Εικόνες και μυρουδιές από το Ρέθυμνο μιας άλλης εποχής, δίχως τουρίστες και κυκλοφοριακά προβλήματα, όταν στους δρόμους της πόλης άκουγες μόνο τον ήχο από τα κάρα που έσερναν τα άλογα, αφηγούνται στα Ρεθεμνιώτικα Νέα, ηλικιωμένοι κάτοικοι.
Όπως η κ. Αθηνά που γεννήθηκε το 1937 στην οδό Μεσολογγίου στην παλιά πόλη, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Άνθρωπος απλός, που με τα λιγοστά της λόγια μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο σε εποχές μεγάλης φτώχειας αλλά και αθωότητας. «Μπορεί να είχαμε φτώχεια αλλά δεν είχαμε ζήλια, διχόνοια» λέει η κ. Αθηνά, που όταν μιλά για το παρελθόν φωτίζει το πρόσωπό της για να συνεχίσει «Ζούσαμε απλά, ανέμελα δεν είχαμε πολλά αλλά δεν μας πείραζε».
Μεγαλωμένη στο μεταπολεμικό Ρέθυμνο, θυμάται σαν χθες να κατακλύζουν τους δρόμους της πόλης κάτοικοι από τα γύρω χωριά που μετέφεραν με τα άλογά τους κάθε λογής πραμάτεια και να στήνουν υπαίθριες λαϊκές αγορές για να πουλήσουν τα προϊόντα τους και να βγάλουν το μεροκάματο. Θυμάται και μας διηγείται: «Καθημερινά περνούσε ο υπάλληλος του Δήμου με το κάρο και χτυπούσε το κουδουνάκι για να βγάλουμε έξω τα σκουπίδια, έτσι γίνονταν η αποκομιδή» αναφέρει και συνεχίζει «Μην κοιτάς τώρα πως είναι το Ρέθυμνο, παλιά ήταν σαν χωριό με τα μικρομάγαζα στη σειρά, τον μπακάλη, τον μανάβη και τους ανθρώπους να πηγαίνουν για επιδιορθώσεις στον τσαγκάρη της γειτονιάς, με τους ελαιοπαραγωγούς να μεταφέρουν το λάδι τους στα σαπουνάδικα που είχαμε στην παλιά πόλη».
Ακούγοντας να μιλούμε για την παλιά εποχή, μας διακόπτει ο 80χρονος κ. Αντώνης: «Εγώ είμαι μεγαλύτερος από τον Κύριο… θα στα πω εγώ» λέει και με προθυμία αρχίζει να αφηγείται: «Από το 1945 και για πολλά χρόνια δεν κυκλοφορούσε ούτε ποδήλατο μόνο γαϊδουράκια, είχαμε όμως ωραία φτώχεια. Όποιος είχε ψωμί και λάδι ήταν βασιλιάς. Αν είχες αυτά και 70 χρονών να ήσουνα και να ζητούσες μια κοπελιά 18 χρονών σου τη δίνανε, ήσουν καλός γαμπρός (γέλια). Εγώ έφερνα με το γαϊδουράκι καρπό, στάρι, κριθάρι και όσπρια που βγάζαμε και τα δίναμε στους εμπορομπακάληδες».
Με βλέμμα σπινθηροβόλο ο 80χρονος ανατρέχει ακόμη πιο πίσω στη μνήμη του για να μας μεταφέρει εικόνες από την πρώιμη παιδική του ηλικία, λέγοντας: «Σαν παιδιά που ήμασταν εγώ και η παρέα μου παίρναμε από πίσω τα καρά που έρχονταν φορτωμένα από το λιμάνι. Κουβαλούσαν δεκάδες σακιά με αλεύρι, ρύζι, τσιμέντα με ότι μπορείς να φανταστείς. Τα ακολουθούσαμε, το είχαμε για παιχνίδι και μόλις περνούσαν τη Μεγάλη Πόρτα και πιάνανε να πάνε από τον Πλάτανο ίσια πάνω γυρίζαμε πίσω».
