Εκεί που ξεφυλλίζαμε εφημερίδες μισού αιώνα πριν, απέσπασε την προσοχή μας ένα χρονογράφημα με την υπογραφή Σ.Κ.
Κι ο λόγος που το προσέξαμε ήταν επειδή αναφέρεται στο Λύκειο Ελληνίδων και στους πρώτους χοροδιδασκάλους του κρητικών χορών.
Το γεγονός διαδραματίζεται ένα περίπου χρόνο μετά την ίδρυση του Λυκείου Ελληνίδων στην Αθήνα (1911) από την Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν. Ο Σ.Κ που, όπως αναφέρει μόλις είχε πάρει πτυχίο Νομικής, καθόταν στην πλατεία Συντάγματος με δυο συντοπίτες του και συζητούσαν για την καθημερινότητά τους.
Οι άλλοι δύο ήταν ο καπετάν Γιάννης Καραβίτης και ο Στέλιος Παπαδόπετρος.
Ο Καπετάν Γιάννης Καραβίτης, διαβάζουμε, ήταν ο ευφυέστερος Κρητικός που πήγε κατά το Μακεδονικό Αγώνα στη Μακεδονία, γνωρίζοντας καλύτερα και από τον υπουργό Εξωτερικών τη σημασία της πολεμικής αυτής αναμέτρησης. Έτρεχε δε με τόση ταχύτητα σαν να είχε στα πόδια του φτερά.
Αν και είχε τελειώσει την Γ’ Δημοτικού, έγραφε τόσο χαριτωμένα χρονογραφήματα γεμάτα χιούμορ, σαν να ήταν φτασμένος χρονογράφος.
Εκεί πάντως που έκοβε την ανάσα σε όποιον τον έβλεπε ήταν στον χορό. Νόμιζες ότι ζωγραφίζει στο έδαφος κι άλλοτε πάλι σου έδινε την αίσθηση ότι πετούσε. Ο χορός φαίνεται πως ήταν για τον Καραβίτη μια ιεροτελεστία. Και έτσι την παρουσίαζε χωρίς καμιά υπερβολή. Ήταν σαν να ενσάρκωνε τη λεβεντιά της Κρήτης σε κάθε του κίνηση. Και αποσπούσε το θαυμασμό όποιου τον έβλεπε.
Όταν τον είδαν κάποτε να χορεύει ο Δημήτρης Καλαποθάκης, του «Εμπρός», πρόεδρος τότε του Μακεδονικού Κομιτάτου και ο στρατηγός Γενήσαρλης, διευθυντής των ανακτορικών χορών στάθηκαν εκστατικοί και είπαν πως αν χόρευαν οι θεοί, αυτούς τους χορούς θα χόρευαν.
Και αυτό το είπαν άνθρωποι που είχαν δει τους αξιότερους χορευτές της χώρας να χορεύουν τους παραδοσιακούς μας χορούς.
Ένας άτυχος νέος
Ο Στέλιος Παπαδόπετρος, είχε έρθει στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Ήταν ντυμένος με την παραδοσιακή μας φορεσιά που έφερε με καμάρι. Ήταν ένα όμορφο παλικάρι που θα μπορούσε να είναι μοντέλο του Φειδία αν ζούσε στην εποχή του. Τόσο εντυπωσίαζε με την εμφάνιση και το επιβλητικό του παράστημα. Με την κήρυξη του Βαλκανικού Πολέμου, παρουσιάστηκε το μεγαλειώδες φαινόμενο, όλοι οι φοιτητές και οι δάσκαλοι της Κρήτης να πάνε εθελοντές και να καταρτίσουν Φοιτητικούς Λόχους. Όσοι δεν ήξεραν γράμματα κατήρτισαν αντάρτικες ομάδες και πήραν μέρος στον πόλεμο αυτό. Ήταν σαν να υπάκουαν όλοι σε ένα άγραφο νόμο που είχαν θεσπίσει οι μπαρουτοκαπνισμένοι τους πρόγονοι.
Ο Στέλιος Παπαδόπετρος πήγε στα Σιάτιστα την παραμονή της σκληρής μάχης, γεμάτος σφρίγος και νεανικό ενθουσιασμό να αγωνιστεί ως αντάρτης.
Σκοτώθηκε την επομένη κιόλας μέρα με άλλους 70 νεαρούς πατριώτες.
Την τραγική ειρωνεία της τύχης περιγράφει με το δικό του γλαφυρό τρόπο ο συντάκτης του κειμένου που υπογράφει Σ.Κ.
Ενώ, γράφει, έκλαιγαν τον λεβέντη Παπαδόπετρο, την ώρα της κηδείας, ήρθε ειδοποίηση από τη Σχολή του που τον ενημέρωνε ότι πέτυχε στις εξετάσεις και να προσέλθει για να εγγραφεί.
Κλείνουμε την παρένθεση για τη γνωριμία αυτών που συνόδευαν στον περίπατό του τον Σ.Κ. εκείνο το πρωινό στο Σύνταγμα μετά την επιβεβλημένη αναφορά τιμής στην προσωπικότητά τους και μέσα από τη διήγηση του γλαφυρού κειμενογράφου, που τον φανταζόμαστε τη μεγάλη στιγμή που είδε από κοντά την Καλλιρρόη Παρρέν.
Μια ενδιαφέρουσα συνάντηση
Μετά τον περίπατο οι τρείς Ρεθεμνιώτες κάθισαν εκεί στην πλατεία Συντάγματος, όταν είδαν να τους πλησιάζει ο Ιωάννης Βούλγαρης με μια αξιοσέβαστη κυρία.
– «Να σας συστήσω την κυρία Καλλιρρόη Παρρέν», τους είπε.
Ο Σ.Κ. ένιωσε ένα κόμπο συγκίνησης να κόβει τη φωνή του.
Τι μεγάλη τύχη να γνωρίζει από κοντά την Αμαριώτισσα που η φήμη της είχε απλωθεί παντού. Ήξερε γι’ αυτήν από δημοσιεύματα και τη θαύμαζε. Ο Καραβίτης όμως δεν είχε ιδέα.
Έτσι με αδιαφορία, σχεδόν απαξιωτική, άκουσε τη σημαντική αυτή γυναίκα να τον ενημερώνει για τους σκοπούς του Λυκείου Ελληνίδων και δεν άλλαξε έκφραση ούτε καταλαβαίνοντας πως σ’ αυτόν απευθύνεται η κυρία, καθώς έχει πληροφορηθεί ότι πρόκειται για τον καλύτερο χορευτή της Κρήτης.
-«Κι ίντα θες;» ρώτησε ο Καραβίτης διατηρώντας το σκοτεινό ενοχλημένο ύφος.
-«Να διδάξετε κρητικούς χορούς εις τας κορασίδας μας», απάντησε η Παρρέν χωρίς να δείχνει ενοχλημένη από την αγενή συμπεριφορά του καπετάνιου.
Εκείνος τότε της έριξε μια ματιά με το γερακίσιο βλέμμα του, σαν να ήθελε να ζυγιάσει την πρόταση, χάιδεψε την περιποιημένη μαύρη γενειάδα του σκεπτικός. Ο νους έπαιρνε γρήγορα στροφές, προσπαθώντας να καταλάβει αν η πρόταση τον κολάκευε ή θα έπρεπε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους με την άρνησή του φυσικά.
Η Καλλιρρόη με θαυμαστή ψυχραιμία αντιστεκόταν στο εξεταστικό του βλέμμα κι αυτή η στάση άρεσε στον καπετάνιο. Καμάρωνε τους ανθρώπους που μιλούσαν με ευθύτητα. Κι αυτή η γυναίκα ενέπνεε με την πρώτη ματιά στον άλλο σεβασμό, εμπιστοσύνη και σιγουριά.
Όταν πια κατάλαβε ότι δεν ήταν τόσο υποτιμητικό να είσαι χοροδιδάσκαλος της είπε:
«Δέχομαι αλλά με όρους…»
«Μπορώ να τους ακούσω;»
«Να πάρω και την παρέα μου».
Αρχίζει η διδασκαλία
Η Παρέν δεν είχε καμιά αντίρρηση και την επομένη ακριβώς η τριάδα βρισκόταν στο σημείο που είχε οριστεί. Ας αφήσουμε όμως την πένα του Μιχαήλ Παπαδάκι να περιγράψει τη συνέχεια.
«Την επομένη ήλθε η Παρρέν συνοδευόμενη από τον επίσης Αμαριώτη Κατσούγκρη φοιτητή κι εκείνο με το Κρητικό ένδυμα. Έγινε απόπειρα διδασκαλίας τη συνοδεία πιάνου. Μα η τύχη φαίνεται των πιάνων είναι πάντα να είναι «ξεκούρντιστα». Εδιδάξαμε τα βήματα χωρίς πιάνο και είπαμε η συνέχεια αύριο.
Την επομένη πήγαμε με λύρα και λαγούτο. Βρήκαμε τους οργανοπαίχτες στα «Κρητικά» του Πειραιά.
Οι κυρίες ενθουσιάστηκαν, το πιάνο κατηργήθη και η διδασκαλία εσυνεχίσθη με λαμπρά αποτελέσματα.
Την Πρωτομαγιά εορτάσθησαν στο Ζάππειο τα ανθεστήρια με τους Κρητικούς χορούς καταχειροκροτηθέντας. Η χαρά, ο ενθουσιασμός και η υπερηφάνεια της Παρέν δεν μπορεί να περιγραφεί».
Ο πρώτος χοροδιδάσκαλος
Με τους Ρεθεμνιώτες αυτούς το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών, ένα περίπου χρόνο μετά την ίδρυσή του δίδαξε κρητικούς χορούς. Κι όπως ήθελε πάντα την τελειότητα η Καλλιρρόη Παρρέν επέλεξε τον ικανότερο. Ήταν ο καπετάν Γιάννης Καραβίτης. Και δικαιώθηκε με τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε η εμφάνιση των κοριτσιών που χόρεψαν χορούς της Κρήτης στα Ανθεστήρια εκείνης της χρονιάς στην Αθήνα.