Αν και πλησιάζω την έβδομη δεκαετία της ζωής μου, δεν έχουν ξεθωριάσει από τις μνήμες μου οι αναφορές στη Μικρά Ασία, από τους προγόνους εκ μητρός, που έζησαν τα καλύτερά τους χρόνια εκεί, βίωσαν την κόλαση του βάναυσου ξεριζωμού και βρέθηκαν «σαν τα τρελά πουλιά» στο έλεος της μοίρας. Γι’ αυτό και με εντυπωσίασε ιδιαίτερα η ταινία « Σμύρνη μου αγαπημένη». Ήταν σαν να τους έβλεπα, σαν να τους άκουγα. Εξαιρετικό το σενάριο γεμάτο αλήθεια. Και η σκηνοθεσία που σύνδεσε τα γεγονότα εκείνης της προσφυγιάς με το δράμα των άλλων προσφύγων, αυτών που βλέπουμε στις μέρες μας, στις βάρκες του θανάτου να ζητούν μια γωνιά να απαγκιάσουν, εξαιρετικά εμπνευσμένη.
Όσο ζούσαν εκείνοι οι μάρτυρες της πιο τραγικής μοίρας του Ελληνισμού, δεν άφηναν την ελπίδα να ξεψυχήσει. Δεν έπαυαν να συνδέουν γεγονότα με μνήμες από την Ανατολή, δεν άφηναν επέτειο να περάσει εθνική ή θρησκευτική χωρίς να αναβιώνουν έθιμα της αλησμόνητης πατρίδας. Πίστευαν πως κάποια στιγμή θα γύριζαν. Και προετοίμαζαν εμάς τα εγγόνια τους ανάλογα. Έφυγαν όμως αφήνοντας τα ίχνη της επίγειας πορείας τους στη γη που έκαναν δεύτερη πατρίδα. Έμεινε σε μας να κουβαλάμε τις μνήμες αυτές, όπου κι αν μας οδήγησε η ζωή. Και ομολογουμένως, όπου κι αν βρεθήκαμε, παντού βρίσκαμε φίλους εκείνων των ξεριζωμένων.
Αυτή την εκτίμηση στον πολιτισμό της Ιωνίας διαπίστωσα ιδιαίτερα στην πόλη αυτή.
Όταν είχα πρωτοέρθει στο Ρέθυμνο, τον Αύγουστο του 1972, και μόνο η αναφορά της καταγωγής μου έκανε πολλούς αξιοσέβαστους συμπολίτες να δακρύσουν και να μου αφηγούνται τις δικές τους αναμνήσεις από το μέτωπο.
Σκέφτηκα λοιπόν με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από την καταστροφή (έτσι μου έμαθαν να τη λέω οι δικοί μου) να ξεκινήσω μερικά αφιερώματα στους αγωνιστές του Ρεθύμνου που διέπρεψαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Στους καιρούς που ζούμε οφείλουμε το μνημόσυνό τους να γίνει από τη φιλόξενη αυτή γωνιά που μου διαθέτει η εφημερίδα μας.
Θα είναι κι ένα κερί στη μνήμη του Γιάννη Χαλκιαδάκη που λάτρευε τους Μικρασιάτες και δεν έπαυσε να αναφέρεται στη συμμετοχή του πατέρα του που έζησε και τη δόξα και τη συντριβή του Μικρασιατικού Μετώπου πριν χειροτονηθεί ιερέας.
Από τα αφιερώματά μας δεν θα λείψουν αναμνήσεις αλλά και αποσπάσματα από τα ημερολόγια που μας άφησαν κάποιοι από τους γενναίους εκείνου του μετώπου
Και βάζουμε αρχή από τον αξέχαστο, πολυτάλαντο και τόσο σημαντικό καλλιτέχνη του φακού Βασίλη Χαριτάκη στον οποίο έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα. Θα σταθούμε μόνο στη δράση του εκεί στο μέτωπο που χάθηκαν τόσα όνειρα πνιγμένα στο αίμα αθώων, θύματα υπερφύαλων αρχηγών και πολυεθνικών συμφερόντων.
Ο Βασίλης Χαριτάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1901. Τα Περιβόλια ήταν ο τόπος του και τον ύμνησε με μοναδικό τρόπο μέσα από φωτογραφίες κυρίως που έκλειναν τις παιδικές του μνήμες. Ιδιαίτερα το γεράνι και τα περίφημα κρινάκια.
