Όχι στο νέο κύμα απολύσεων στους Δήμους της χώρας
Τις τελευταίες ημέρες, η κυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, δια του υπουργού Κ. Μητσοτάκη, έχει επιδοθεί σε ένα νέο κυνήγι μαγισσών με τους συνήθεις αποδέκτες: τους εργαζόμενους στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Οπαδοί του «κοινωνικού αυτοματισμού», του «διαίρει και βασίλευε», οι πρωταγωνιστές του ρουσφετιού, της κομματοκρατίας και της εμπέδωσης των πελατειακών σχέσεων, σήμερα εμφανίζονται ως οι κήρυκες της ηθικής, ως οι εκσυγχρονιστές του δημόσιου τομέα. Ουδεμία η δική τους ευθύνη για τις δυσλειτουργίες στο δημόσιο. Τούτη ανήκει αποκλειστικά στους δημόσιους υπαλλήλους, που συλλογικά κατηγοριοποιούνται ως δυνάμει παρανομούντες, επαναφέροντας μνήμες ολοκληρωτικών καθεστώτων περί «συλλογικής ευθύνης».
Τέσσερα χρόνια μετά την έλευση της Τρόικας και τις καταστροφές που έχουν επιφέρει οι πολιτικές της, το γνωρίζουμε όλοι και όλες πολύ καλά: οι πολιτικοί της φαυλότητας ανενδοίαστα υπηρετούν ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Βασικό τους μέλημα παραμένει η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, η ιδιωτικοποίηση των κοινών, των δημόσιων αγαθών και ευρύτερα η κατεδάφιση των εργασιακών δικαιωμάτων, η ακραία μείωση των μισθών, η διάχυση της εργασιακής ανασφάλειας. Απώτερος στόχος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών είναι η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών, τομέων του δημοσίου, ειδικά εκείνων που αφορούν στην κοινωνική πρόνοια και τις κοινωνικές πολιτικές. Επιπλέον η συρρίκνωση του αριθμού των εργαζόμενων στο δημόσιο στοχεύει στη διάχυση των πλέον επισφαλών θέσεων εργασίας, την ενοικίαση εργαζόμενων, τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών ΜΚΟ και Κοινωνικών «Συνεταιρισμών», εγκαθιστώντας εργασιακές σχέσεις που αναπαράγουν τον πελατειασμό, ιδιωτικοποιώντας τον. Το ιδανικό μοντέλο εργαζόμενου που «οραματίζονται» προβάλλει ως εφιάλτης: εργαζόμενοι σε διαρκή «κινητικότητα», ελαστικοί, δίχως συνδικαλιστικά δικαιώματα, εκτός συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με πενιχρούς μισθούς ίσα για να επιβιώνουν, συχνά απλήρωτοι και ανασφάλιστοι, εξαρτημένοι από την καλή προαίρεση όσων διαμεσολαβούν για τη μίσθωσή τους. Πρόκειται για ένα ευρύτερο σχέδιο εξουδετέρωσης των «επικίνδυνων τάξεων», πειθάρχησης των εργαζόμενων που αναβιώνει συνθήκες των αρχών του φιλελεύθερου βιομηχανικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα.
Στο πλαίσιο των παραπάνω, η κυβέρνηση επιλέγει εκ νέου τους Δήμους και το προσωπικό τους, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της Τρόικας για επιπλέον απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στην προοπτική της ιδιωτικοποίησης ποικίλων υπηρεσιών τους. Μετά το μεγάλο κύμα απολύσεων και μετακινήσεων του προηγούμενου έτους, η κυβέρνηση επανέρχεται για να μειώσει επιπλέον το δυναμικό των Δήμων, παραβιάζοντας κατάφωρα τους υφιστάμενους νόμους που προβλέπουν τη διοικητική αυτοτέλεια των Δήμων. Παίζοντας επικίνδυνα με τους θεσμούς, το κράτος δικαίου και την αρχή της συνέχειας της διοίκησης (του ιδίου του κράτους ως έννομα λειτουργούσας αρχής) η κυβέρνηση προχωρά σε μια ψευδεπίγραφη «αξιολόγηση», με προαποφασισμένο το αποτέλεσμά της: υποχρεωτικά, και εξ αυτού αυθαίρετα, το 15% των εργαζόμενων θα πρέπει να ανακηρυχθούν ως «μη επαρκείς», συγκροτώντας τη μεγάλη δεξαμενή των υπό απόλυση υπαλλήλων.
Για να συγκαλύψει επικοινωνιακά την παράλογη αυτή πρακτική, ο Κ. Μητσοτάκης επέλεξε να συνδέσει την «αξιολόγηση» των υπαλλήλων με τον επανέλεγχο των προσόντων εκείνων που με το λεγόμενο Νόμο Παυλόπουλου εντάχθηκαν στους Δήμους ως υπάλληλοι «αορίστου χρόνου», εφόσον πληρούσαν μια σειρά από προϋποθέσεις, οι οποίες αρχικά ελέγχθηκαν από τους ΟΤΑ και κατόπιν από το ΑΣΕΠ. Μ’ άλλα λόγια, για να αναιρέσει μετά από πολλά χρόνια τις διαδικασίες του Νόμου Παυλόπουλου, έτσι ώστε να εκπαραθυρώσει από τους ΟΤΑ εκατοντάδες υπαλλήλους, θωπεύοντας την κοινή γνώμη, σπεύδει να προ-οικονομήσει την παραβατικότητα των ήδη υπηρετούντων, συλλήβδην να τους στιγματίσει και εντέλει να τους οδηγήσει στην ήδη διογκωμένη στρατιά των ανέργων. Πλάι σ’ όλα τα παραπάνω, ο Κ. Μητσοτάκης σπεύδει να βεβαιώσει την κοινή γνώμη, παραπλανώντας την, ότι μόνο μέλημά του είναι να οδηγήσει εκτός του δημοσίου όσους και όσες κατέθεσαν πλαστά πτυχία ή πιστοποιητικά στις υπηρεσίες τους και στο ΑΣΕΠ. Μια εύλογη σε κάθε έννομο κράτος διαδικασία αναγορεύεται ως το άπαν του μεταρρυθμισμού και της σοβαρής διακυβέρνησης.
Απέναντι σε τούτη την κραυγαλέα παραβίαση των ίδιων των κανόνων της λογικής και του δικαίου, το Ρέθυμνο Αλληλεγγύη Ανατροπή συγχαίρει τους Δημάρχους και Περιφερειάρχες που αρνήθηκαν να γίνουν συνεργοί στο συντελούμενο νέο σφαγιασμό των υπηρετούντων στους ΟΤΑ. Κανείς δεν μπορεί να αποκρύπτει την σταθερή τους θέση για την άμεση απομάκρυνση των όποιων επίορκων υπαλλήλων, θέση που μοιράζονται με τους εργαζόμενους στην αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα τους. Αναλογιζόμενοι τη διαρκή συρρίκνωση των διαθέσιμων πόρων, τις ογκούμενες ανάγκες των δημοτών τους και τις πραγματικές προθέσεις της μνημονιακής κυβέρνησης τίμησαν τον όρκο τους να μεριμνούν για την υπεράσπιση των τοπικών συμφερόντων, την αποτελεσματική λειτουργία του Δήμου και να υπερασπίζονται τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διοικητική αυτοτέλεια των Δήμων τους. Ποιος άραγε δικαστής μπορεί να τους τιμωρήσει, γιατί πιστοί στην λαϊκή εντολή που τους ανέδειξε στην αρχή των τοπικών κοινωνιών αρνήθηκαν να συμπράξουν στην κατάρρευση των δημοτικών δομών και την υποβάθμιση των παρεχόμενων προς τους πολίτες υπηρεσιών; Από πότε άραγε δικάζεται στις Δημοκρατίες η Πολιτική Ανυπακοή προς μια κρατική εξουσία που ανενδοίαστα κυβερνά δίχως να διασφαλίζει τη συναίνεση ούτε καν των πρόσφατα εκλεγμένων αυτοδιοικητικών αρχών.
Το Ρέθυμνο Αλληλεγγύη Ανατροπή στέκεται αλληλέγγυο στους αγώνες των εργαζομένων και τους καλούν να μην υποκύψουν στις πιέσεις, τον φόβο και τους εκβιασμούς. Καλούμε τους κατοίκους της πόλης να συμπαρασταθούν στον κρίσιμο για τη ζωή τους αγώνα δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας. Ζητάμε την άμεση σύγκλιση του Δημοτικού Συμβουλίου με αποκλειστικό θέμα τη διαμόρφωση των δικών του θέσεων για την επαπειλούμενη απόλυση πολλών εργαζομένων, τη συνεπαγόμενη υποβάθμιση των υπηρεσιών του Δήμου και την υπεράσπιση της διοικητικής του αυτοτέλειας.
Ρέθυμνο Αλληλεγγύη Ανατροπή