Όταν ο Δήμος έβαλε στόχο τη διάσωση και ανάδειξη της Παλιάς Πόλης και του μνημειακού της πλούτου ως ένα από τους βασικούς αναπτυξιακούς άξονες του Ρεθύμνου, τον Φεβρουάριο του 1968, ήταν ακόμη έντονη και διάχυτη η αντιπάθεια προς καθετί που θύμιζε ξενική κατοχή, βενετσιάνικη ή τουρκική. Η αντιπάθεια αυτή νομιμοποιούσε πλήρως στην Κοινή Γνώμη κάθε καταστροφή ιστορικού μνημείου για την ικανοποίηση «σύγχρονων» λειτουργικών ή άλλων αναγκών, δημόσιων ή ιδιωτικών, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που χάθηκαν όσα σπουδαία ιστορικά μνημεία της πόλης χάθηκαν. Από την άποψη αυτή η αξιολόγηση εκ μέρους του Δήμου της Παλιάς Πόλης, των λεγόμενων τότε «τουρκομαχαλάδων», και των ιστορικών κτισμάτων της που σωζόταν ακόμη αποτέλεσε τομή στη μέχρι τότε κρατούσα νοοτροπία Αρχών και πολιτών του Ρεθύμνου, αλλά απείχε πολύ από το να γίνει ευρύτερα αποδεκτή. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια επίμοχθων προσπαθειών και να φανούν πρακτικές δράσεις του Δήμου και ουσιαστικά αποτελέσματα και αισιόδοξες τουριστικές οικονομικές προοπτικές, για να κατισχύσει η αντίληψη ότι τα ιστορικά μνημεία αποτελούν όχι μόνο πολιτισμικό, αλλά και μεγάλο τουριστικό – οικονομικό κεφάλαιο. Για να μην πούμε ότι και σήμερα ακόμη όλοι αναγνωρίζουν μεν την πολύπλευρη αξία του μνημειακού χαρακτήρα της Παλιάς Πόλης, αλλά επιμένουν να χαλαστούν οι ασυμβίβαστες κατασκευές του γείτονα και όχι οι δικές τους.
Μέσα στο παλιό εκείνο πνεύμα της κακώς εννοούμενης φιλοπατρίας κλήθηκα κάποτε, τέλος του 1971, από τον Νομάρχη να μιλήσουμε το απόγευμα. Πήγα στη Νομαρχία και τον βρήκα μαζί με τον τότε Νομομηχανικό, ο οποίος μου ανέπτυξε την άποψη ότι το Ρέθυμνο χρειαζόταν νέο, σύγχρονο Διοικητήριο, για να συγκεντρωθούν όλες οι Δημόσιες Υπηρεσίες, να συντονιστούν καλύτερα και να εξυπηρετείται ο κόσμος ανετότερα.
Συμφώνησα ότι θα ήταν πολύ καλό και ρώτησα πού σκέφτονται να το κτίσουν.
– «Εδώ», μου απάντησε ο Νομομηχανικός
– «Δηλαδή πού ακριβώς;», ρώτησα.
– «Εδώ, στη θέση του σημερινού, το οποίο θα κατεδαφιστεί. Η προμελέτη του έργου είναι έτοιμη» και άπλωσε μια σειρά αρχιτεκτονικά σχέδια.
Ήσαν τρεις διώροφες πτέρυγες σε αστεροειδή διάταξη και στο σημείο της συνάντησής τους υψωνόταν ένας επταώροφος πύργος, που μου θύμισε τους πολιορκητικούς πύργους που περιγράφει ο Θουκυδίδης, μόνο που εδώ αισθητικά θα πετύχαινε την εκπόρθηση της Φορτέτζας. Η αντίδρασή μου ήταν άμεση:
«Λυπούμαι, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με την κατεδάφιση αυτού του κτηρίου, που κτίστηκε το 1869 και είναι ιστορικό μνημείο, ούτε με την ανέγερση τέτοιου κτίσματος στην Παλιά Πόλη. Σας προτείνω κάτι άλλο: Να σας δώσω οικόπεδο να χτίσετε Διοικητήριο και να μου δώσετε το κτήριο αυτό να το κάνω Μουσείο Φυσικής Ιστορίας για την πανίδα και τη χλωρίδα της Κρήτης».