Κληρωτός της κλάσης του 21 κατατάχτηκε στο Έμπεδο Ρεθύμνου το 1920 και αποσπάστηκε στον κλάδο αυτοκινήτων, επειδή ένα χρόνο νωρίτερα είχε εργαστεί σε ένα λεωφορείο.
Από το Ρέθυμνο πήγε στον Όρχο Αυτοκινήτων Αθηνών και μετά ένα μήνα στον Όρχο Σμύρνης.
Εκεί υπηρετούσε ο αδελφός του και μαζί του είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τη μαγευτική πόλη με την υψηλή κουλτούρα και την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Περνούσε πολύ όμορφα. Ήταν νέος, όμορφος, ήξερε να ζει με ευπρέπεια και να απολαμβάνει με απόλυτο συναίσθημα ευθύνης κάθε χαρά της ζωής.
Κάθε ωραίο έχει όμως και ημερομηνία λήξης. Κάποια στιγμή λοιπόν και ο Βασίλης πήρε απόσπαση στην 26η μεταγωγική Διμοιρίας Ελαφρών Φορτηγών Αυτοκινήτων που είχε έδρα τη Νικομήδεια.
Μαρτύριο μέσα στο κρύο
Στις 18 Οκτωβρίου του 1920 έφυγε με το τρένο για την Πάνορμο. Το τρένο όμως τερμάτιζε στο Σώμα κι έτσι αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει εκεί. Συμβαίνει κάποιες φορές μια νύχτα να σημαδεύει τη ζωή σου. Κι εκείνη η νύχτα ήταν μαρτυρική για τον Βασίλη. Το κρύο ήταν αφόρητο. Αν και αρκετά σκληραγωγημένος και ψύχραιμος στις κακουχίες, από τότε που ήταν μικρό παιδί, αφού βίωσε στην οικογένειά του τις αυστηρότερες μεθόδους διαπαιδαγώγησης, εκείνο το βράδυ ένοιωθε πως δεν θα αντέξει. Έτρεξε σαν τρελός στο φυλάκιο του σταθμού. Μια μεγάλη φωτιά, που είχαν ανάψει οι φαντάροι, σκορπούσε τη γλυκιά θαλπωρή της. Ο Χαριτάκης πλησίασε τόσο που κάποιοι έσπευσαν να τον απομακρύνουν, λίγο, από φόβο ότι θα καεί. Από τη λαχτάρα του και το κρύο που τον βασάνιζε, κόντευε να πέσει μέσα στις φλόγες.
Εκείνο το βράδυ απέκτησε τα πρώτα προβλήματα υγείας που δεν έπαψαν δυστυχώς να τον απασχολούν στην υπόλοιπη ζωή του.
Στη Νικομήδεια τον περίμενε και μια σημαντική γνωριμία.
Η διμοιρία του ήταν εγκατεστημένη σε ένα πολύ παλιό διώροφο κτίριο στη μέση ενός μεγάλου ταρσανά. Το κτίριο ήταν χωρισμένο σε τρεις μεγάλους θαλάμους, τρεις επάνω και τρεις κάτω.
Μαζί με το Βασίλη είχαν φτάσει και τρεις νεοσύλλεκτοι, που είχαν αποσπαστεί μαζί αλλά δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Το βράδυ γύρω από τη μεγάλη φωτιά έγινε η γνωριμία.
Κάποια στιγμή φάνηκε κι ένας λεβεντόκορμος φαντάρος με στραβό το δίκοχο, στάθηκε στην πόρτα και με πολύ κέφι άρχισε να αυτοσυστήνεται.
– Ορέστης Μακρής του γειτονικού συνεργείου που φτιάχνει απ’ όλα ακόμα και σαμάρια για όλα τα μπόγια και ήρθα να καλωσορίσω τους νεοφερμένους και να μάθω νέα από την Αθήνα μου.
Γελάσανε και τον καλέσανε στην συντροφιά τους. Από τότε γίνανε φίλοι και πολλές φορές έλεγαν τα όνειρά τους. Και ποιο ήταν το μεγάλο όνειρο του Ορέστη;
– Να γίνει ηθοποιός του μελοδράματος!!!
Έτσι γνώρισε ο Βασίλης τον Μακρή αυτή τη μεγάλη μορφή του παλιού καλού κινηματογράφου.
