Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Ο κ. Σωκράτης Τσουρδαλάκης πρώην πρόεδρος της Παγκρήτιας Ένωσης της Μελβούρνης, παραμένει ένας θερμός νοσταλγός της πατρίδας και κάθε του ανάρτηση στο δικό του λογαριασμό στα Μέσα Κοινωνικής δικτύωσης έχουν και μια ιδιαίτερη σημασία. Μας συγκλονίζει τελευταία μια μαρτυρία του από την περίοδο της Μάχης της Κρήτης και την μεταφέρουμε αυτούσια γιατί αξίζει ιδιαίτερης παρουσίασης.
Οι μνήμες γράφουν ιστορία και οι νέοι μας τις έχουν ανάγκη περισσότερο από τον καθένα.
Αναφέρει λοιπόν ο κ. Τσουρδαλάκης.
Του Τσουρδαλαντώνη το Μετόχι και η εκκλησία των Αγίων Πάντων
Ο αείμνηστος πατέρας μου Αντώνης Τσουρδαλάκης διαισθάνθηκε από το 1939 που είχε αρχίσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη, ότι οι Γερμανοί δεν αποκλείεται μια μέρα να έφταναν και στην Κρήτη. Γνώριζε καλά την αγριότητα και το πείσμα των Γερμανών για εκδίκηση, αφού είχε κάνει τρία χρόνια αιχμάλωτος τους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις ανησυχίες του αυτές ήλθε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο, η κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας του φασίστα Μουσολίνι και συμμάχου των Γερμανών στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Μια μέρα λοιπόν αρχές του Μάρτη 1941 κάθονταν ο πατέρας μου με μια παρέα στου αδελφού του Νικολή το καφενείο και συζητούσαν τα τελευταία νέα. Άσχημα νέα.
Οι Γερμανοί προχωρούν νικητές σε όλα τα μέτωπα. Ήδη έχουν μπει στην Γιουγκοσλαβία και προχωρούν προς το νότο. Είναι σίγουρος ότι ήλθε και η σειρά της Ελλάδας. Λέει λοιπόν της παρέας.
– Αύριο θα πάρω τα κοπέλια να πάω στη Γιαλιά να χτίσω ένα μετόχι (αγροτικό σπίτι) γιατί οι Γερμανοί θα ‘ρθουν και στην Κρήτη. Δεν αποκλείεται μάλιστα να βομβαρδίσουν και το χωριό μας. Θα πάω λοιπόν εκειά την οικογένειά μου.
– Εμά μωρέ Αντώνη και στην Κρήτη θα έρθουνε οι Γερμανοί!!! του απάντησαν μερικοί κοροϊδευτικά. Ο πατέρας μου δεν μίλησε παρά σηκώθηκε και έφυγε. Την επόμενη μέρα πράγματι πήρε μαζί του τα μεγάλα μου αδέλφια πήγε στην τοποθεσία «Γιαλιά» δύο ώρες ποδαρόδρομο δυτικά του χωριού μας και άρχισε να χτίζει το μετόχι.
Δεν πέρασαν 2 μήνες και οι Γερμανοί βομβάρδισαν το χωριό μας. Σε ένα μήνα περίπου είχε έτοιμο το πάνω μετόχι. Δηλαδή ένα μακρόστενο δωμάτιο που όμως ήταν αρκετό να στεγάσει την οικογένειά μας όταν πήγαμε εκεί.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι το χωράφι που κτίστηκε το μετόχι ήταν περιουσία της μάνας μου Ελευθερίας από τον παππού της Τσιρμιρή Δημήτρη (Τσιρμιροδημήτρη), ο οποίος ως φαίνεται το είχε αγοράσει από κάποιο άλλο χωριανό μας το Φανούριο Ζεάκη διότι στη θέση που κτίστηκε το πάνω μετόχι ήταν ερείπια άλλου μετοχιού που λεγόταν «το μετόχι του Φανούριο» όπως έλεγε η μάνα μου.
Το ερειπωμένο λοιπόν αυτό μετοχάκι μέσα στο οποίο είχαν φυτρώσει άγριοι θάμνοι έκτισε πάλι ο πατέρας μου με τη βοήθεια των αδελφών μου Θεοχάρη, Ιωάννας και Νικολή οι οποίοι του κουβαλούσαν τις πέτρες και αυτός έκτιζε. Ο πρώτος μου αδελφός ο Κώστας τότε ήταν βοσκός στο χωριό Κεραμέ.