Το Μουσείο αυτό, που θα έδειχνε τη γεωλογική και παλαιοντολογική εξέλιξη της Κρήτης μαζί με τη σύγχρονη πανίδα και χλωρίδα της, το ήθελα πάρα πολύ, γι’ αυτό συγκέντρωνα παλαιοντολογικά ευρήματα και συνεργαζόμουν στενά με το Παλαιοντολογικό Ινστιτούτο του Φράιμπουργκ (καθηγητής Kuss) και τους συνεργάτες του Γεωλόγους (καθηγητής Pfannenstil), το συνδύαζα μάλιστα με Ενυδρείο για την ανάδειξη της θαλάσσιας ζωής της Κρήτης. Για να πάρουμε ιδέες για το Ενυδρείο, είχαμε επισκεφθεί το Ενυδρείο της Ρόδου με τον συμπολίτη Αρχιτέκτονα Γιάννη Κουμεντάκη και μόνος μου το υπό κατασκευή τότε Ενυδρείο του Βόλου.
Η συζήτηση στη Νομαρχία εκείνο το απόγευμα κατέληξε σε αδιέξοδο. Διαπίστωσα όμως ότι:
1. Η Προμελέτη αυτού του νέου Διοικητηρίου είχε προωθηθεί χωρίς τυμπανοκρουσίες από τη Νομαρχία.
2. Το Υπουργείο Πολιτισμού, όσο απίθανο κι αν φαίνεται, είχε εγκρίνει την κατεδάφιση του παλαιού Διοικητηρίου (Α. Π. 16464/17-9-71).
3. Στο Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων του 1972 είχε εγγραφεί πίστωση 5 εκατομμυρίων δραχμών επί συνολικού Προϋπολογισμού 14 εκατομμυρίων δραχμών για την έναρξη εκτέλεσης του έργου (κατεδάφιση παλαιού και ανέγερση νέου Διοικητηρίου στη θέση του).
Μέχρι τη μέρα εκείνη δεν είχα ιδέα για το θέμα αυτό. Από τότε όμως άρχισα ένα σκληρό αγώνα για τη ματαίωση της καταστροφής του ιστορικού μνημείου. Οι θέσεις που προέβαλλα ήσαν οι εξής:
1. Μια πρόταση από τρία σημεία, στη γλώσσα της εποχής:
• «Να παραχωρήση ο Δήμος εις την Γ.Γ. Αθλητισμού έκτασιν 25 στρεμμάτων, κειμένην εις τα Μισίρια, διά την κατασκευήν επ’ αυτής νέου γηπέδου και σταδιακήν ολοκλήρωσιν Αθλητικού Κέντρου.
• Να παραχωρήση η Γ.Γ. Αθλητισμού τον χώρον του παλαιού γηπέδου εις το Δημόσιον διά την ανέγερσιν επ’ αυτού νέου Διοικητηρίου.
• Να παραχωρήση το Δημόσιον το παλαιόν Διοικητήριον εις τον Δήμον Ρεθύμνης, ίνα μετασκευάση τούτο εις Μουσείον Φυσικής Ιστορίας της Κρήτης».
Η πρόταση αυτή είχε το μειονέκτημα ότι το νέο Διοικητήριο θα γινόταν στα όρια της Παλιάς Πόλης, είχε όμως και τα πολύ σοβαρότερα πλεονεκτήματα ότι θα σωζόταν το παλιό και ότι το νέο θα κτιζόταν στην εξωτερική περίμετρο της Παλιάς Πόλης και θα είχε σωστό αρχιτεκτονικό ύφος.