Κι αυτές οι εικόνες έρχονταν πολλές φορές στο νου του Βασίλη, όταν καμάρωνε αρκετά χρόνια μετά στην οθόνη και στη θεατρική σκηνή τον καλό του φίλο που είχε καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό του και να γίνει ο μέγας Ορέστης Μακρής από τους μέγιστους καλλιτέχνες.
Ένας πανέξυπνος νέος
Ο κοφτερός νους του Χαριτάκη τον έσωζε πολλές φορές από δύσκολες καταστάσεις.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο προλάβαιναν οι θαλαμοφύλακες κρατούσαν τη φωτιά ζωηρή. Συχνά όμως η φωτιά έσβηνε τη νύχτα και η ατμόσφαιρα πάγωνε αφόρητα. Μια νύχτα από αυτές το κρύο δεν άφηνε το Βασίλη να κοιμηθεί. Κι εκεί που στριφογύριζε του ήρθε η ιδέα.
Σηκώθηκε με προσοχή και πήγε στη γωνιά που ήταν τα σαμάρια. Πήρε ένα μεγάλο κι ένα μικρό. Κάθισε στο κρεβάτι του, τύλιξε τα πόδια του με την κουβέρτα κι έβαλε πάνω το μικρό σαμάρι. Έπειτα ξάπλωσε κι έριξε πάνω του το μεγάλο. Δεν άργησε να ζεσταθεί και να τον πάρει ένας γλυκός ύπνος. Είχε όμως το νου του να ξυπνήσει νωρίς για να μην τον δουν οι άλλοι με τα σαμάρια κι αρχίσει η καζούρα. Κάποιος άλλος όμως που επίσης δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το κρύο, είδε τη «πατέντα» του συναδέλφου του και βρήκε την ιδέα καλή. Περίμενε να κοιμηθεί ο Βασίλης και μετά σηκώθηκε πήρε κι αυτός δυο σαμάρια και βολεύτηκε.
«Δεν μπορώ να σου πω πόσο ευχαριστήθηκα έλεγε αργότερα ο Χαριτάκης, όταν θυμόταν το γεγονός. Από μια απλή ιδέα πέρασαν καλά τόσοι άνθρωποι απαλλαγμένοι από το μαρτύριο του κρύου. Η ιδέα να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου με έκανε να ασχοληθώ τόσο με την έρευνα και να πετύχω κάποιες ευρεσιτεχνίες…».
Αυτό επιδίωκε πάντα ο Βασίλης Χαριτάκης. Να προσφέρει με τις ιδέες του μεγάλη ωφέλεια στο κοινωνικό σύνολο.
Αναμνήσεις σε βιβλίο
Αυτές και άλλες αναμνήσεις ο Βασίλης Χαριτάκης συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Άγνωστες σελίδες από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Επανάσταση του 1923».
Από το Βασίλη Χαριτάκη δεν έλειψαν οι ευκαιρίες να βρεθεί κοντά με προσωπικότητες.
Όταν βρισκόταν στην Προύσα πήρε μια μέρα διαταγή να συνοδεύσει ένα επιτελικό αυτοκίνητο φορτώνοντας στο δικό του αποσκευές. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους κατάλαβε από την απόδοση τιμών και την εμφάνιση του υψηλού επισκέπτη, ότι συνόδευε το βασιλέα Κωνσταντίνο που είχαν επαναφέρει από την εξορία.
Ο Βασίλης Χαριτάκης ήταν τελικά οδηγός τριών πρωθυπουργών. Διετέλεσε κατά σειρά οδηγός του Στυλιανού Γονατά, του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Γεωργίου Καφαντάρη.
Για την θητεία του κοντά στο Βενιζέλο που λάτρευε αναφέρει στο βιβλίο του.
«Ένα βράδυ μετά την επιστροφή μας ο Βενιζέλος μου είπε:
«Βασίλη καθώς ξέρεις το αυτοκίνητο αυτό ανήκει στον εκάστοτε πρωθυπουργό και πρωθυπουργός τώρα είναι ο κ. Καφαντάρης. Αύριο το πρωί λοιπόν θα πας στον κ. Καφαντάρη και θα του πεις ότι τον ευχαριστώ θερμά, αλλ’ επ’ ουδενί λόγο δέχομαι να παραμείνει το αυτοκίνητο σε μένα.
Μετά κοιτάζοντάς με στα μάτια μου είπε:
«Εάν επανέλθω θα σε πάρω και πάλι να είσαι βέβαιος».
