Να τιμήσουμε και ‘μεις τον Άγιο Βαλεντίνο, που βοηθά, ας είναι καλά, μερικά καταστήματα να δουν χαρά στο …ταμείο τους.
Βέβαια μέχρι τη δεκαετία του 80, δεν ήταν τόσο προσφιλής στο Ρέθυμνο, γιατί κανείς άλλωστε δεν τον ήξερε. Σιγά σιγά καθιερώθηκε μαζί με άλλους εορτασμούς ξενόφερτους, αλλά όταν τον συνηθίσαμε μας έγινε απαραίτητος. Κι αλίμονο στο ταίρι που ξεχνούσε έστω λίγα λουλούδια τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, που κατάφερε να βάλει στην άκρη και τον Άγιο Υάκινθο. Διότι ως γνωστόν ουδείς προφήτης στον τόπο του.
Ξεφυλλίζοντας τις ιστορίες αγάπης, που έχω κρατήσει στο αρχείο μου, στέκομαι σε κάποιες που κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. Και λέω να παραθέσω μερικές από αυτές που παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον.
Για παράδειγμα ο έρωτας του σουλτάνου Μωάμεθ του Δ’ για τη δική μας Ευμενία Βεργίτση.
Και μιλάμε για έρωτα σφοδρό αν λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χαρέμι και τον αγώνα που κατέβαλε κάθε κοπέλα για να γίνει ευνοούμενη. Όπως φαίνεται δεν την άφησε ασυγκίνητη η γοητεία του Σουλτάνου. Ανταπέδωσε στο έπακρον το πάθος που της έδειξε και μερικές φορές κατά τρόπο που την εξέθεσε στους ιστορικούς που τη μελέτησαν αργότερα.
Η Ευμενία που έμεινε στην ιστορία ως Χασεκί Εμετουλάχ Ραμπιά Γκιουλνούς, που έλαβε και το ύψιστο αξίωμα της Βαλιντέ Σουλτάν, αφού έδωσε στη δυναστεία του Μωάμεθ δυο γιους που έγιναν σουλτάνοι. Τον Μουσταφά τον Β’ και τον Αχμέτ τον Γ’.
Περισσότερα μπορεί να διαβάσει ο ενδιαφερόμενος σε μυθιστορηματικές βιογραφίες του Νίκου Σταυρινίδη και του Ορέστη Μανούσου. Το έργο του Σταυρινίδη μάλιστα είχε δημοσιευτεί κατά συνέχειες στην εφημερίδα «Βήμα» και είχε προκαλέσει μια επισήμανση του αείμνηστου γιατρού Εμμανουήλ Φραγκιαδάκη, για ρίζες της Ευμενίας και στα μέρη του, στην επαρχία Αγίου Βασιλείου δηλαδή. Θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό σε επόμενο αφιέρωμά μας γιατί έχει ενδιαφέρον.
Αυτό που αξίζει να αναφερθεί στο παρόν, είναι ότι μπορεί ο Μωάμεθ να λάτρευε την Ευμενία αλλά δοθείσης ευκαιρίας δεν άφηνε παραπονεμένη κι όποια τον εντυπωσίαζε από τις φουρνιές των σκλάβων που του έστελναν πεσκέσι κατά καιρούς. Οι απιστίες αυτές δεν περνούσαν βέβαια απαρατήρητες από τη Ρεθεμνιωτοπούλα εκλεκτή του. Και μας εξηγούν οι γραφές τις επιπτώσεις αυτών των παρενθέσεων που άνοιγε στην ερωτική του ζωή περιγράφοντας τις αντιδράσεις της επίσημης συζύγου που ήταν αυτό που λέγεται στην καθομιλουμένη «μακριά από μας».
Αρχή του κακού ήταν ο ανταγωνισμός της με την Γκιουλμπεγιάζ Χατούν, μια παλλακίδα του Μωάμεθ, που οδήγησε σε τραγικό τέλος. Ο Μωάμεθ Δ’ ήταν βαθιά ερωτευμένος με την Γκιουλνούς, αλλά όταν η Γκιουλμπεγιάζ μπήκε στο χαρέμι η αγάπη του κλονίστηκε και η Γκιουλνούς ακόμα ερωτευμένη με τον Σουλτάνο έγινε τρελά ζηλιάρα. Μια μέρα, καθώς η Γκιουλμπεγιάζ καθόταν σε έναν βράχο κοιτώντας τη θάλασσα, η Γκιουλνούς την έσπρωξε από τον βράχο και πνίγηκε ή σύμφωνα με άλλους διέταξε τον στραγγαλισμό της Γκιουλμπεγιάζ. Για την ίδια, άλλοι ιστορικοί της εποχής έγραψαν, ότι την στραγγάλισε με μαύρους κωφάλαλους ευνούχους.