2. Ο ιστορικός χαρακτήρας της Παλιάς Πόλης, που συνοψίστηκε σε έγγραφο προς τη Νομαρχία (Α.Π. 2277/28-6-1972) στα εξής: «Εν συνεχεία της γενομένης εξετάσεως του θέματος, ο Δήμος Ρεθύμνης διεμόρφωσε την άποψιν ότι η προτεινομένη μορφή του κτηρίου δεν ανταποκρίνεται προς τα μορφολογικά δεδομένα της πόλεως Ρεθύμνης. Ειδικώτερον επεσημάνθη ότι η εν θέματι προμελέτη εμφανίζει εν κτήριον, του οποίου ούτε η κάτοψις ούτε αι όψεις ούτε το ύψος είναι δυνατόν να θεωρηθή ότι εναρμονίζονται προς το περιβάλλον εις το οποίον τοποθετείται.
Το παλαιόν τμήμα της πόλεως Ρεθύμνης, εντός του οποίου κείται ο προς ανέγερσιν του νέου Διοικητηρίου διατιθέμενος χώρος, έχει καθαρώς μεσαιωνικόν χαρακτήρα. Ήδη ενεκρίθη πίστωσις 500.000 δρχ. εις το Πρόγραμμα Δ.Ε. 1972 διά την εκπόνησιν μελέτης διατηρήσεως και αναδείξεως αυτού, συνεστήθη δε ομάς Εργασίας διά της υπ’ αριθ. 1403/27.7.71 αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού προς σύνταξιν των προδιαγραφών της Μελέτης. Η Ομάς επεράτωσε το έργον της και επίκειται η προκήρυξις της Μελέτης. Ανάλογον πρόγραμμα ευρίσκεται εν εξελίξει και διά το Ενεντικόν φρούριον «Φορτέτζα» και δια τον Ενετικόν Λιμένα.
Εν όψει τον ανωτέρω παρακαλούμεν Υμάς όπως δώσητε εντολήν και επανεξετασθή το θέμα υπό το πρίσμα του χαρακτήρος της πόλεως. Κατά την άποψιν του Δήμου, εν ουδεμιά περιπτώσει επιτρέπεται να ολοκληρωθή το έργον επί τη βάσει της ειρημένης προμελέτης».
3. Εγκύκλιος του Υπ. Εσωτερικών (αρ. 302/5-11-68) και του ΕΟΤ (72123/7-10-68) σύμφωνα με τις οποίες «δεν είναι επιτρεπτόν να αλλοιώνονται από κατασκευάς νεωτεριζούσας και απροσαρμόστους το γραφικόν περιβάλλον και ο τοπικός χαρακτήρας, ο οποίος διεμορφώθη δια του χρόνου εις εκάστην περιοχήν».
4. Πολύ θετική εκτίμηση της ιστορικής αξίας του Νομαρχιακού Μεγάλου, (από 4-12-1971), την οποία ζήτησα και πήρα από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Ελλάδος και ειδικότερα από την αείμνηστη διεθύντριά της Κ. Φατούρου – Ησυχάκη, που αργότερα την έβαλα στην Επιτροπή Παρακολούθησης της Μελέτης Προστασίας και Ανάδειξης της Παλιάς Πόλης.
5. Η άποψή μου ότι «ενδεχόμενη εφαρμογή της Προμελέτης θέλει προκαλέσει το κοινόν αίσθημα των κατοίκων, εφ’ όσον οι μεν ιδιώται διώκονται ποινικά δια μικροπαραβάσεις του προστατεύοντος τον χαρακτήρα της Παλαιάς Πόλεως αρχαιολογικού νόμου, το δε Δημόσιον θέλει εμφανιστεί πλήττον καιρίως τον χαρακτήρα της». Αυτός ήταν και ο μόνος υπαινιγμός που έκαμα για την απαράδεκτη άδεια κατεδάφισης της Νομαρχίας που είχε δώσει το Υπουργείο Πολιτισμού καθώς δεν ήθελα να μειώσω το κύρος του, επιλογή που αποδείχτηκε σωστή, γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού και η Αρχαιολογική Υπηρεσία αναδείχτηκε ο κυριότερος σύμμαχος του Δήμου στον αγώνα του για την προστασία και ανάδειξη της Παλιάς Πόλης.
6. Το τεράστιο κόστος κατεδάφισης του υφιστάμενου κτηρίου και της αποκομιδής των μπάζων.
7. Η πλήρης αποδιοργάνωση των Δημόσιων Υπηρεσιών που στεγαζόταν στο Νομαρχιακό Μέγαρο, η οποία θα προέκυπτε από τη διασπορά της σε μεγάλο αριθμό ιδιωτικών κτισμάτων (που δεν είχε γίνει καν έρευνα αν υπήρχαν διαθέσιμα), καθώς και το τεράστιο κόστος των ενοικίων επί πολλά χρόνια, το κόστος της διπλής μεταφοράς τους κλπ.
Τις θέσεις αυτές ανέπτυξα με σωρεία εγγράφων και με σειρά προσωπικών διαβημάτων προς τις αρμόδιες αρχές ζητώντας την ακύρωση της Προμελέτης αυτής και την εξ υπαρχής τοποθέτηση του θέματος στη βάση που πρότεινα.
Παράλληλα πέτυχα τη σύγκληση σύσκεψης των αρμόδιων στη Νομαρχία υπό την Προεδρία του Περιφερειάρχη για το θέμα αυτό στις 11-12-1971, κατά την οποία είχα την ευκαιρία να αναπτύξω τη σημασία του Ιστορικού Πολιτισμού του Ρεθύμνου (Μνημεία – Πνευματική Παράδοση) ως βάθρου για την τουριστική και τη γενικότερη ανάπτυξή του. Η πρόταση του Δήμου κρίθηκε σωστή και συμφέρουσα και έγινε δεκτή. Παράλληλα έστειλα έγγραφο προς τον Υπουργό Εσωτερικών Στυλιανό Παττακό στην οποία επεσήμανα μεταξύ άλλων: «Παρά πάσαν αντίθετον γνώμην το κτήριον της Νομαρχίας είναι Μνημείον. Το γεγονός δε ότι εδόθη άδεια κατεδαφίσεώς του δεν σημαίνει διόλου ότι δεν έιναι Μνημείον, αλλά μόνον ότι εδόθη άδεια κατεδαφίσεως ενός Μνημείου». Κατόπιν του συγκλήθηκε σύσκεψη στο Υπουργείο Εσωτερικών (29-1-1972) σε υπουργικό επίπεδο και επικυρώθηκε το συμπέρασμα της πρώτης.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στη σύσκεψη αυτή στο ΥΠΕΣ έγινε η πρώτη ανοικτή και ανεπιφύλακτη έκφραση της άποψης ότι «το Πανεπιστήμιον Κρήτης πρέπει να γίνει εις το Ρέθυμνον». Τη διατύπωσε ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού και συμφώνησε ο Περιφερειάρχης Κρήτης. Και οι δύο αυτοί περιλαμβανόταν στον κατάλογο των αξιωματούχων που είχα επηρεάσει υπέρ του Ρεθύμνου με σωρεία αναλύσεων και επιχειρημάτων για τα πλεονεκτήματα του Ρεθύμνου ως έδρας του Πανεπιστημίου.
