Το «μακεδονικό» είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους Έλληνες πολιτικούς και πολίτες έναν και πλέον αιώνα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα πρωταγωνιστές στη διαμάχη γύρω από τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και τους πληθυσμούς που κατοικούσαν σε αυτόν ήταν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι και σ’ έναν βαθμό και οι Σέρβοι.
Σήμερα ουσιαστικοί πρωταγωνιστές είναι οι Σλαβομακεδόνες ή κατά τους ίδιους Μακεδόνες. Δηλαδή ένας πληθυσμός που στις αρχές του περασμένου αιώνα δεν υπήρχε ως συγκροτημένη εθνοτική ομάδα ή και αν δεχτούμε πως υπήρχε σε κάποια μορφή δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει και δεν άρθρωσε πολιτικό ή επιστημονικό λόγο.
Αυτοί που αρθρώσανε τότε λόγο ήταν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, δύο λαοί που έπασχαν και αγωνιούσαν, να δομήσει ο καθένας τη δική του διακριτή εθνική ταυτότητα.
Στην προσπάθεια δόμησης εθνικής ταυτότητας υπήρξαν και «κατασκευές», όπως συνήθως συμβαίνει κατά τη διαδικασία δόμησης των εθνικών ταυτοτήτων.
Στο παρόν άρθρο θα οριοθετήσουμε αδρομερώς την έννοια «ταυτότητα» και θα σκιαγραφήσουμε τον «πόλεμο» (στη μεταφορική έννοια του όρου) των ταυτοτήτων κυρίως κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια.
Επιφυλασσόμαστε δε σε επόμενο άρθρο να αναλύσουμε τον σημερινό πόλεμο ταυτοτήτων, μεταξύ Ελλήνων και Σλαβομακεδόνων -αλλά και μεταξύ Ελλήνων- αυτή τη φορά.
Η ταυτότητα δομείται από συγχρονικά και διαχρονικά στοιχεία καθώς και από συλλογικά – δηλαδή κοινά σε όλα τα μέλη της ομάδας – και από ατομικά/προσωπικά.
Τα συγχρονικά πηγάζουν από το παρόν, την καθημερινότητα και συνθέτουν αυτό που συνήθως αποκαλούμε κοινωνικο-πολιτισμική ταυτότητα, ενώ τα διαχρονικά αναφέρονται κυρίως στο παρελθόν: στην ιστορία, στις παραδόσεις, αλλά και σε μύθους, θρύλους και σε ενδεχόμενες κατασκευές.
Η ατομική ταυτότητα διαχωρίζει το κάθε άτομο από τα λοιπά μέλη της ομάδας του, ενώ η συλλογική ενώνει τα μέλη της ομάδας, αλλά και τα διαχωρίζει συγχρόνως από τα μέλη άλλων ομάδων.
Η εθνική ταυτότητα είναι συλλογική ταυτότητα και δομείται από κοινά διαχρονικά διαπιστώσιμα στοιχεία (όπως γλώσσα, θρησκεία ιστορία), αλλά και από συμβολικά, ιδεολογικά, συναισθηματικά στοιχεία (όπως για παράδειγμα την πίστη σε μια κοινή καταγωγή), τα οποία, βέβαια, έχουν τη δική τους δυναμική και αξία για το άτομο και την ομάδα.
Η ταυτότητα έχει άμεση σχέση με την αυτοεικόνα, την αυτογνωσία και τον αυτοπροσδιορισμό μας, αλλά συναρτάται και με τον ετεροπροσδιορισμό, γιατί όταν η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας δεν συμπίπτει ή τουλάχιστον δεν συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με την εικόνα που έχουν οι άλλο για μας, τότε μπορεί να υπάρξει πρόβλημα.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε σχετικά με την ταυτότητα ή ακριβέστερα τις ταυτότητες των πληθυσμών της Μακεδονίας εστίασε κυρίως στη γλώσσα και στην καταγωγή και λιγότερο στη θρησκεία. Και αυτό, επειδή πάρα τις όποιες διαφορές, λόγω της βουλγαρικής εξαρχίας, οι πληθυσμοί στα Βαλκάνια ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία χριστιανοί.