Ανάμεσα σε άλλες αναφέρεται και μία Τσερτσέζα χορεύτρια, την οποία σκότωσε μπροστά στα μάτια του Σουλτάνου, όταν βλέποντάς τον να απολαμβάνει τον χορό της, του πρότεινε να χορέψει μαζί της και ένας Μαύρος Μαυριτανός ευνούχος για να γίνει ο χορός πιο ελκυστικός και χαρούμενος. Ο Σουλτάνος το δέχθηκε. Όμως η Γκιουλνούς είχε συνεννοηθεί τον ευνούχο και καθώς εκείνος στροβιλίζονταν με την χορεύτρια στους ρυθμούς ενός Μαυριτανικού χορού που διεξαγόταν στο ανάκτορο του Καντιλή, σε ένα εξώστη δίπλα στη θάλασσα, ο υπηρέτης της Ραμπιάς Γκιουλνιούς σε ένα τίναγμα του χορού έσπρωξε την κοπέλα, η οποία βρέθηκε στο κενό και σκοτώθηκε πέφτοντας από τα τείχη στα βράχια. Φάνηκε ως ατύχημα όπως και για τόσες άλλες, για τις οποίες έχει γράψει εκτενείς αναφορές ο Γάλλος ζωγράφος Ντε Λα Κρουά αλλά και ο ιστορικός Χάμμερ.
Πιο τυχερή φάνηκε μια Χριστιανή, την ο οποία ο Σουλτάνος γνώρισε και συναντούσε κρυφά από την Χασεκί του σε μια εκδρομή τους στον Θεσσαλικό κάμπο για κυνήγι. Το αντιλήφθηκε η Ραμπιά Γκιουλνούς και με συνοπτικές διαδικασίες την πάντρεψε με ένα αξιωματικό της.
Μουσταφά Πασάς – Ελένη Βολανοπούλα
Τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά τον επιλεγόμενο «Γκιριτλή» (Κρητικός) τον γνωρίζουμε από το θρυλικό ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Είχε όμως κι αυτός τις ανθρώπινες αδυναμίες του με την κορυφαία, που ήταν ο έρωτάς του για μια καλλονή από τα Σκουλούφια την Ελένη Βολανοπούλα.
Τη συνάντησε όταν επιχειρούσε να καταστείλει την επανάσταση του 1821. Ήταν κι αυτή ένα από τα απελπισμένα πλάσματα που μετά το καταστρεπτικό πέρασμα των εξαγριωμένων Τούρκων όδευε για τα σκλαβοπάζαρα.
Η ομορφιά της θάμπωσε τον Μουσταφά, που έσπευσε να την παντρευτεί.
Από τη μια στιγμή στην άλλη η Ελένη βρέθηκε σε αμύθητα πλούτη γιατί ο άνδρας της είχε καταφέρει να αποκτήσει τεράστια περιουσία. Σύμφωνα με τον Ψιλάκη στην Ιστορία της Κρήτης ο Μουσταφάς εκτός από τις απέραντες ιδιοκτησίες του στην πόλη του Ηρακλείου και στην ενδοχώρα του, είχε μεγάλο σαπωνοποιείο και 50 ελαιοτριβεία σε διάφορα χωριά.
Και εκτός αυτών ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης έκτασης στα Μουτσουνάρια, ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο στο κέντρο του Ηρακλείου, ένα επίσης επιβλητικό στην Πηγή Ρεθύμνου και 4.000 ελιές. Στην κατοχή του αναφέρεται και ένα σαπουναριό στην Τριμάρτυρη των Χανίων.
Στο Ηράκλειο η Ελένη ακουγόταν ως «Μουσταφά πασσάδαινα» και έχαιρε μεγάλου σεβασμού. Η καλλονή από τα Σκουλούφια που είχε πάρει το μυαλό του τον έκανε πατέρα τριών αγοριών. Τον Βελιουνδιν Ριφάτ Πασσά, τον Χασάν Πασσά και τον Μεχμέτ Βέη.
