνει από μόνος του ότι είναι μία σοβαρή κατάσταση και είναι ατομική ευθύνη του καθενός το να διαφυλάξει την υγεία του, και την υγεία των γύρω του. Η κοινωνία δηλαδή δεν έχει συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο».
Στην Ελλάδα, μας λέει η Μάνια σωστά έπραξε η κυβέρνηση και πήρε αρκετά μέτρα έγκαιρα. Τη στεναχωρεί όμως όταν μαθαίνει ότι δεν τα τηρούν όλοι: «Μαθαίνω πως οι νέοι βρίσκουν άλλους τρόπους να μαζεύονται και να επικοινωνούν. Ακούω ότι αλλού έχουν ερημώσει οι δρόμοι και αλλού συνεχίζουν όπως πριν».
Η Μάνια Βουλγαράκη στέλνει τους χαιρετισμούς της στο Ρέθυμνο. Της λείπουν οι δικοί της άνθρωποι, θα ήθελε να είναι κοντά τους αυτές τις ώρες, αλλά αφού αυτό είναι αδύνατον επικοινωνεί συχνά μαζί τους μέσω της τεχνολογίας. «Οι δικοί μου είναι στο Ρέθυμνο. Ανησυχούν για εμάς εδώ και εμείς για εκείνους. Εννοείται ότι θα ήθελα να είμαι κοντά τους αλλά το βασικό αυτή τη στιγμή είναι ο καθένας μας να προσέχει και να μην βγαίνει από το σπίτι του. Ακόμα και εκεί να ήμουν δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι. Όλη η ανθρωπότητα ανά τον κόσμο βιώνει την ίδια αγωνία, θέλουν όλοι να είναι κοντά σε οικεία πρόσωπα αυτές τις ημέρες, αλλά ευτυχώς υπάρχουν τρόποι επικοινωνίας που τόσα χρόνια τους έχουμε συνηθίσει, ως κάτοικοι του εξωτερικού».
Ο Μάνος Παπαδάκης, είναι φοιτητής στο Birmingham της Αγγλίας. Έκδηλη η αγωνία του αλλά και ο θυμός του επειδή η κυβέρνηση δεν έλαβε κανένα μέτρο πρόληψης. Θέλει να επιστρέψει το συντομότερο στην Ελλάδα και στην οικογένεια του στο Ρέθυμνο, έχει βγάλει εισιτήρια για το τέλος του μήνα αλλά φοβάται πολύ μήπως αποκλειστεί εκεί. «Όλοι οι Έλληνες εδώ προσπαθούμε να φύγουμε. Έχω μία εργασία μέχρι 31 του μηνός που πρέπει να την παραδώσω και έχω ήδη κλείσει εισιτήρια για Ελλάδα, με τον φόβο βέβαια ότι θα ακυρωθούν. Η κυβέρνηση εδώ θέλει να μας πεθάνει πριν την ώρα μας. Μόνο αύριο θα κλείσουν τα σχολεία, ενώ ήδη έχουμε στην πόλη που ζω 25 επιβεβαιωμένα κρούσματα! Το σκεπτικό τους είναι να αρρωστήσουμε όλοι και να αποκτήσουμε κάποιο είδος ανοσίας και… όσοι πεθάνουν, ας πεθάνουν. Θεωρώ πως οι πολίτες και το κράτος είναι ανεύθυνοι».