Στις 21 του Μάη 1941 που τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν την Κρήτη και μαζί και το αεροδρόμιο του Τυμπακίου, περνούσαν χαμηλά πάνω από το μετόχι μας, τα αδέλφια μου φοβισμένα έτρεχαν και κρυβόταν μέσα στους «κούμους» (μικρές σπηλιές) που ήταν στην αυλή του μετοχιού όπως λέει ο Νικολής μας που ήταν τότε 7 χρονών.
Τότε βομβάρδισαν και το χωριό μου με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρία άτομα.
Την επόμενη μέρα για περισσότερη ασφάλεια πήγαν στο «Σπήλιο του Μπέη» και μετά σε άλλο σπήλιο στου «Σκιστή το Χάρακα». Έπειτα από μερικές μέρες γύρισαν πλέον μόνιμα στο μετόχι. Στο μετόχι μας λοιπόν αυτό βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο και πολλοί συγγενείς μας και φίλοι έστω και προσωρινά μετά τον βομβαρδισμό του χωριού μας. Μεταξύ αυτών και ο αδελφός του πατέρα μου ο Νικολής στο καφενείο του οποίου γινόταν η συζήτηση που ανέφερα πιο πάνω. Ο θείος Νικολής μάλιστα επειδή τον καταζητούσαν οι Γερμανοί έμεινε κρυμμένος κοντά μας 3 χρόνια.
Το μετόχι είχε σχήμα γωνιακό. Το ένα δωμάτιο το πιο μεγάλο ήταν κτισμένο λίγο ψηλότερα από το άλλο και ανεβαίναμε από μια πέτρινη σκάλα. Κτίστηκε τον Μάρτιο 1941 από πέτρες χωρίς λάσπη (ξεροπέτρι).
Εδώ αξίζει να κάνω μια παρένθεση και να αναφέρω ότι δυτικά του μετοχιού μας υπάρχει ένας τεράστιος βράχος «του Σκιστή ο Χάρακας» όπως ονομάζεται. Εκεί κρυβόταν δυο Άγγλοι μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς τους οποίους συντηρούσε ο πατέρας μου κρυφά από όλους μας μέχρι που διέφυγαν από τη Μονή Πρέβελη με υποβρύχιο για τη Μέση Ανατολή. Φεύγοντας του άφησαν ένα τουφέκι και μια στολή. Το τουφέκι το έδωσε στο σύντεκνο του Νοδαράκη Γιώργη αργότερα. Επίσης οι Γερμανοί που είχαν φυλάκιο στην παραθαλάσσια τοποθεσία Άγιος Γεώργιος, ανέβαιναν ταχτικά στο Μετόχι μας ζητώντας αυγά, τυρί, γάλα κ.α. Ο πατέρας μου γνώριζε λίγα Γερμανικά αφού όπως ανάφερα παραπάνω ήταν αιχμάλωτος στη Γερμανία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ντόπια παράδοση λέει επίσης ότι στου «Σκιστή το Χάρακα» μαζεύονταν οι Μελαμπιανοί επί Τουρκοκρατίας και γλεντούσαν μακριά από τα μάτια των κατακτητών.
Το Καλοκαίρι 1942 ο πατέρας μου έκτισε και άλλο δωμάτιο με πέτρες και λάσπη.
Το μεγαλύτερο δωμάτιο το χρησιμοποιούσαμε έκτοτε σαν στάβλο για τα ζώα μας. Δύο αγελάδες και ένα γάιδαρο. Το άλλο που ήταν λίγο χαμηλότερα κτισμένο ήταν η κουζίνα και κρεβατοκάμαρα μαζί. Κρεβάτια βέβαια δεν είχαμε παρά δύο μακρόστενες πετρόχτιστες πεζούλες τις οποίες χρησιμοποιούσαμε αντί για κρεβάτια.
Οι πεζούλες αυτές είχαν στη βάση τρύπες και εσωτερικά ήταν κούφιες. Εκεί μέσα γεννούσαν τα κουνέλια που είχαμε. Δύο ντουλάπια χωνευτά στο τοίχο πετρόχτιστα χρησιμοποιούσαμε για τα σκεύη της κουζίνας. Στην μέσα γωνιά ήταν το τζάκι με την καμινάδα. Μπαίνοντας στην κουζίνα αριστερά ήταν ένα μικρό τετράγωνο άνοιγμα σαν μισή πόρτα που οδηγούσε στον αχυρώνα. Εκεί βάζαμε τα άχυρα για τα ζώα. Τον χρησιμοποιούσαμε επίσης για ύπνο. Πάνω στα μαλακά και ζεστά άχυρα κοιμόμαστε όλα τα παιδιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ζεστασιά του αχυρώνα προπάντων τον Χειμώνα.
Ολόκληρο το μετόχι ήταν περιτριγυρισμένο με μεγάλο μαντρότοιχο με εξωτερική μαντρώπορτα φτιαγμένη από ξύλο ελιάς. Στην μάντρα αυτή βάζαμε την νύχτα μια τριανταριά πρόβατα που είχαμε τότε, τα οποία είχε πάρει σαν πληρωμή ο αδελφός μου Κώστας από τον Γιάννη Περδικάκη (αργότερα έγινε νονός μου) από το χωριό Δουμαεριό, επειδή του έβοσκε καμιά διακοσαριά πρόβατα για αρκετό διάστημα.
Τα πρόβατα αυτά μας τα έκλεψε αργότερα κάποιος Σωπασής από το χωριό Λιβάδια Μυλοποτάμου. Ευτυχώς μετά από μερικές μέρες βρήκαμε μερικά στους πρόποδες του Ψηλορείτη, έπειτα από πληροφορίες του νονού μου Γιάννη Περδικάκη. Δυστυχώς ο κλέφτης έμεινε ατιμώρητος επειδή η κατάσταση ήταν ανώμαλη με τους Γερμανούς στην Κρήτη.
Μέσα στη μάντρα είχαμε επίσης δύο «κούμους» (μικρές σπηλιές) που έμεναν τη νύχτα οι κότες και τα κουνέλια.
Το 1943 ο πατέρας μου επίσης έκτισε ένα φούρνο στον οποίο ψήναμε το λιγοστό κριθαρένιο ψωμί που έφτιαχνε η μάνα μου. Έξω από τη μάντρα και στην επάνω μεριά του μετοχιού ήταν το αλώνι στο οποίο αλωνίζαμε τα δημητριακά και τα όσπρια (σιτάρι, κριθάρι, φάβα, φακή, ρόβι κ.λ.π).
Το αγροτικό αυτό «παλατάκι» ήταν κτισμένο στην πλαγιά ενός βουνού σε υψόμετρο 700 περίπου μέτρα. Η θέα από το μετόχι είναι καταπληκτική. Στα πόδια αυτού του βουνού απλώνεται μια πεντακάθαρη θάλασσα το Λιβυκό Πέλαγος. Από εκεί πάνω φαίνονται καταμεσής του πελάγους τα δίδυμα νησάκια που λέγονται Παξιμάδια.
Δυτικότερα το νησί Γαύδος. Ο αρχαίος ποιητής Καλλίμαχος την αναφέρει με το όνομα Ωγυγία. Στο νησί αυτό σύμφωνα με τον Όμηρο κατοικούσε η νύφη Καλυψώ που ο Οδυσσέας περιπλανώμενος και θαλασσοδαρμένος έμεινε κοντά της η οποία μάλιστα ήθελε να τον κάνει και άνδρα της. Γι’ αυτό και εκτός από Ωγυγία ονομαζόταν και νησί της Καλυψώς. Ο δε Απόστολος Παύλος αιχμάλωτος οδηγούμενος προς την Ρώμη λόγω τρικυμίας ως φαίνεται προσάραξε στη Γαύδο, την οποία ονομάζει Κλαύδη.
Και κάτω εκεί που η θάλασσα γλείφει τα πόδια του βουνού στην πλαγιά του οποίου είναι κτισμένο το μετόχι μας, είναι η παραλία του Αγίου Γεωργίου με το ιστορικό εκκλησάκι του ομώνυμου Αγίου, με τις Βυζαντινές τοιχογραφίες.