Εδώ θα έλεγε κανείς ότι το θέμα της διάσωσης του Νομαρχιακού Μεγάρου είχε λήξει, έτσι θα γινόταν σε όλο τον ευνομούμενο κόσμο, όχι όμως σε εμάς. Τα χρόνια εκείνα αφεντικά ήσαν εκ παραδόσεως οι Νομαρχίες, ενώ οι Δήμοι ήσαν αμελητέες ποσότητες που όφειλαν να πειθαρχούν αναντίρρητα και όχι να σηκώνουν παντιέρα και να κάνουν δικούς τους σχεδιασμούς και να ανατρέπουν τη Νομαρχιακή βούληση. Γι’ αυτό παρά τις Αποφάσεις των δύο ανωτέρω συσκέψεων, η Διοίκηση επέμενε στην αποδοχή της Προμελέτης και μάλιστα αφ’ ενός την ενέκρινε με Απόφαση του Νομάρχη (18779/18-4-1972) και αφ’ ετέρου ενέκρινε πίστωση 1.000.000 δραχμών (συνεδρίαση Νομαρχιακού Συμβουλίου της 11-9-1972) για τη σύνταξη Οριστικής Μελέτης, που είχε ήδη ενταχθεί στο Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΣΑΜ 73, αριθ. 273732) με πίστωση 600.000 δραχμές για το 1972. Η Προκήρυξη της Μελέτης δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο στις 21-9-1972. Η μόνη παραχώρηση που είχε κάνει η Νομαρχία προς τις Αποφάσεις των συσκέψεων ήταν ότι σε κάποιο έγγραφό της η αλλαγή του χώρου ανέγερσης του νέου Διοικητηρίου, δηλαδή η διάσωση του υφισταμένου, χαρακτηριζόταν ως «ενδεχόμενη».
Αλλά ήδη έχω μακρηγορήσει και δεν θα αναφέρω άλλες λεπτομέρειες. Θα πω μόνο ότι η αντίσταση του Δήμου εντάθηκε σε υποβόσκουσα ρήξη με τη Νομαρχία, με αποτέλεσμα το σχετικό Νομαρχιακό Πρόγραμμα να αποτελματωθεί. Και θα προσθέσω ότι, αν είχε γίνει δεκτή από τη Νομαρχία η πρόταση του Δήμου, η πόλη θα είχε σήμερα:
1. Νέο Διοικητήριο στο νότιο μισό του γηπέδου, με μορφή συμβατή προς τον ιστορικό χαρακτήρα της Παλιάς Πόλης.
2. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Νομαρχιακό Μέγαρο.
3. Ενυδρείο σε ισόγειο και υπόγειο κτίσμα στον χώρο πίσω από το Νομαρχιακό Μέγαρο.
4. Πλήρες Αθλητικό Κέντρο στα Μισίρια.
Υπήρχαν τότε όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τα έργα αυτά, αλλά έλειπε το πνεύμα της ανάπτυξης και της προόδου και μάλιστα από τον κατ’ εξοχήν υπεύθυνο φορέα του νομού.
Από τις ανωτέρω λειτουργικές, πολιτιστικές και τουριστικές υποδομές μόνο η Παλαιοντολογική Συλλογή του Δήμου αξιοποιήθηκε από την αείμνηστη κυρία Γουλανδρή και τη συμπολίτισσα Φαλή Βογιατζάκη. Το Ενυδρείο και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας έγιναν αργότερα στο Ηράκλειο, ενώ πλήρες Αθλητικό Κέντρο δεν έγινε ποτέ στο Ρέθυμνο. Τουλάχιστον το μνημειακό Νομαρχιακό Μέγαρο διασώθηκε. Κάποιοι μίλησαν τότε για τεράστιες εργολαβίες και συμφέροντα που ματαιώθηκαν με την αντίσταση του Δήμου.
Για την Ιστορία προσθέτω ότι αργότερα διατυπώθηκε η πρόταση να κατασκευαστεί μια δίδυμη πτέρυγα του Νομαρχιακού μεγάρου μεταξύ του υπάρχοντος και του περιφερειακού δρόμου και συντάχθηκε σχετική Προμελέτη. Αυτό θα ήταν μια αποδεκτή λύση, αλλά το Υπουργείο Πολιτισμού, που είχε αποδεχτεί την κατεδάφιση του ιστορικού Μεγάρου, δεν την αποδέχτηκε ως ασυμβίβαστη προς το υπάρχον κτίσμα και ατόνησε και αυτή.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης