Η ναζιστική θηριωδία σε όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας της εκφραζόταν με αγγαρείες, πείνα, βασανιστήρια, εκτελέσεις. Εκεί βέβαια που ξεπερνούσε κάθε φαντασία σε αγριότητα ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εξόντωσης για να κυριολεκτούμε.
Στα στρατόπεδα αυτά εστάλησαν και δικοί μας άνθρωποι που ήταν μόνο αγωνιστές ενάντια του ναζισμού. Ελάχιστοι σώθηκαν.
Πρόσφατα αναφερθήκαμε σε συγκρατούμενους των ηρώων Μιχάλη Μαρούλη και Στέλιου Φραγκελάκη που είχαν συλληφθεί στις Πρασσές μετά από προδοσία και είχαν φρικτό τέλος στους φούρνους του στρατοπέδου που τους έστειλαν.
Από την κόλαση των στρατοπέδων ελάχιστοι ήταν αυτοί που σώθηκαν. Εμείς με αφορμή και την επέτειο λήξης του πολέμου, θα σταθούμε σε τρεις από αυτούς τους ξεχωριστούς πατριώτες που κατάφεραν να επιβιώσουν και επέστρεψαν. Αργότερα θα αναφερθούμε και σε άλλους. Οι τρεις αυτοί, που ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε δεν επέτρεψαν στις κακουχίες να καταβάλουν το κουράγιο τους. Συνέχισαν μέχρι το τέλος της ζωής τους να προσφέρουν στον τόπο τους και στη δημοκρατία.
Νικόλαος Ανδρουλιδάκης
Από ένα δημοσιογράφο θα βάλουμε αρχή, το Νικόλαο Ανδρουλιδάκη, έναν ασυμβίβαστο αγωνιστή της Δημοκρατίας που υπήρξε κι ένας από τους επιφανέστερους ποινικολόγους.
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε το 1896. Διακρίθηκε σε όλα τα στάδια των σπουδών του και διορίστηκε δικηγόρος το 1920. Υπηρέτησε τη Θέμιδα με πάθος μέχρι το 1967.
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης ήταν ένα ανυπόταχτο πνεύμα που αρνείτο να συμβιβαστεί με καθεστώτα ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης. Οι φιλελεύθερες ιδέες μέστωσαν στη συνείδησή του κι έγινε ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές τους. Η αβασίλευτος δημοκρατία ήταν το ποθούμενο γι’ αυτόν. Έτσι για χάρη της ιδέας αυτής κυκλοφορούσε από το 1922 έως το 1929 εφημερίδα με τον τίτλο «Δημοκρατία». Σε άρθρα του, μας πληροφορεί ο Γιώργος Εκκεκάκης, στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ο Ανδρουλιδάκης μερικές φορές, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ν. Μιράντας.
Οι αγώνες του ήταν συνεχείς και ανυποχώρητοι. Έτσι δεν άργησε να υποστεί τις συνέπειες με διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις. Καμιά δίωξη όμως δεν στάθηκε ικανή να τον φοβίσει.
Όμηρος στο στρατόπεδο
Όταν το χιτλερικό τέρας άπλωσε τα πλοκάμια του και στην Κρήτη ο Ανδρουλιδάκης στρατεύτηκε από τους πρώτους ενάντια στον κατακτητή. Η αδούλωτη ψυχή του δεν γονάτισε ούτε κι όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε όμηρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Άντεξε κι εκεί και είναι μνημειώδες πραγματικά ένα κείμενο που περιγράφει συγκλονιστικά τις στιγμές που έζησε μέχρι που φάνηκαν οι σύμμαχοι να τους ελευθερώσουν από την κόλαση που έζησαν τόσο καιρό.