Η Ελένη βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όταν έγινε βεζίρης ο άνδρας της το 1850. Εκεί της έκτισε ένα μεγαλοπρεπέστατο ανάκτορο που είχε και ένα πανέμορφο κήπο.
Καλά περνούσε η Ελένη αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τη γενιά της ούτε να απαρνηθεί την πίστη της. Εδώ φαίνεται η λατρεία που της είχε ο άνδρας της. Ενώ θα περίμενε κανείς πως θα την υποχρέωνε να αλλαξοπιστήσει εκείνος όχι μόνο της επέτρεψε να παραμείνει χριστιανή, αλλά της έκτισε ένα εκκλησάκι που λειτουργούσε συνεχώς με ιερέα που τον απασχολούσε ο πασάς με μισθό.
Η πανέμορφη Κρητικοπούλα ήταν πάντα η πρώτη προτεραιότητα του ανδρός της. Από τις πέντε γυναίκες του ήταν η κορυφαία και την ονόμασαν «Ντουντού» που σημαίνει την πρώτη κυρία, την αρχόντισσα. Κι όταν αυτή πέθανε εκείνος την κήδεψε χριστιανικά.
Γεώργιος Στραπατσάκης – Ευφημία Μανουηλίδου
Η Ευφημία Μανουηλίδου γεννήθηκε στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης το 1892. Η μεγάλη οικονομική επιφάνεια των γονέων της επέτρεπε να μεγαλώνει όπως κάθε αρχοντοπούλα.
Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών «St Joseph de l’ Apparition» κι έζησε στο Μπατούμ του Καυκάσου, όπου τα αδέλφια της είχαν ναυτιλιακή εταιρεία και ορυχεία. Ο μεγάλος της αδελφός Εμμανουήλ ήταν πρόξενος της Ελλάδας στο Μπατούμ.
Μετά το 1918 γύρισε στη Ραιδεστό, όπου και συνάντησε τον άνδρα τη ζωής της. Ήταν ο Γεώργιος Ι. Στραπατσάκης.
Αυτός γεννήθηκε το 1884 στην Αργυρούπολη. Είχε εκπαιδευτεί στην Ιταλική Σχολή Χωροφυλακής Χανίων όπου είχε καταταγεί το 1900 σε ηλικία 16 ετών. Έλαβε μέρος στους αγώνες Ηπείρου και Μακεδονίας και ήταν από τους πρώτους αξιωματικούς που μπήκαν στην Θεσσαλονίκη. Ακολουθώντας το Βενιζέλο στην πορεία του προς Κωνσταντινούπολη γνώρισε στη Ραιδεστό την Ευφημία. Ο έρωτάς τους ήταν αμοιβαίος και κεραυνοβόλος, αλλά δοκιμάστηκε αρκετά.
Ήταν δύσκολες εποχές. Οι κοινωνικές διακρίσεις στο έπακρον και τα πολιτικά πάθη καθόριζαν τις τύχες των ανθρώπων.
Ο Γεώργιος φανατικός Βενιζελικός βίωσε όλες τις συνέπειες της αφοσίωσής του στον Εθνάρχη. Από κοντά η αρχοντοπούλα και κυρά της καρδιάς του, που δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις ταλαιπωρίες τους.
Μετά από πολλές περιπέτειες παντρεύτηκαν το 1921 στη Λαμία όπου είχε εξοριστεί ο Γεώργιος ως Βενιζελικός, μέλος της Εθνικής Αμύνης. Ένα χρόνο μετά η Ευφημία έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Ήταν η Ελενίτσα μετέπειτα Πετρακάκη. Λίγο αργότερα ο Γεώργιος διορίστηκε αστυνομικός διοικητής στην Ερμούπολη Σύρου. Εκεί γεννήθηκε το 1925 η Ιωάννα της, μετέπειτα σύζυγος του Θεμιστοκλή Βαλαρή, μια από τις δυναμικότερες γυναίκες του Ρεθύμνου, πρόεδρος επί σειρά ετών του Λυκείου Ελληνίδων.
Στη συνέχεια ο Γεώργιος και η Ευφημία βρέθηκαν στην Αθήνα για ένα διάστημα και μετά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να εγκατασταθούν μόνιμα στο Ρέθυμνο, όπου ο Στραπατσάκης ανέλαβε τη διεύθυνση ναυτικού πρακτορείου.