Την ίδια νοσταλγία για τις στιγμές αθωότητας και ξεγνοιασιάς που έζησαν, δείχνουν όμως και οι μικρότεροι σε ηλικία κάτοικοι του Ρεθύμνου, έστω κι αν η θύμησή τους είναι θολή σαν όνειρο όπως ο 55χρονος σήμερα κ. Σταύρος, ο οποίος αναφέρει στα Ρεθεμνιώτικα Νέα: «Κάθε πρωί πηγαίναμε και αγοράζαμε παγοκολόνες. Αυτό ήταν το ηλεκτρικό ψυγείο της εποχής αλλά κρατούσαν μέχρι την επόμενη μέρα. Όσο για τα ψώνια μας, βερεσέ από τον μπακάλη στην παλιά πόλη, τα έγραφε στο τεφτέρι και κάθε που είχαμε λεφτά πηγαίναμε και τα πληρώναμε. Δεν είχε ο κόσμος να πάει στην τράπεζα να πληρώσει λογαριασμούς όπως σήμερα να δίνει για τέλη κυκλοφορίας και χαράτσια. Κάναμε ήρεμη ζωή και πότε πότε στήναμε και κανέναν κρητικό χορό και γλεντούσαμε».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων όλα ήταν διαφορετικά, τα κτίρια, οι δρόμοι, τα επαγγέλματα, οι ίδιοι οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους ακόμη και η συμπεριφορά τους. «Μέχρι το 1965 θυμάμαι ήταν πολύ όμορφα. Καθόσουν να πιεις το πιοτό σου ούτε φασαρίες ούτε τίποτα, ούτε έκαναν τους καπεταναίους και να σαλεύουνε την πολιτεία, λίγο να κουνιόσουνα και σε μπουζουριάζανε» μας λέει ο κ. Γιώργης και καταλήγει: «Τώρα ένας λογικός αξιοπρεπής άνθρωπος το σκέφτεται να κατεβεί να περπατήσει το βράδυ. Εγώ προτιμώ τα παλιά χρόνια κι ας μην είχαμε χρήματα και τουρίστες».
Παρόμοιες και οι αναμνήσεις που φέρνει στο νου της η κ. Πόπη, που αναπολεί τις στιγμές που απαγορεύονταν η κυκλοφορία για τις μαθήτριες μετά τις 19:00 το απόγευμα. «Η μόνη μας ευχαρίστηση ήταν μια βόλτα με τις φίλες μας μετά το μάθημα, αλλά τότε είχαμε παιδονόμο την κ. Όλγα και την κ. Φιλιώ», ακόμη θυμάται τα ονόματά τους και χαμογελάει για να προσθέσει «Αν σε έπιαναν μετά τις 19:00 να κάνεις βόλτα την επόμενη ημέρα είχες αποβολή από το σχολείο. Περπατούσαμε στην οδό Αρκαδίου, το πολύ πολύ μέχρι το λιμάνι, από εκεί και πέρα δεν ήταν σωστό να πηγαίνουν τα κορίτσια».
Βαδίζοντας στα 76 του χρόνια ο κ. Μανόλης μας αναφέρει ότι οι παραλίες ήταν ξεχωριστές για τους άνδρες και τις γυναίκες: «Ήμασταν μακριά μακριά, πρέπει να ήσουν πολύ τυχερός για να δεις καμιά γυναικεία φιγούρα κι αν, δεν υπήρχαν ούτε καν τουρίστριες όπως έχει τώρα» μας λέει. Μάλιστα η κ. Πόπη θυμάται ακόμη το όνομα του πρώτου τουρίστα που γνώρισε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ένας Γερμανός ονόματι Ερνέστο που συνήθιζε να απολαμβάνει τη βιενέζα του σε κάποιο ζαχαροπλαστείο.
Ηλικιωμένοι πλέον με σύμμαχο την εμπειρία και τη σοφία των ετών, 70άρηδες και 75άρηδες κάτοικοι του Ρεθύμνου, αναγνωρίζουν ωστόσο τη συμβολή του τουρισμού που βαθμιαία από το 1980 και μετά, συντέλεσε στην οικονομική άνθιση και την ανάπτυξη της περιοχής.
Παρά τις όποιες δυσκολίες όμως που αντιμετωπίζουν σήμερα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης οι κάθε άλλο παρά απόμαχοι της ζωής διατηρούν άσβεστη την αισιοδοξία τους για το μέλλον και ελπίζουν στο καλύτερο για τα παιδιά τους αλλά και την πόλη που τόσο αγαπούν, το Ρέθεμνος.