Σχολιάζει την απουσία του κράτους λέγοντας: «Μέτρα που θα έπρεπε από νωρίς να ληφθούν τα εφαρμόζουν μόνο τώρα και ξαφνικά μέσα σε μία μέρα εμφανίζονται 200 κρούσματα από το πουθενά. Το μόνο που προτρέπουν είναι να μην συνωστιζόμαστε σε pubs και καφετέριες, αλλά όλα παραμένουν ανοικτά. Ο κόσμος κυκλοφορεί κανονικά, υπάρχει μεγάλος συνωστισμός στα λεωφορεία, όλοι είναι χωρίς μάσκες αλλά το παράδοξο είναι ότι ενώ το παίζουμε τόσο χαλαροί έχουν αδειάσει όλα τα σούπερ μάρκετ! Ξηρά τροφή, μακαρόνια και χαρτικά έχουν εξαφανιστεί! Φαρμακεία κανονικά δεν υπάρχουν εδώ. Μόνο κάτι αλυσίδες τύπου Boots και Superdry στα οποία πουλάνε φαρμακευτικά προϊόντα. Όμως έχουν εξαφανιστεί και τα αντισηπτικά και τα γάντια. Μάσκα φανταστείτε, πρόλαβα τελευταία στιγμή να παραγγείλω από το Amazon, μία βιομηχανική ανθεκτική και την πλήρωσα 15 ευρώ! Όσο για μακαρόνια και χαρτί υγείας δεν βρίσκεις πλέον ούτε στο Amazon».
Ποια είναι η δική του στάση-συμπεριφορά έναντι του κορονοϊού; Και τι τον συμβουλεύουν οι γονείς του; «Εγώ προς το παρόν είμαι χαλαρά. Δεν κυκλοφορώ πολύ έξω και όταν το κάνω προσέχω τι θα ακουμπήσω. Θέλω να γυρίσω πίσω όχι τόσο από φόβο ότι είμαι μακριά, αλλά γιατί δεν συμφέρει. Από τη στιγμή που η σχολή μου είναι κλειστή, γιατί να επιβαρύνω την οικογένειά μου με ανούσια έξοδα και να αποκλειστώ εδώ; Απλά περιμένω την ευκαιρία να γυρίσω, γιατί τουλάχιστον στην Ελλάδα τα μέτρα πρόληψης είναι καλύτερα.
Οι γονείς μου, όπως και κάθε γονιός που το παιδί του είναι στο εξωτερικό, ανησυχούν. Πιστεύω ωστόσο πως κάθε γονιός που έχει κάποιο παιδί στο εξωτερικό, ούτως ή άλλως, του έχει ήδη εμπιστοσύνη και ξέρει ότι μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του».
Η Στέλα παραμένει στην Αυστρία, ο Κυριάκος επέστρεψε από τη Βαρκελώνη
Η Στέλα από το Ρέθυμνο, φοιτήτρια ιατρικής, βρίσκεται με το πρόγραμμα Erasmus στο πανεπιστήμιο Γκρατς της Αυστρίας και κάνει την πρακτική της σε νοσοκομείο. Φοβάται, όπως μας λέει, αλλά η Αυστρία την κάνει να νιώθει ασφάλεια διότι μέχρι στιγμής όλα είναι υπό έλεγχο.
«Πριν μία εβδομάδα, στις 11 Μαρτίου, σταμάτησαν οι πρακτικές για το νοσοκομείο, τόσο για τους σπουδαστές των προγραμμάτων Erasmus, όπως είμαι εγώ όσο και για τους ντόπιους Αυστριακούς. Ήμουν στην ορθοπεδική κλινική που δεν έχει πολύ μεγάλη σχέση με τον ιό. Τα νοσοκομεία εδώ έχουν επάρκεια από ότι φαίνεται, γιατί αν δεν είχαν θα μας έλεγαν να βοηθήσουμε και εμείς ως πρακτικάριοι. Έχουν διακόψει τα χειρουργεία και τα εξωτερικά ιατρεία. Από τότε μένω μέσα στις εστίες» λέει.
Πως είναι η καθημερινότητα της Στέλας; «Την τελευταία εβδομάδα από 100 άτομα που ήμασταν στις εστίες έχουμε μείνει 25, γιατί όλοι φεύγουν για τις πατρίδες τους. Μας απαγορεύουν να βάζουμε μέσα επισκέπτες και χρησιμοποιούμε λιγότερο τους κοινόχρηστους χώρους. Δεν έχει γίνει κάποια απολύμανση στις εστίες, ωστόσο, μας έχουν βάλει σε καραντίνα και επιτρέπεται να κυκλοφορώ μόνο με τα άτομα που μένουν μαζί μου στο σπίτι. Τα αθλήματα δεν έχουν απαγορευτεί αλλά υπάρχει και πάλι ο περιορισμός των 10 ατόμων. Προσωπικά βγαίνω, είτε μόνη μου, είτε με τις συγκατοίκους μου για μία βόλτα με το ποδήλατο αλλά δεν βλέπεις πολύ κόσμο έξω, παρά τον καλό καιρό».
Όπως προσθέτει ήταν δική της επιλογή να παραμείνει στην Αυστρία: «Γενικά φοβάμαι αλλά νιώθω ότι η κατάσταση τουλάχιστον εδώ είναι υπό έλεγχο. Θα ήθελα να ήμουν στην Ελλάδα ώστε να βοηθήσω αν υπάρξει ανεπάρκεια, όποιον μπορώ. Αλλά αφού υπάρχει πιθανότητα να συνεχιστεί η πρακτική μου επέλεξα να μείνω και να περιμένω εδώ» μας ανέφερε.
Ο Κυριάκος ζει και εργάζεται στη Βαρκελώνη ως μάγειρας. Νιώθει τυχερός που πρόλαβε και επέστρεψε πριν λίγες μέρες στο Ρέθυμνο, πριν απαγορευτούν οι πτήσεις και πριν η Ισπανία κλείσει τα σύνορα της. Σήμερα μας περιγράφει μια κατάσταση φόβου, πανικού και αγωνίας που επικράτησε στη Βαρκελώνη, αφού η ισπανική κυβέρνηση καθυστέρησε πολύ να πάρει μέτρα. Ο ίδιος ένιωθε μεγάλη ανασφάλεια και ήθελε οπωσδήποτε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Είναι αποκαλυπτικά όσα μας διηγείται:
«Έφυγα μία μέρα πριν κλείσει η Ισπανία τα σύνορα. Το κράτος άργησε πάρα πολύ να πάρει μέτρα. Ενώ είχαμε θύματα, λειτουργούσαν όλα. Εγώ συνέχιζα να πηγαίνω στη δουλειά μου, σε ένα ελληνικό εστιατόριο, τα σχολεία ανοικτά, συνωστισμός στο μετρό και στα λεωφορεία. Έβλεπες τους μισούς να φορούν μάσκες και γάντια και τους άλλους εντελώς απροστάτευτους. Φυσικά και όλα τα σούπερ μάρκετ είχαν αδειάσει. Μετά από τέσσερις ημέρες που έψαχνα μάσκα και τελικά βρήκα, την αγόρασα 5 ευρώ. Φοβόμουν λίγο γιατί ο συγκάτοικος μου δούλευε σε μία εταιρία στην οποία βρέθηκαν δύο κρούσματα.
Όταν έφυγα δεν με αποχαιρέτησε και δεν με αγκάλιασε κανείς. Όλοι ήμασταν υπό καθεστώς φόβου. Ένιωθα γενικά ανασφάλεια και γι’ αυτό ήθελα να γυρίσω πίσω. Γιατί αν κάτι συνέβαινε, δεν ήξερα καθόλου πώς να κινηθώ στο δικό τους σύστημα υγείας. Πίστευα πως αν κλείσουν τα σύνορα θα αποκλειστώ εκεί για μήνες. Δεν μετάνιωσα στιγμή που γύρισα. Εκεί τα κρούσματα ήταν περισσότερα και ένιωθα ανασφάλεια. Προφανώς και έχω μπει αυτοβούλως σε καραντίνα και ακόμα δεν έχω έρθει σε επαφή ούτε με φίλους, ούτε με την οικογένειά μου, μέχρι να περάσουν 14 ημέρες από την επιστροφή μου. Αλλά δεν με πειράζει, αρκεί που είμαι πίσω».