Η πρώτη του επαφή με την πόλη του μετά την ομηρία ήταν από τις μεγάλες στιγμές που ζει ένας άνθρωπος. Εκείνη τη μεγάλη στιγμή, που μετά από τόσο καιρό, αντίκριζε το κάστρο στο έμπα του Ρεθύμνου, δεν θα μπορούσε να τον συγκινήσει ολόκληρος ο θησαυρός του κόσμου. Από τις ανήλιαγες στοές ανέπνεε τον αέρα της πόλης που τον γέννησε και απολάμβανε το φως της. Έβλεπε ξανά τους φίλους και συγγενείς που κάποιοι ίσως τον είχαν κιόλας ξεγράψει. Ποιος γλίτωνε εύκολα από τα στρατόπεδα εκείνα της κόλασης; Μόνο σε θαύμα οφείλετο η επιστροφή.
Εκτός από τη «Δημοκρατία» (1922-1933) εξέδωσε μια ακόμα εφημερίδα την «Πολιτεία» (1949-1950). Για μεγάλο διάστημα επίσης είχε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Βήμα», επειδή ο διευθυντής της ήταν ασθενής.
Εκτός από την πολιτική αρθρογραφία, ασχολείτο με επιτυχία και με άλλους τομείς όπως το σχόλιο, το χρονογράφημα, η κριτική, χωρίς ποτέ να μειωθεί η γοητεία που ασκούσε στον αναγνώστη η χαρισματική του πένα.
Ένα τόσο ανήσυχο πνεύμα δεν θα μπορούσε να μην ενδιαφερθεί για την πολιτική. Έτσι τάχθηκε στον προοδευτικό χώρο. Εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και διατέλεσε πρόσεδρος του Δημοτικού συμβουλίου Ρεθύμνου.
Οι ευαισθησίες του για τον συνάνθρωπο δεν άργησαν να εκφραστούν με σπουδαίο κοινωνικό έργο, όπως η συμβολή του στην ίδρυση του Φιλοπτώχου Ταμείου του Οίκου ευγηρίας, της Πνευματικής Εστίας Ρεθύμνου. Με τον επιστήθιο φίλο του Πολύβιο Τσάκωνα εμπνεύστηκαν και ίδρυσαν το Σύνδεσμο για τη διάδοση των Καλών Τεχνών το 1931 με ταυτόχρονη λειτουργία και του παραρτήματος του ελληνικού ωδείου.
Η ζωή του Νικολάου Ανδρουλιδάκη ήταν άμποτις και παλίρροια καταστάσεων. Γνώρισε πολλές χαρές και την ευτυχία πλάι σε μια άξια σύντροφο. Αλλά και μεγάλες πίκρες αποχαιρετώντας πρόωρα αγαπημένα πρόσωπα.
Έτσι έμεινε υπόδειγμα πολίτη και ανθρώπου, πολύτιμου οδηγού για κάθε νέο άνθρωπο ιδιαίτερα λειτουργό της Θέμιδας, πρόθυμος συμπαραστάτης των αδικημένων και ακούραστος μελετητής του δικαίου.
Κώστας Ξεξάκης
Ο Κώστας Ξεξάκης με δίδασκε συνεχώς, ακόμα κι όταν μιλούσε για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Ήταν γεννημένος δάσκαλος.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους σημαντικούς Πανεπιστημιακούς και ερευνητές ο Νικόλαος Τωμαδάκης είχε πει κάποτε με θαυμασμό, παρουσία του συναδέλφου του επίσης σημαντικού Ρεθεμνιώτη Μανούσου Μανούσακα: «Ο αρτιώτερον κατηρτησμένος και μεμυημένος εις την Νεοελληνικήν Φιλολογίαν εν Ρεθύμνω, δεν είναι Φιλόλογος! Είναι ο καθηγητής των Φυσικών Κώστας Ξεξάκης».
Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1911 στα Καψαλιανά, που βρίσκονται στον ίσκιο του Αρκαδίου. Ο πατέρας του Ανδρέας Ι. Ξεξάκης, καταγόταν από το χωριό Αναχουρδοµέτοχα, που τώρα λέγεται Ελεύθερνα. Η έλλειψη σχολείου στο χωριό υποχρέωσε τον Κώστα να φοιτήσει στο Δημοτικό σχολείο Αμνάτου. Εκεί στο σπίτι του όμως διδάχτηκε τις παραδόσεις της φυλής. Είχαν να λένε οι παλιοί για το σπίτι του γέρο Ξεξάκη πάντα ανοικτό και φιλόξενο και για την σεμνότητα και αξιοσύνη της νοικοκυράς. Πώς να μην αποκτήσει ερεθίσματα για έρευνα και γνώση σε τέτοιο περιβάλλον ο μικρός, ακούγοντας τόσα από τους συχνούς επισκέπτες. Μαθητής ακόμα ερευνούσε σχολαστικά τα πάντα γύρω του.
Κι ήρθαν τα χρόνια τα δίσεκτα για να αριστεύσει ο Ξεξάκης στο πεδίον της τιμής αυτή τη φορά. Από τους πρώτους είχε ενταχθεί στην Αντίσταση. Η δράση του έγινε γρήγορα γνωστή στον κατακτητή. Η σύλληψή του δεν άργησε επίσης.
Φρικτά βασανιστήρια
Γνώρισε τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Άκουσα από τον ίδιο, όταν τον ρώτησα κάποτε για τη Νίνα Κουκλινού, ότι ήταν παρούσα όταν τον βασάνιζαν και μάλιστα κατέβαλε προσπάθεια με την μετάφραση να απαλύνει τη θέση του. Η ίδια όμως δεν άντεξε άλλο το θέαμα και λιποθύμησε. Είχε απίστευτη ψυχική δύναμη ο Ξεξάκης. Αυτό φαίνεται και από μια αναφορά του Γιάννη Δαλέντζα που γράφει μεταξύ άλλων για την εποχή, που βρέθηκαν μαζί, στο κολαστήριο της Αγιάς: «…Καθώς τα κουβεδιάζαμε, γροικούμε να τριζοβροντά η εξωτερική σιδερόπορτα. Στριφομουτσούνιασε ο Στελιανός και δαγκωτά μίλησε. «Οι Γερμανοί ναι διάλε τη φλέγα ντων». Μπήκαν δυο Γκεσταπίτες Γερμανοί με τα πιστόλια στο χέρι. Πλησιάσαν στα πομονωτήρια και ξαναφώναξαν στριγγά ΞΕΝΞΑΓΚΙΣ. Ήταν ο Κωστής Ξεξάκης ο Φυσικο-μαθηματικός καθηγητής, πιασμένος κι αυτός για Αντιστασιακή δράση. Άνοιξαν και βγήκε με το στρώμα του και τον έστεσαν πλάι μου. Ο καθηγητής Ξεξάκις ήταν σκεφτικός Ρωτήσαμε. – Ήντα σκέφτεσαι Κωστή; – Ήντ’ άλλο; Τα’ εδικούς απαντά ο Κωστής. – Μη στενοχωράσαι μα θα… το μάθουνε. Το κακό δεν κρύβεται. Ο Γρύλλος πρόθυμος αποκρινόταν για να ανακουφίσει το σύντροφο. Όμως ο καθηγητής νευρωδικός μίλησε με ορμή και πάθος: Δε στενοχωρούμαι για δικό μου. Είμαι έτοιμος για όλα. Ό,τι θέλει ας γένει έριξα εγώ το σπόρο μου. Καλλιέργησα τα χωράφια θα βλαστήσει εκατοντάδες μαχητές της Λευτεριάς ξεπετιούνται κάθε μέρα. Σας λέω αυτό. Να μη χάσει κανείς την ψυχραιμία του. Να μείνουμε ατράνταχτοι και θα δείτε πόσο καλύτερα θα ‘ναι. Δε φοβάμαι τίποτε ούτε το θάνατο. Έλαμπε το πρόσωπό του. Είχε ωραία αντρίκια κατατομή. Ορθόστετος, γοργοσάλεφτος. Από στεκούμενο σπίτι…».