Συγκλονισμένος με σεβασμό του φίλησα το χέρι και με δακρυσμένα μάτια έφυγα…».
Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκη
Ο δικηγόρος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης, εκτός των πολλών άλλων που μας κληροδότησε, βοηθώντας να γνωρίσουμε τον τόπο μας, μας έδωσε και το περίφημο ημερολόγιο ενός λοχίου που θα άξιζε να επανεκτυπωθεί.
Γεννήθηκε στο Βάτο Αγίου Βασιλείου τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, μόλις άλλαζε και ο αιώνας. Γεννήθηκε δηλαδή 31 Δεκεμβρίου 1899 προς 1 Ιανουαρίου 1900 και ήταν το πρώτο παιδί του Μύρωνα Εμμ. Παπαδάκι και της Αικατερίνης το γένος Γεωργίου Παπαδομιχελάκι από το χωριό Αγαλλιανού.
Τα χρόνια στο δημοτικό μοιράστηκαν στα σχολεία Βάτου, Κεραμέ, Άνω Μέρους και Ρεθύμνης. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στο Ρέθυμνο τον Ιούνιο του 1917 και τον Νοέμβριο γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Δύσκολοι καιροί κυρίως για τα παιδιά της επαρχίας που δεν είχαν οικονομική δύναμη να σπουδάσουν. Ο Μιχαλάκης κατάφερε να βρει αμέσως δουλειά στη διεκπεραίωση της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Εθνικού Τυπογραφείου σαν απλός εργάτης.
Τον Μάιο του 1918 διορίστηκε υπογραμματέας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Τον Μάρτη του 1919 στρατεύθηκε διακόπτοντας υποχρεωτικά τις σπουδές του. Βρέθηκε στη Σμύρνη και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία, μέχρι που τραυματίστηκε στην εκστρατεία του Σαγγαρίου, βορεινά από το βουνό Τσαλ Νταγ στις 29 Αυγούστου 1921. Νοσηλεύτηκε σε διάφορα νοσοκομεία μέχρι τον Απρίλιο του 1922, που επέστρεψε στη μονάδα του. Στις 22 Αυγούστου 1923 απολύθηκε από το στρατό. Τιμήθηκε με τον πολεμικό Σταυρό, το μετάλλιο Νίκης και το Αριστείο Ανδρείας που του ενεχείρισε ο ίδιος ο βασιλεύς Κωνσταντίνος στο Εσκί Σεχίρ στις 18 Ιουλίου 1921.
Οι περιπέτειές του αυτές περιέχονται στο βιβλίο του «Το ημερολόγιο ενός Λοχίου», όπου αναφέρονται και στοιχεία πολιτισμού των Ελλήνων της Ιωνίας.
Αναστάσιος Χομπίτης
Από τους ήρωες του Μικρασιατικού Μετώπου και ο Αναστάσιος Χομπίτης.
Γεννήθηκε στα 1895 στο Ροδάκινο, καταγόταν τον άγιο τούτο τόπο της Ίμπρου και η μητέρα του από τον Άη – Γιάννη Σφακίων.
Στην Αθήνα – 19χρονος φοιτητής της Νομικής, αισθάνεται ότι οι έννοιες με τις οποίες γαλουχήθηκε τα πρώτα και καθοριστικά χρόνια της ζωής του, οι λέξεις: «ελευθερία» και «δικαιοσύνη» θα έπρεπε να πρυτανεύουν σε κάθε του απόφαση.
Ο δεύτερος σταθμός, μετά την κατάταξή του στη Χωροφυλακή ( το 1915 ως κληρωτός) ήταν η Μ. Ασία, όπου το 1919 αναλαμβάνει πρώτος αποσματάρχης του «αυτοτελούς ειδικού καταδιωκτικού αποσπάσματος», με πλήρη αρμοδιότητα σε ολόκληρη την Ιωνία. Θρυλική ην παρουσία του στα άγια χώματα της Μ. Ασίας. Δημιουργεί την αίσθηση της βεβαιότητας και της ασφάλειας του στους Έλληνες, το τρόμο και φόβο στους αιμοσταγείς τρομοκράτες Τσέτες. Η αντρειά και η λεβεντιά του, η στρατιωτική διορατικότητά του, τα ηρωικά πολεμικά κατορθώματα γίνονται τραγούδι – ύμνος. Οι Τούρκοι τον αποκαλούν Τσακίρ Ίσα μπίτ (γαλανομάτη Διοικητή).