Η ζωή στη Γερμανία για τη Χριστίνα και τον κ. Μανόλη
Ο κ. Μανόλης Μαγριπλής είναι συνταξιούχος και ζει στην πόλη Νεκαρσούλμ κοντά στη Χαϊδεμβέργη της Γερμανίας. Παρακολουθεί με ψυχραιμία τις εξελίξεις για τον κορονοϊό τόσο στη χώρα που ζει, όσο και στην Ελλάδα όμως που είναι η πατρίδα του και βρίσκονται οι συγγενείς του. Όπως μας μετέφερε, οι άνθρωποι στην Γερμανία είναι πιο πειθαρχημένοι και από μόνοι τους αποφεύγουν τις συναθροίσεις. «Από την περασμένη Τρίτη έκλεισαν τα σχολεία και θα ανοίξουν μετά το Πάσχα, δηλαδή στο τέλος Απριλίου. Εκτός από τα σούπερ μάρκετ και τους φούρνους, τα υπόλοιπα καταστήματα είναι κλειστά. Ωστόσο τα εστιατόρια παραμένουν ανοιχτά με συγκριμένες προδιαγραφές, δηλαδή θα πρέπει τα τραπέζια να έχουν απόσταση δυο μέτρων το ένα με το άλλο. Τα καφέ είναι κλειστά. Σε γενικές γραμμές δεν μπορώ να πω ότι μας διακατέχει ο φόβος. Κυκλοφορούμε στον δρόμο, ψωνίζουμε με προσοχή και κρατάμε τις αποστάσεις ο ένας από τον άλλον. Τα πράγματα δεν είναι τόσο ακραία εδώ όπως στην Ελλάδα. Στη γειτονιά μου είμαστε αρκετοί Έλληνες, συναντιόμαστε διατηρώντας μια απόσταση 2-3 μέτρων ο ένας με τον άλλον. Κάνοντας τη βόλτα μας και τα ψώνια μας βλέπουμε κάποιους να κυκλοφορούν με μάσκα και γάντια. Θεωρώ ότι η γερμανική κυβέρνηση άργησε να λάβει μέτρα» μας είπε.
Ο γιος του κ. Μανόλη είναι γιατρός, αναισθησιολόγος, σε νοσοκομείο κι είναι λογικό να ανησυχεί: «Ο γιος μου είναι αναισθησιολόγος σε νοσοκομείο και φυσικά ανησυχώ για το παιδί μου και έχω αγωνία. Όμως παρά την ανησυχία που υπάρχει πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με αισιοδοξία. Όπως μου λέει και ο ίδιος πρέπει να προσέχουμε τις επαφές και τις συγκεντρώσεις. Και προσέχουμε αλλά δεν μας έχει κυριεύσει ο πανικός».
Η Χριστίνα, που σπουδάζει στην πόλη Μίνστερ στη Γερμανία, μας επισημαίνει πως η κατάσταση είναι ελεγχόμενη και πως δεν επικρατεί πανικός: «Δεν έχει επικρατήσει κανένας πανικός. Μας έχουν πει να περιορίσουμε τις επαφές μας και τις συναθροίσεις αλλά δεν έχουμε κάποια απαγόρευση για κατ’ οίκον περιορισμό. Το πανεπιστήμιο μου έκλεισε αλλά μας ενημέρωσαν ότι τα μαθήματα θα ξεκινήσουν κανονικά από 30 Απρίλη. Ο μόνος πανικός που έχω αντιληφθεί είναι στα σούπερ μάρκετ, που έχουν αδειάσει όλα τα ράφια. Οι ηλικιωμένοι πάντως κυκλοφορούν μόνο σε πάρκα και είναι ελάχιστοι, ενώ έχω δει κανέναν ακόμα με μάσκα».