Οι πράσινες (βιώσιμες) πόλεις επιτυγχάνουν τη μείωση του οικολογικού τους αποτυπώματος (δηλαδή την χρήση φυσικών πόρων και ενέργειας), ενώ συγχρόνως εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή και μείωση της κοινωνικής ανισότητας, βελτίωση της ποιότητας ζωής ιδίως για τους φτωχούς και ευάλωτους πολίτες.
Οι κυριότεροι άξονες δράσης για το πρασίνισμα μιας πόλης είναι:
• Η διαχείριση ενέργειας και μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
• Οι μεταφορές.
• Η δόμηση και χρήσεις γης.
• Η διαχείριση νερού.
• Η διαχείριση αποβλήτων.
Για όλα τα παραπάνω χρειάζεται ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός που θα φέρει όχι μόνο περιβαλλοντικά αλλά και κοινωνικά οφέλη. Σε πολλές περιπτώσεις -ιδίως στις Ελληνικές πόλεις- απουσιάζει ένας τέτοιος σχεδιασμός, για πολλούς λόγους, μερικούς από τους οποίους θα προσπαθήσω να επισημάνω.
Καλά παραδείγματα πράσινων πόλεων μας διδάσκουν ότι για τον οικολογικό μετασχηματισμό μιας πόλης απαιτείται ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης σε τοπικό επίπεδο που θα υποστηρίζεται από μια ισχυρή πολιτική συμμαχία μεταξύ της κεντρικής διοίκησης, των δημοτικών αρχών, της κοινωνίας των πολιτών, των επιχειρήσεων, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όλων των θεσμικών φορέων, που έχουν ρόλο στην ζωή της πόλης.
Εάν ένα τέτοιο μοντέλο διακυβέρνησης δεν είναι εφικτό, τότε είναι προτιμότερο να ακολουθηθεί μια πιο «μινιμαλιστική» στρατηγική, όπου θα τίθεται μια καθαρή ιεραρχία των προβλημάτων και θα υιοθετούνται στρατηγικοί στόχοι για συγκεκριμένους τομείς, όπως η ενέργεια, η χρήση νερού, η διαχείριση απορριμμάτων.
Στις ελληνικές πόλεις είναι πολύ δύσκολη η υιοθέτηση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού, γιατί λείπει ένα δημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης που μπορεί να στηρίξει αυτή την επιλογή.
Ενώ δεν είναι πάντα εφικτό να μιμηθούμε πόλεις που αξιολογούνται ως πράσινες (όπως για παράδειγμα το Freiburg, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη, το Όσλο και η Βιέννη), μπορούμε να μάθουμε από αυτές, ώστε να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς που εμποδίζουν την βιώσιμη ανάπτυξη των δικών μας πόλεων.
Φυσικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ανήκουν μόνο Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στη λίστα των πράσινων πόλεων. Καλά παραδείγματα υπάρχουν και αλλού: για παράδειγμα το Τόκιο μείωσε τις απώλειες νερού από τα δίκτυα ύδρευσης κατά 50%, την περίοδο 2000-2010, ενώ στο Δελχί αποφασίστηκε υποχρεωτική συλλογή του βρόχινου νερού για όσες οικίες έχουν οροφή μεγαλύτερη των 100 m2 (πηγή: UNEP).
Τα κυριότερα εμπόδια για το πρασίνισμα των Ελληνικών πόλεων
Ο οικολογικός μετασχηματισμός των πόλεων δεν είναι απλά ένα τεχνικό θέμα αλλά έχει σαφείς πολιτικές και πολιτιστικές διαστάσεις. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, την ένταξη των μεταναστών και την άνοδο του επιπέδου ποιότητας ζωής για τις λιγότερο ευνοημένες ομάδες του πληθυσμού.
Τα σημαντικότερα εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεράσουμε για να πλησιάσουμε τον στόχο των πράσινων πόλεων στην Ελλάδα είναι:
1. Ο κατακερματισμός και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διαφόρων επιπέδων λήψης αποφάσεων (σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο).
Συχνά ο σχεδιασμός σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο έρχεται σε αντίθεση, ή δεν ενσωματώνει εθνικούς στόχους! Για παράδειγμα, στο θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων δεν ενσωματώνεται η εθνική νομοθεσία και οι εθνικοί στόχοι μείωσης των απορριμμάτων στους περιφερειακούς σχεδιασμούς.
2. Η απουσία ενός δημοκρατικού πλαισίου λήψης αποφάσεων με συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.
Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούνται εργαλεία διαβούλευσης και δημοκρατικής λήψης αποφάσεων (π.χ. με τοπικά δημοψηφίσματα ή ηλεκτρονικές ψηφοφορίες) στους σχεδιασμούς, με αποτέλεσμα να κορυφώνεται η αντιπαράθεση με τις τοπικές κοινωνίες.
3. Απουσιάζει η λογοδοσία από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές. Αυτό είναι σημείο κλειδί γιατί γεννάει την καχυποψία στους πολίτες και οδηγεί σε όξυνση των αντιπαραθέσεων.
Δεν γίνεται γνωστό στους πολίτες πως προχωρούν οι σχεδιασμοί, πώς αξιολογούνται οι επιδόσεις για την επίτευξη επιμέρους στόχων και τι διορθωτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν.
4. Δεν χρησιμοποιούνται καινοτόμα θεσμικά εργαλεία και ένα σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση των φυσικών πόρων και ενέργειας.
Για παράδειγμα στο θέμα των σκουπιδιών χρειάζονται θεσμικές αλλαγές για τον τρόπο χρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις πόλεις, σύμφωνα με τα συστήματα «πληρώνω όσο πετάω», με σύγχρονη λήψη μέτρων διευκόλυνσης των φτωχών και ευάλωτων πολιτών.
5. Λείπουν οι συνέργειες και συνεργασίες με τις ιδιωτικές και κοινωνικές επιχειρήσεις.
Η δυναμική εμπλοκή ιδιωτικών και κοινωνικών επιχειρήσεων σε θέματα διαχείρισης ενέργειας, νερού και αποβλήτων μπορεί να έχει πολύ θετικές συνέπειες με την αύξηση της αποδοτικότητας και μείωση του συνολικού κόστους διαχείρισης, αύξηση των θέσεων εργασίας, επέκταση υποδομών και δραστηριοτήτων βιώσιμης διαχείρισης σε περιοχές που δεν καλύπτονται σήμερα από τέτοιες υπηρεσίες.
6. Μειωμένη υπευθυνότητα από την πλευρά των πολιτών και σημαντικές αντιδράσεις σε προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις από κοινωνικές ομάδες που θεωρούν ότι θίγονται από αυτές.
Η περιβαλλοντική υπευθυνότητα του πολίτη ευνοείται και αναπτύσσεται σε δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες, αντίθετα υποβαθμίζεται σε κατακερματισμένες κοινωνίες που λειτουργούν με δημοκρατικό έλλειμμα. Είναι σοβαρός ο ρόλος της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να αξιοποιείται στους τοπικούς σχεδιασμούς.
Οι αντιδράσεις κοινωνικών ομάδων σε μεταρρυθμίσεις είναι ένας από τους σοβαρούς λόγους καθυστερήσεων, παλινδρομήσεων και συχνά ακυρώσεων των θεσμικών αλλαγών. Ωστόσο και αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν με το «άνοιγμα» του διαλόγου και τον εκδημοκρατισμό της λήψης αποφάσεων (μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία).
7. Έλλειψη πόρων, έλλειψη επενδύσεων σε περιβαλλοντικές υποδομές.
Για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο χρειάζονται χρηματοδοτικά εργαλεία (π.χ. μέσω κοινοτικών κονδυλίων) αλλά και μέσω της συμμετοχής ιδιωτών στις επενδύσεις.
Θετικά βήματα που έχουν γίνει στην Ελλάδα για την άρση των παραπάνω εμποδίων.
1. Η σταδιακή «ωρίμανση» και η αύξηση της πολιτικής επιρροής της κοινωνίας των πολιτών που στο παρελθόν είχε πολύ μικρή πολιτική παρέμβαση.
Φαίνεται ότι πολλές ΜΚΟ, φορείς πολιτών, εκπαιδευτικοί οργανισμοί, επιστημονικοί φορείς και ινστιτούτα έχουν αντιληφθεί τον διευρυμένο πολιτικό ρόλο που καλούνται να έχουν σήμερα ως διαμεσολαβητές μεταξύ του κράτους και του πολίτη, ώστε να συμβάλλουν σε ένα πιο δημοκρατικό/συμμετοχικό μοντέλο διακυβέρνησης.
2. Το άνοιγμα του διαλόγου στην κοινωνία για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Ο μέσος Έλληνας πολίτης φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές είναι αναγκαίες όχι μόνο για το ξεπέρασμα της κρίσης αλλά για την επιβίωση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Η προώθηση συντεχνιακών συμφερόντων και η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις από κοινωνικές ομάδες αυξημένης πολιτικής επιρροής οδηγεί τελικά σε απώλεια εισοδήματος και κοινωνικής προστασίας εκείνων που την έχουν περισσότερο ανάγκη, και κατά συνέπεια αυξάνει τον κίνδυνο μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων και εκφασισμού της κοινωνίας.
3. Η αυξανόμενη απαίτηση των πολιτών για διαφάνεια και λογοδοσία των δημοτικών/περιφερειακών αρχών και τα πρώτα θετικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση.
Φαινόμενα διαφθοράς και αδιαφάνειας δεν είναι πλέον εύκολα ανεκτά από την Ελληνική κοινωνία και κάτω από την αυξανόμενη κοινωνική πίεση οι τοπικές αρχές υποχρεώνονται σε λογοδοσία. Αρκετοί δήμοι προχωρούν σε εκθέσεις επιδόσεων για θέματα ενέργειας, σκουπιδιών κ.α.
4. Η σημαντική αύξηση πρωτοβουλιών πράσινης/καινοτόμου επιχειρηματικότητας με δημιουργία εταιρειών κοινωνικής βάσης. Η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Οι πρωτοβουλίες αυτές λόγω της οικονομικής κρίσης αυξάνονται σημαντικά και αποτελούν καλά παραδείγματα για την βιώσιμη χρήση φυσικών πόρων αλλά και κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Συμπερασματικά: οι Ελληνικές πόλεις φαίνεται ότι έχουν αρκετό δρόμο μπροστά τους να διανύσουν για να πετύχουν ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης που θα στηρίζει τον οικολογικό μετασχηματισμό τους. Ωστόσο φαίνεται ότι αναπτύσσονται εκείνοι οι κοινωνικοί (και πολιτικοί) πυρήνες που μπορούν να δρομολογήσουν τέτοιες θετικές αλλαγές!
* Η Μαρία Βιτωράκη είναι χημικός μηχανικός, καθηγήτρια επιστήμης περιβάλλοντος και υποψήφια ευρωβουλευτής με το Ποτάμι