Νοτιοανατολικά απλώνεται ο κόλπος της Μεσαράς. Στην παραλία του κόλπου είναι κτισμένο το χωριό Αγία Γαλήνη. Ανατολικότερα στο βάθος του κόλπου είναι χτισμένα τα χωριά Κόκκινος Πύργος και το Τυμπάκι με το αεροδρόμιο και τα απέραντα θερμοκήπια.
Από εκεί και πέρα ανατολικά απλώνεται η πεδιάδα της Μεσαράς.
Το τοπίο γύρω από το Μετόχι ήταν αφάνταστο σε ομορφιά και αγριάδα. Απότομοι και μεγάλοι βράχοι, βαθιές χαράδρες και ρυάκια κατάφυτα από άγριες ελιές και άλλους θάμνους, έκαναν το μέρος τρομερά όμορφο. Και το Καλοκαίρι που ο καυτερός ήλιος τσουρούφλιζε τη φύση, αισθανόσουν στο πρόσωπο σου το δροσερό αεράκι του Λιβυκού Πελάγους να σου χαϊδεύει το πρόσωπο γεμάτο αλμύρα.
Το Χειμώνα πάλι που έκανε κρύο και χιόνιζε σε άλλα μέρη, το μέρος εκείνο ήταν πάντα θερμό και ήπιο. Γι’ αυτό πολλές φορές όταν χιόνιζε στο χωριό πέρναμε τα πρόβατα και τις κατσίκες με τα γαϊδουράκια και πηγαίναμε στην τοποθεσία «Αργουλιδές» κατηφορικά από το μετόχι μας.
Εκεί δεν έκανε ποτέ κρύο και τα ζώα έβοσκαν ελεύθερα μέσα στο δάσος από «αργουλίδες» (αγριελιές). Εμείς δε τα παιδιά ανάβαμε φωτιά σε κάποιο σπηλιάρι και ζεσταινόμαστε ή ψάχναμε για μανιτάρια, ή σαλιγκάρια. Κοντά στο Μετόχι είχαμε επίσης περιβόλια με πολλά φρουτόδεντρα και λαχανικά. Ροδακινιές, βερικοκιές, συκιές, καρυδιές μια πορτοκαλιά και πολλών ειδών κληματαριές.
Στα περιβόλια αυτά είχαμε δικό μας πηγαίo νερό και μια μεγάλη δεξαμενή από την οποία ποτίζαμε τα περιβόλια μας. Στην δεξαμενή αυτή κολυμπούσα πολλές φορές παρέα με τα βατράχια. Την εποχή εκείνη τα περιβόλια αυτά ήταν ένας αληθινός παράδεισος γεμάτος από γλυκούς καρπούς. Σήμερα βεβαίως έχουν ρημάξει αφού δεν καλλιεργούνται πλέον.
Πέρασαν από τότε 71 χρόνια. Το 2012 η αδελφή μου Ιωάννα με τον άνδρα της Γιάννη, κατεδάφισαν το ιστορικό αυτό Μετόχι και στη θέση του έκτισαν με δικά τους έξοδα το εξωκκλήσι των «Αγίων Πάντων» και σπίτι δύο δωματίων αφιερωμένο στην εκκλησία για να τιμήσουν τους γονείς των. Τα θυρανοίξια έγιναν με τη συμμετοχή πολλών Μελαμπιανών στις 29 Ιουνίου 2013.
Το εκκλησάκι αυτό τιμά πρωτίστως τους αείμνηστους κτήτορες του Γιάννη και Ιωάννα Τσουρδαλάκη, τις οικογένειες των και γενικότερα τους Μελαμπιανούς. Είναι κόσμημα για την περιοχή της Γιαλιάς μαζί με το εκκλησάκι της Αναλήψεως.
Με την ευκαιρία της γιορτής των Αγίων Πάντων την Κυριακή που έρχεται, που θα γιορτάσει αυτό το εξωκκλήσι εύχομαι στους Μελαμπιανούς χρόνια πολλά.
Στους αείμνηστους κτήτορες
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους
Ευχαριστούμε θερμά τον κ Σωκράτη Τσουρδαλάκη για την κατάθεση ψυχής με το αφιέρωμά του αυτό Σίγουρα έκανε το καλύτερο μνημόσυνο στους προγόνους του Η ευχή τους θα τον συνοδεύει.