Το βασικό επιχείρημα των Βουλγάρων ήδη πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν ότι η ομιλούμενη γλώσσα παρέπεμπε άμεσα στην εθνοτική καταγωγή των ομιλητών της · κατά συνέπεια όλοι οι βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί στη Μακεδονία ήταν Βούλγαροι.
Βέβαια, αν κάποιος έδειχνε ότι ο κώδικας των ξενόφωνων δεν είχε την καταγωγή του στη βουλγαρική, αλλά στην ελληνική γλώσσα, τα πράγματα θα άλλαζαν. Υιοθετήθηκε, λοιπόν, από την ελληνική πλευρά η θεωρία του μικτού κώδικα και ζητούμενο ήταν, πλέον, να αποδειχθεί ότι οι γλωσσικοί κώδικες των ξενόφωνων πληθυσμών είχαν τις ρίζες τους όχι στη βουλγαρική, αλλά στην ελληνική γλώσσα και να ενισχυθεί έτσι η θέση περί της ελληνικής καταγωγής αυτών των πληθυσμών, αλλά και της συνεχούς παρουσίας των Ελλήνων στις αμφισβητούμενες περιοχές.
Δύο ήταν κυρίως οι «λόγιοι» της εποχής που ασχολήθηκαν με το γλωσσικό κώδικα των πληθυσμών στη Μακεδονία και μάλιστα πριν τους βαλκανικούς πολέμους: Ο Μπουκουβάλας και ο Τσιούλκας – στελέχη της εκπαίδευσης και οι δύο.
Όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, το μακεδονικό ζήτημα διευθετήθηκε τότε, σε έναν βαθμό, μέσα από τους Βαλκανικούς πολέμους. Επειδή όμως ο πόλεμος μπορεί να διευθετεί προσωρινά, αλλά δεν λύνει προβλήματα, το δομούμενο ελληνικό, εθνικό κράτος χρειαζόταν μια γενικότερη θεωρία που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει το γλωσσικό και εθνοτικό μωσαϊκό στου κόλπους του, ιδιαίτερα με τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Αναπτύχθηκε, λοιπόν, η θεωρία ότι οι ξενόφωνοι πληθυσμοί που ζούσαν εντός της ελληνικής επικράτειας, και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, ήταν ελληνικής καταγωγής που λόγω των ιστορικών συγκυριών είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα. Αλλιώς διατυπωμένο: Ομογενείς απωλέσαντες την ελληνικήν γλώσσαν.
Στις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οπότε ή ελληνική επικράτεια διπλασιάζεται και οι αλλόφωνοι, αλλοεθνείς πολλαπλασιάζονται στους κόλπου της, το δομούμενο ελληνικό, εθνικό κράτος χρειαζόταν μια τέτοια θεωρία για τη νομιμοποίηση των αφομοιωτικών πολιτικών του, και μέσα από αυτές τη δημιουργία μιας εθνικής ομοιογένειας (ένα λαός, μια γλώσσα, μια θρησκεία, κοινή ιστορία).
Γι’ αυτό και αναπτύχθηκε τότε η σχετική επιχειρηματολογία περί καταγωγής και γλώσσας των μακεδονικών πληθυσμών. Μια επιχειρηματολογία με νόημα και λειτουργικότητα για την εποχή της εθνογένεσης.
Έχει, όμως, νόημα να μεταφέρεται αυτή η επιχειρηματολογία στις μέρες μας; Δηλαδή, σε μια εποχή όπου η διαδικασία της εθνογένεσης έχει ολοκληρωθεί, το ελληνικό κράτος έχει τη δική του διακριτή, εθνική ταυτότητα και ως τέτοιο έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους διεθνείς οργανισμούς;
Αυτό είναι ένα καίριο ερώτημα το οποίο επιφυλασσόμαστε να συζητήσουμε σε επόμενο άρθρο.
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Κρήτης