«Γειά σου Χομπίτη, ξακουστέ, Τσακίρι Κομαντάρι
Πού’ χεις αγγελική θωριά και την καρδιά λιοντάρι.
Χαρίσει το απόσπασμα ελευθερία και τάξη
Τους Τσέτες διασκορπίζεται από βουνά και δάση.
Λιοντάρια είναι οι άντρες σου, αετοί
Πετούν κοντά του
Γεμάτο δόξα και τιμή, Χομπίτη το όνομά σου».
Δεν ήταν όμως μόνο οι γενναίες ενέργειες και πράξεις που τον καταδίωξαν στη συνείδηση όλων, αλλά και η ηθική πλευρά, στοιχείο αναπόσπαστο κάθε του κίνησης να διασφαλίσει και να διαφυλάξει το νόημα της εκστρατείας και το πνεύμα της πολιτικής, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πολλές και μεγάλες οι ηθικές τιμές που του απένειμε η Πατρίδα για τη δράση του, τρεις Πολεμικούς Σταυρούς και προαγωγή επ’ ανδραγαθία. Θα χρειάζονταν ώρα πολύ να εξιστορήσει κανείς τα γεγονότα εκείνης της ανεπανάληπτης παρουσίας του στην Μικρά Ασία και το πώς οι Έλληνες συνέδεσαν το όνομά του με τον θρύλο.
Επαμεινώνδας Πριναράκης
Ο Επαμεινώνδας Πριναράκης στον οποίο έχουμε επίσης κάνει εκτενή αφιερώματα, συμμετείχε και στη Μικρασιατική εκστρατεία που κράτησε περίπου τριάμισι χρόνια. Πρόσφερε κι εκεί ανεκτίμητες υπηρεσίες με το βαθμό του ενωμοτάρχου. Εκείνο το διάστημα τον κάλεσαν στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις προκειμένου να λάβει το βαθμό του ανθυπασπιστή και του ανθυπομοιράρχου. Και τις δύο δοκιμασίες τις πέρασε με επιτυχία. Το βαθμό όμως του ανθυπομοιράρχου δεν του τον έδωσαν με τη γελοία δικαιολογία ότι η ισχύς του πίνακος προακτέων …εξέπνευσε αφού βέβαια είχαν τακτοποιηθεί όλοι οι «ημέτεροι».
Ύστερα από τη συμφορά και την καταστροφή των Ελλήνων του Αϊδινίου, που έγινε στις 19 Ιουνίου του 1919, και την αδικαιολόγητη εγκατάλειψη της πόλης από το σύνταγμα του συνταγματάρχη Σχοινά, όλο το βάρος της καταδίωξης των ληστοσυμμοριών έπεσε στους ώμους της Χωροφυλακής παρά τις τόσες ελλείψεις που την έφερναν συχνά σε δύσκολη θέση. Να σκεφτεί κανείς ότι αρκετές φορές χρησιμοποιούσαν… ζωστήρα να δέσουν τους συλληφθέντες ελλείψει χειροπέδων.
Ο Επαμεινώνδας Πριναράκης ως επικεφαλής μεταβατικού αποσπάσματος εξόντωσε δυο ληστοσυμμορίες. Η μια είχε επικεφαλής κάποιον Χαρατσά, λήσταρχο αιμοσταγή που είχε επιβάλει κεφαλικό φόρο, χαράτσι εξ ου και το όνομα. Αλίμονο σε κείνους που δεν πλήρωναν.
Για την εξόντωση του Χαρατσά απονεμήθηκε στον Πριναράκη πανηγυρικός έπαινος.
Το ίδιο κι όταν συνέλαβε τον λήσταρχο Καρά Γιουσούφ Ογλού Οσμάν και εξάρθρωσε τη συμμορία του.
Θαυμαστής των ανδραγαθημάτων του Πριναράκη ήταν πάντα ο επίσης γενναίος ο Αναστάσιος Χομπίτης που προαναφέραμε. Όποτε έσμιγε με τον γιο του ήρωα, τον εκλεκτό συμπολίτη και πολιτιστικό παράγοντα Μιχάλη Πριναράκη, συγγραφέα, του εξιστορούσε διάφορα περιστατικά από την εποχή εκείνη και πάντα κατέληγε με την επωδό: «Αν ήξερες τι παλικάρι ήταν ο πατέρας σου…».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται