Σε ένα μήνα θα κλείσει εξήντα ένα χρόνια από τότε που έραψε στο χέρι την πρώτη του κρητική παραδοσιακή στολή. Ακούραστος, ο Παντελής Καναβάς, ο οποίος το Σάββατο συμπληρώνει τα 78 χρόνια ζωής, έχει ράψει χιλιάδες κρητικές κιλότες και γιλέκα και συνεχίζει να το κάνει ακόμη και σήμερα, με το ίδιο μεράκι. Αεικίνητος, παρά τις πολλές δεκαετίες που κουβαλά στην πλάτη, έχοντας ως όπλο στη φαρέτρα του την εμπειρία, εκτελεί με στωική υπομονή τις λιγοστές παραγγελίες που δέχεται για τις κρητικές φορεσιές.
Γεννήθηκε στις 6 του Σεπτέμβρη του 1936 στον Μέρωνα Αμαρίου και σε ηλικία μόλις 14 ετών έγινε ραφτάκι, μαθαίνοντας την τέχνη από το αδερφό της μητέρας του. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ανησυχίες, εμφάνισε ήδη από την πρώιμη εφηβεία καλλιτεχνικές τάσεις και τη δίψα να μάθει πώς να «κεντά» τη ζωή.
Έχοντας ως μόνες αποσκευές τα όνειρά του για το μέλλον, κάνει τις βαλίτσες του και φεύγει για το νησί της Λέρου. Εκεί θα κάνει τις πρώτες του σπουδές πάνω σε αυτό που από νωρίς αγάπησε, τη ραπτική. Για ενάμιση χρόνο παρακολουθεί μαθήματα στη διάσημη για την εποχή Βασιλική Σχολή Ραπτικής, που ίδρυσε η τότε Βασίλισσα της Ελλάδος Φρειδερίκη. Προσηλωμένος στο στόχο του, θα αποφοιτήσει με άριστα και μετά από μια μικρή περιπλάνηση θα επιστρέψει και πάλι στο λιμάνι του Ρεθύμνου. Τα ημερολόγια έδειχναν 5 Οκτωβρίου του 1974 όταν ο κ. Παντελής Καναβάς άνοιξε το πρώτο του ραφείο στην οδό Αρκαδίου 10 στο Ρέθυμνο, μια ημερομηνία που έμελλε να μείνει χαραγμένη βαθιά μέσα στο νου του μέχρι και σήμερα.
«Όταν επέστρεψα στο Ρέθυμνο το 1974, υπήρχαν 22 εμποροραφεία στην πόλη. Άρχισα κι εγώ να ράβω την παραδοσιακή βράκα, τα μιτανογέλεκα, όπως τα λέμε στα κρητικά. Μετά ήρθε η κιλότα και φυσικά το χειροποίητο γιλεκάκι» θυμάται ο 78χρονος, ο οποίος έχει ράψει αμέτρητες κρητικές στολές στη ζωή του: «Υπολογίζω ότι έφτιαχνα κάπου δύο χιλιάδες κρητικές κιλότες το χρόνο. Χίλιες έδινα στο νομό Ρεθύμνου και τις άλλες στα Χανιά. Από τα Χανιά ερχόταν ο κόσμος σε μένα να τους ράψω, γιατί είχα, ας πούμε, ειδικότητα στις κιλότες και τα γιλέκα».
Ο κ. Καναβάς, που επί σαράντα συναπτά έτη ράβει στο χέρι τις παραδοσιακές στολές, δέχεται ακόμη στις μέρες μας παραγγελίες. «Δέχομαι ακόμη παραγγελίες από κανέναν φίλο ή κάποιους γνωστούς που τους αρέσει να τις φορούνε σε γιορτές. Και οι νέοι άνθρωποι όμως ράβουν κρητικά παραδοσιακά ρούχα. Τους αρέσουν πολύ οι στολές, ορισμένοι θέλουν βέβαια να κάνουν και φιγούρα (γέλια), ας είναι» αναφέρει στα «Ρ.Ν.».
«Η δουλειά είναι δύσκολη», θα πει, «το κόψιμο, το ράψιμο, το γαζί, θέλουν τέχνη και προσοχή για να το φτιάξεις καλά» και με λύπη του σχολιάζει το γεγονός ότι η παραδοσιακή αυτή τέχνη έχει πλέον «σβήσει».
«Το 1974 είχε στο Ρέθυμνο 22 ραφτάδες, τώρα κανέναν. Εγώ δεν ξέρω κάποιον να συνεχίζει την τέχνη. Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει, ένας δυο ζούνε αλλά τα έχουνε παρατήσει. Ήρθαν βέβαια κάποια στιγμή και τα έτοιμα ρούχα και μας ‘βάλαν στην άκρη. Ακόμη και αυτές οι κοπελίτσες που ανοίξανε εργαστήρια ασχολούνται κυρίως με την μεταποίηση» τονίζει ο κ. Παντελής Καναβάς.
Παρ’ όλα αυτά ο 78χρονος δεν θέλει να απαισιοδοξεί. Η ίδια η ζωή, άλλωστε, του δίδαξε να τη δέχεται όπως αυτή έρχεται. Άνθρωπος θετικός, χαμογελαστός, πιστεύει στο Θεό αλλά και στον άνθρωπο και δηλώνει αισιόδοξος για τα χρόνια που έρχονται.
Καλλιτέχνης, ο ίδιος, ήταν μάλιστα και λυράρης επί δεκαετίες ολόκληρες. Παράτησε το όργανο όταν πέθανε ο πατέρας του, πριν από 25 χρόνια και από τότε δεν ξαναέπιασε τη λύρα ποτέ. Ίσως να είναι και το μοναδικό πράγμα που τον στεναχωρεί από τον έως τώρα βίο του.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή μου στο ραφείο αλλά και γενικότερα. Έκανα πολλούς φίλους, καλούς φίλους. Δεν έχω παράπονο, είχα μια ωραία ζωή» καταλήγει ο κ. Παντελής Καναβάς, λίγο πριν μας αποχαιρετίσει, για να πάει να ποτίσει τα δέντρα στο περβόλι του, «φορώντας» στο πρόσωπό του το ίδιο εκείνο γνώριμο χαμόγελο.