Στην κόλαση του στρατοπέδου
Ακολούθησε η φρίκη στο στρατόπεδο Μάουτχαουζεν. Θεέ μου όταν μια γρίπη μας γονατίζει το ηθικό, τι να σκεφτούμε για ανθρώπους όπως ο Κώστας Ξεξάκης που έζησε την πείνα, τα βασανιστήρια, το κρύο, την εξαντλητική δουλειά, κάθε μέρα για τόσον καιρό χωρίς να λυγίσει. Κάποτε γύρισε ο Ξεξάκης στον τόπο του με έντονη τη διάθεση να κερδίσει το χρόνο που έχασε στο στρατόπεδο. Σαν να μην είχε ζήσει στην κόλαση. Ήταν να θαυμάζεις τη δίψα του για δημιουργία. Έκανε την οικογένειά του με την εξαίρετη Αικατερίνη Βαρδάκη καθηγήτρια φιλόλογο. Σαν καθηγητής υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε ενεργά με την πνευματική και πολιτιστική ζωή. Από το 1956 ήταν μέλος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας και από το 1981 και κάποια χρόνια πρόεδρός της. Διετέλεσε και πρόεδρος της ΕΛΜΕΡ το 1965, ενώ ήταν και από τους πρώτους Ρεθεμνιώτες σπηλαιολόγους με επιστημονική κατάρτιση μαζί με το Νίκο Νιουράκη, το Χρίστο Μακρή κ.ά. έχοντας αποστολή την έρευνα γύρω από τα σπήλαια Μυλοποτάμου.
Γιάννης Κυριακάκης
Ήταν μια εμβληματική μορφή ο Γιάννης Κυριακάκης. Ο άνθρωπος, κοινής αποδοχής, που έχαιρε τέτοιας εκτίμησης και σεβασμού, ώστε θα μπορούσε να πουλήσει ακόμα και σε δεξιό… «Ριζοσπάστη».
Ο ίδιος ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο πρώην βουλευτής και υπουργός στη βιογραφία του, που μου υπαγόρευσε, αναφερόμενος σε εμβληματικές μορφές του Ρεθύμνου, πρώτο έβαλε τον Γιάννη Κυριακάκη. Κι ας ήταν πάντα ο πλέον φανατικός πολέμιος της παράταξής του.
Ναι ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος ο αξέχαστος συμπολίτης. Κουβαλούσε ματωμένες μνήμες, είχε στερηθεί μεγάλες χαρές της ζωής κι όμως είχε πάντα το κουράγιο να χαμογελά και να αστειεύεται.
Είχε θυσιάσει την προσωπική του ζωή για την ιδεολογία του κι όμως δεν έδειχνε να το έχει μετανιώσει ποτέ.
Είχε την αγνότητα μικρού παιδιού κι όταν μιλούσε με κάποιο γνωστό του στον δρόμο, τότε που οι άνθρωποι είχαν ακόμα χρόνο ν’ ανταλλάξουν μερικές φράσεις με συμπολίτη, εκτός Facebook, που άλλωστε δεν υπήρχε, όταν τελείωναν τη συνομιλία λίγο πριν τον αποχαιρετήσει του έβαζε με τρόπο στο χέρι και μια …καραμέλα
Διάκονος της προσφοράς –Από Αμαριώτικη ιστορική οικογένεια
Μικροί μεγάλοι είχαν μερίδιο στην ευγενική του αυτή χειρονομία. Είχε μια έμφυτη τάση να προσφέρει ο Γιάννης Κυριακάκης. Από νιάτα και προσωπική ευτυχία στο δικό του αγώνα μέχρι τις μικρές γλυκές απολαύσεις, σε όποιον συναντούσε κι αντάλλασε δυο κουβέντες μαζί του. Ήταν γι’ αυτόν η προσφορά ανάγκη ψυχής.
Ευτύχησα να κάνω πολλές συζητήσεις μαζί του και όσα προσθέσω στη μοναδική πηγή που τον αναφέρει, τον αξέχαστο δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη, είναι δικές μου μνήμες που καταθέτω με απόλυτη ακρίβεια χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω ούτε μια λέξη.
Ο Γιάννης Αντ. Κυριακάκης καταγόταν από το Μοναστηράκι Αμαρίου και προερχόταν από μια μεγάλη ιστορική οικογένεια αγωνιστών.
Ο Γιάννης Κυριακάκης με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου με τις ανδραγαθίες που πήρε έφτασε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Με την κατάρρευση του μετώπου βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όπου υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Καταφέρνει όμως με δική του πρωτοβουλία και φθάνει στην Κρήτη το Μάη του 1941. Είχε καταφέρει μαζί με άλλους Κρήτες αξιωματικούς και οπλίτες να οργανώσει την κάθοδο χιλίων περίπου στρατιωτών. Παίρνει μέρος ενεργά στη Μάχη της Κρήτης δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία.
Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους ναζί ο Γιάννης οργανώνεται στην Αντίσταση και παίρνει μέρος στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές διευθύνοντας τον παράνομο τύπο. Αναφέρεται στους επικεφαλής της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ στην πόλη του Ρεθύμνου μαζί με τους Νίκο Δασκαλάκη, Νίκο Ανδρουλιδάκη, Γιώργη Αγγελιδάκη, Γιώργη Παπαδάκη, Κώστα Αντωνάκη, Γιάννη Τζέλεση, Νίκο Μυλωνάκη, Μιχάλη Κουτρουμπά και Πέτρο Ταχτατζή.
Οι επαρχιακές επιτροπές να σημειώσουμε για όσους ενδιαφέρονται, είχαν δημιουργηθεί από το ΕΑΜ για την καλύτερη οργάνωση του αγώνα και εκτός από την επιτροπή Ρεθύμνου, της οποίας τα μέλη προαναφέραμε, λειτουργούσαν επίσης επιτροπές στον Μυλοπόταμο, στα Ανώγεια, στο Αμάρι, στον Άγιο Βασίλειο και στον Βρύσινα.
Ο Γιάννης Κυριακάκης πιάστηκε από τους Γερμανούς στις 12 Δεκεμβρίου 1943. Πέρασε απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει συνεργάτες του. Εκείνος όμως κατάφερε να νικήσει και τον φόβο και τον πόνο. Κι όταν τέλειωσε ο κύκλος της ανάκρισης με τις φρικτές συνέπειες, βρέθηκε στο κολαστήριο της Αγυιάς.
Από την Αγυιά ο Γιάννης Κυριακάκης βρέθηκε στο φοβερό γερμανικό στρατόπεδο Μάουτχαουζεν Στάγιερς Κούζεν 1, όπου κι έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Ήταν από τις φοβερές δοκιμασίες που στοίχειωνε τις νύχτες του.
Ο Γιάννης Κυριακάκης δεν ξέφυγε ούτε ένα λεπτό από την ιδεολογική πορεία του. Κι ας μην τον άφησαν ήσυχο ούτε μια στιγμή οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι να πάρει μια ανάσα. Εκτός από την Ικαρία, θήτευε σε όλα τα ξερονήσια αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ένα πράγμα τον πονούσε ιδιαίτερα. Ολοκαύτωμα είχε γίνει η οικογένειά του. Ήταν γεγονός ότι μαζί με αυτόν υπέφεραν και τ’ αδέλφια του με ποικίλες μορφές διώξεων και ταλαιπωρίας. Έπρεπε όμως να μείνει στο μετερίζι του αγέρωχος χωρίς να χάσει την μαχητικότητά του. Έτσι είχε μάθει. Δεν άντεχε να προδώσει τα πιστεύω του. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν δημιούργησε οικογένεια. Ίσως να ήθελε έτσι να αφοσιωθεί στον αγώνα του χωρίς το άγχος αυτών που υποφέρουν μένοντας πίσω.