Το ζευγάρι που πέρασε τόσες ταλαιπωρίες δεν άφησε ποτέ τις δυσκολίες να επηρεάσουν τη σχέση τους. Ο Γεώργιος και η Ευφημία έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους ευτυχισμένοι και μόνο ο θάνατος κατάφερε να τους χωρίσει. Εκείνος έφυγε πρώτος το 1958 και η Ευφημία πήγε να τον συναντήσει το 1972 ζώντας μέχρι τότε με τη θύμησή του.
Γιώργης Γκόγκας – Νίνα Κουκλινού
Αυτό το ζευγάρι έμελε να γράψει και ιστορία με τη δράση του στην Αντίσταση.
Ο Γιώργης Γκόγκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922 και ήταν γιος του Λεωνίδα Γκόγκα, ταχυδρομικού υπαλλήλου από την Πελοπόννησο και της Ελένης Τσαχάκη από το Χορδάκι Αμαρίου.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει στην Κρήτη και όπως προκύπτει από επίσημο Αγγλικό Έγγραφο και ιδιόχειρο σημείωμα του Φρουράρχου Υπαίθρου Κρήτης Εμμ. Μπαντουβά «αντί να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα προτιμά να προσφέρει τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του δια τον κοινόν συμμαχικόν αγώνα, εφορμούμενος από αγνά, ανιδιοτελή πατριωτικά αισθήματα».
Με την ομάδα του Πετρακογιώργη στο Κέντρος λαμβάνει μέρος στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε / φυλακίζεται στη Φορτέτζα Ρεθύμνου και στις φυλακές Αγυιάς Χανίων / γνωρίζει τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, με τον οποίο αργότερα έχει κάποια αλληλογραφία.
Στα χρόνια της Αντίστασης γνωρίζει μια θρυλική μορφή του αγώνα την τόσο παρεξηγημένη αγωνίστρια Νίνα Κουκλινού.
Η Κωνσταντίνα Κουκλινού γεννήθηκε στις Ελένες Αμαρίου το 1925. Γνωστή η οικογένειά της για τις αρχοντικές της καταβολές της έδωσε σπάνια μόρφωση για την εποχή της. Αυτό στάθηκε δίκοπο μαχαίρι για την νεαρή κοπέλα σε χρόνια δίσεκτα. Εκτός από φωτεινό πνεύμα η Νίνα, όπως την έλεγαν οι δικοί της και οι φίλοι της, διέθετε και φυσική ομορφιά, ώστε δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη. Εκτός των άλλων είχε και μια έμφυτη διάθεση για το καλό και το ωραίο. Θα μπορούσαν τη Νίνα να φέρνουν παράδειγμα όσοι θέλανε να δώσουν τον ορισμό της «μερακλίνας» κοπελιάς. Λάτρευε τις παραδόσεις του τόπου της και ιδιαίτερα την κρητική μουσική.
Ίσως αυτός ήταν κι ένας από τους κρίκους που την έδεσαν ακατάλυτα με το Γιώργη Γκόγκα που έπαιζε τόσο όμορφα λύρα που έλεγαν πως είχε «το δοξάρι του Ροδινού».
Όταν η τοπική κοινωνία είδε τη Νίνα να αναλαμβάνει καθήκοντα στη Γκεστάπο, δακτυλογράφου και μεταφράστριας ξαφνιάστηκε στην αρχή, σήκωσε τους ώμους αδιάφορα στη συνέχεια. Εύκολο το σχόλιο που έσταζε χολή στα χείλη, αλλά σε κάθε δύσκολη ώρα στη Νίνα κατέφευγαν όσοι ήθελαν να ξεμπερδέψουν ανθρώπους τους από τα ναζιστικά κολαστήρια. Κι εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε με μεγάλη προθυμία. Κανένας δεν ήξερε το ρόλο της όμορφης αυτής κοπέλας που η ζωή της μοιάζει μυθιστόρημα.
Το μεγάλο της μυστικό ήξεραν μόνον εκείνη, ο Χρίστος Τζιφάκης που την είχε στείλει στη θέση αυτή και ο καλός της ο Γιώργης Γκόγκας.
Η αγωνία της για την τύχη του Γιώργη έγινε πολλές φορές η αφορμή να σωθούν πολλοί πατριώτες γιατί όταν μάθαινε η Νίνα ότι κάποιος από αυτούς κινδύνευε εύρισκε τρόπο να τον ειδοποιήσει να σωθεί.
Κοντά στο ξεψύχισμα της τυραννίας, μαθαίνει πως κινδυνεύουν τα χωριά του Κέντρους. Ξέρει πως ο Γιώργης της είναι σε ταγμένη υπηρεσία και σπεύδει να ειδοποιήσει. Όσοι την άκουσαν κατάφεραν να διαφύγουν. Οι άλλοι βίωσαν τη φρίκη του Ολοκαυτώματος οκτώ χωριών που έγινε στις 22 Αυγούστου 1944.
Μετά τον πόλεμο, ράκος ψυχικό η Νίνα, στο έρμαιο αναίτιας μισαλλοδοξίας, ακολουθεί τον αγαπημένο της στην Αθήνα όπου και παντρεύτηκαν το 1953.
Η ζωή κοντά στον άνδρα της και η απόκτηση δυο χαριτωμένων κοριτσιών στάθηκαν καλή παρηγοριά για τη Νίνα. Ο Γιώργης της, φύση καλλιτεχνική, της χάρισε ποιότητα ζωής πλάι στο ζειν που της εξασφάλισε με τον επιχειρηματικό νου που διέθετε και την ασχολία του με το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών.
Είχε πάθος με τη μουσική ο Γιώργης. Αρχίζει να συλλέγει ο ίδιος Δημοτική μουσική και όχι μόνο.
Κρητική λύρα δεν έπαιξε ποτέ επαγγελματικά, αλλά σε συγκεντρώσεις με τους καλούς του φίλους: Μουντάκη, Σκορδαλό, Δερμιτζάκη, Σηφογιώργη, Μανιά, Μαρκονιαννάκη, Ξυλούρη, Ρος Ντέιλυ και πολλούς από τους νεώτερους. Έπαιξε όμως με τον πραγματικά μοναδικό εκφραστικό του τρόπο σε πολλές εκδηλώσεις του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και επίσης με τον «Σύλλογο προς διάδοση της Εθνικής Μουσικής» υπό τον Σίμωνα Καρρά και πρόσφερε από το αρχείο του ηχογραφήσεις του 1934 των Ροδινού, Μπαξεβάνη, Λαγού, Λαβρεντίας Μπαξεβάνη, Φουσταλιέρη, Κουτσουρέλη κ.ά.
Πολλές ηχογραφήσεις γίνονται στο στούντιο του σπιτιού του και αποτελούν πλέον σήμερα μοναδικά τεκμήρια και πολύτιμο θησαυρό για την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Η αγάπη του για τη μουσική έγινε επάγγελμα και διατηρούσε το κατάστημα Lyric Ηί-Fi με μηχανήματα ήχου υψηλής πιστότητας στην Αθήνα. Από εκεί πέρασαν άλλοι πολλοί και εκλεκτοί, όπως: Γιάννης Ξενάκης, Μάνος Χατζηδάκης, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαμαγκάκης, Μαρκόπουλος κ.α. για τις παραστάσεις του Ηρωδείου ή τις εκπομπές της ΕΡΤ και πολύ-πολύ νεολαία, που τον αποκαλεί «Πατριάρχη του Ηι-Fi στην Ελλάδα». Έτσι προέκυψαν πολύ δυνατές φιλίες:
Μετά τη συνταξιοδότησή του έμενε μόνιμα με την Νίνα του στο σπίτι τους στη Νέα Μάκρη της Αττικής.
Μέχρι το τέλος της ζωής τους ήταν ο ένας για τον άλλο. Ο έρωτάς τους έμεινε στα χρονικά του τόπου πρότυπο αφοσίωσης και βαθειάς πίστης.
Ο Γιώργης έφυγε στα 90 του 3 του Οκτώβρη 2012. Η μετάβασή του στην αιωνιότητα έγινε με την ειρηνική συνείδηση του ανθρώπου που έκανε το χρέος του μέχρι το τέλος υποστηρίζοντας τα ιδανικά του.
Η Νίνα έφυγε στις 27 Ιανουαρίου 2014 σε ηλικία 89 ετών. Κρίμα που δεν πρόλαβε το Ρέθυμνο να αποκαταστήσει αδικίες του παρελθόντος και να της ζητήσει τουλάχιστον μια συγγνώμη.