Ακούγοντας τις αναστάσιμες καμπάνες η μνήμη ξεφυλλίζει σελίδες αλλοτινών καιρών που αναφέρονται σε πασχαλιές με ιδιαίτερη σημασία για το Ρέθυμνο.
Ήταν μέρες μπαρουτοκαπνισμένες από μια ακόμα απέλπιδα προσπάθεια των Κρητικών να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Ήταν και στιγμές που έστειλαν στην αθανασία ήρωες μάρτυρες που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην πατρίδα. Όπως ο Δράκος Ανυφαντής.
Για τον ήρωα έχουμε κάνει αφιερώματα αρκετές φορές, καθώς και για τον ηρωικό του θάνατο μια Πασχαλιά.
Σ’ αυτές τις τελευταίες του στιγμές θα σταθούμε όπως τις περιγράφει η εκλεκτή λαογράφος κ. Ειρήνη Ταχατάκη.
Ματωμένο Πάσχα
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
«Φύγετε να σώσετε τις οικογένειές σας»
Ξαφνικά και ενώ εψάλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε.;».
Ξερίζωσαν την καρδιά του
Όλοι τότε όρμησαν έξω, ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Ο Λεκκομιχελής λοιπόν διηγείται πως ήταν απερίγραπτες εκείνες οι στιγμές. Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μαχαίρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού».
Μια ηρωική σελίδα στις Μέλαμπες
Οι Μέλαμπες τώρα έχουν να παρουσιάσουν μια μεγάλη ιστορική στιγμή με φόντο μια πασχαλιά.
Τη μεταφέρουμε αυτούσια όπως την αναφέρουν οι ίδιοι οι Μελαμπιανοί στην τόσο φροντισμένη ιστοσελίδα τους.
Μια σημαντική και πολύνεκρη Μάχη στο Ροθιανό Ρυάκι, που έγινε τη νύχτα του Μ. Σαββάτου και την Κυριακή της Λαμπρής, 12 και 13 Απριλίου του έτους 1822 είχε ως άμεση συνέπεια να πέσουν νεκροί 1400 Τούρκοι και 120 Χριστιανοί, όπως μαρτυρεί η προφορική παράδοση.
Στο στενό αυτό ρυάκι-πέρασμα εγκλωβίστηκαν οι μανιασμένοι για λάφυρα Τούρκοι του αγά Χάνιαλη, που υπολόγιζαν να πιάσουν τους Χριστιανούς των Μελάμπων και των γύρω χωριών ανέτοιμους, αφού λογάριαζαν ότι θα ήταν στις εκκλησίες για την ακολουθία της Ανάστασης του Χριστού (Μέγα Σάββατο προς Κυριακή της Λαμπρής του 1822).
Οι ντόπιοι, όμως, ήξεραν να «φυλάγουν Θερμοπύλες». Μόλις πληροφορήθηκαν ότι περίπου 2.000 Τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει βόρεια του Τυμπακίου, αυτοοργανώθηκαν, όρισαν αρχηγούς κι εκείνοι κάλεσαν, όσους ήταν σε θέση να πολεμούν να στήσουν καρτέρι στα στενά του Κακού Ρυακιού. Με πέτρες, ξύλα, χουρχούδες και σπαθιά τούς αιφνιδίασαν, τους απέκρουσαν και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Πολλοί από τους Τούρκους που πρόλαβαν να φύγουν ντροπιασμένοι, πνίγηκαν στον Πλατύ ποταμό, ο οποίος πλημμύρησε από την ξαφνική νυχτερινή βροχή. Η βροχή αχρήστεψε ουσιαστικά τα πυροβόλα όπλα των Τούρκων.
Στη μάχη στο Κακό Ρυάκι δεν πήρε μέρος κανείς από τους οπλαρχηγούς της Κρήτης, επειδή εκείνοι και τα παλικάρια τους βρίσκονταν γύρω από τα υψώματα του Ρεθύμνου, σύμφωνα με το σχέδιο του φιλέλληνα Βαλέστρα, για να εκπορθήσουν το φρούριο της οχυρωμένης πόλης. Μόνο έτσι η επανάσταση θα μπορούσε να στεριώσει στην περιφέρεια του Ρεθύμνου και σε όλη την Κρήτη.
Και η μεν προσπάθεια των επαναστατών στην πόλη του Ρεθύμνου απέτυχε, επειδή φονεύθηκε ο Βαλέστρας (14 Απριλίου 1822), αλλά η μάχη στο Κακό Ρυάκι είχε ως συνέπεια να πολεμούν τους επαναστάτες 1400 Τούρκοι λιγότεροι.
Οι επαναστάτες πρόγονοί μας οπλίστηκαν σημαντικά από τα λάφυρα της πολύνεκρης μάχης και συνέχισαν την επανάσταση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1830. Δυστυχώς η Κρήτη δεν περιλήφθηκε στο πρώτο ελεύθερο Ελληνικό κράτος.
Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες ήταν παρόντες στη Μάχη στο Κακό Ρυάκι και πολέμησαν γενναία κατά των κατακτητών με συνέπεια οι Τούρκοι να τους αναζητήσουν, εκείνοι να ομολογήσουν την πίστη τους στο Χριστό και να τους αποκεφαλίσουν στις 28 Οκτωβρίου του 1824 στο Ρέθυμνο.
Η επανάσταση που μας έδωσε πίσω έναν ναό
Θα κλείσουμε την πασχαλιάτικη ιστορική μας αναδρομή με τον Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι και το περιστατικό που έγινε αφορμή να μας αποδοθεί ο ναός της Μικρής Παναγίας.
Ήταν τότε που κλήθηκαν και οι Ρεθεμνιώτες να συμμετάσχουν στην μικρασιατική εκστρατεία.
Δυο διμοιρίες εί χαν στρατωνιστεί στο τζαμί του Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, στο γνωστό «Κουτσοτρούλη» όπως ονομαζόταν ο Κομμένος μιναρές δίπλα στο ναό της Κυρίας των Αγγέλων που λειτουργούσε σαν τέμενος για 271 χρόνια Ο χώρος είχε επιταχθεί επειδή και οι δυο στρατώνες του Ρεθύμνου είχαν γεμίσει.
Το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα 3 Απριλίου του 1917 το Ρέθυμνο ξύπνησε από δυνατές κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμούς και φωνές.
Οι Τούρκοι φοβήθηκαν. Στην κεντρική είσοδο του τζαμιού είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου κι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βοργιαδάκης ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με στεντόρεια φωνή κρατώντας στο δεξί του χέρι την εικόνα της Παναγίας.
Πλάι του ήταν ο στρατιώτης που είχε προκαλέσει το θόρυβο με το επαναλαμβανόμενο όνειρό του, στο οποίο εμφανιζόταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα που τον παρακινούσε να ψάξει να βρει την εικόνα της Παναγίας. Εκείνος το είχε αναφέρει στους ανωτέρους του και όταν έψαξαν στην συγκεκριμένη θέση που υποδείκνυε η γυναίκα βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας του 1850 που βρίσκεται και σήμερα στο ναό στο δεξί προσκυνητάρι. Αξίζει να διαβάσουν λεπτομέρειες οι νεότεροι στις τόσες αναφορές που γίνονται και στο διαδίκτυο. Εμπεριστατωμένη είναι η αναφορά που κάνει στο site της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ο Θεολόγος και Γραμματέας του Ο.Δ.Μ.Π κ. Μάνος Γοργοράπτης στο άρθρο του με τίτλο: «Το Θαύμα της νύχτας της 3ης προς 4η Απριλίου του 1917».
Μνήμες Καλομενόπουλου
Ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος μας περιγράφει με τον χαρισματικό του στίχο στιγμές της κοινωνικής ζωής του παλιού Ρεθύμνου που διαφέρουν από την δική μας εποχής.
Εκείνες τις μέρες επικρατούσε πυρετός στα στενά σοκάκια της πόλης. Έπρεπε οι νοικοκυρές να ασβεστώσουν τα σπίτια, να ετοιμάσουν τσουρέκια και κουλούρια, να βάψουν αυγά. Και το απόγευμα να σταματήσουν όλα για να πάνε στην εκκλησία και να παρακολουθήσουν με αφοσίωση στο θείο λόγο και βαθειά κατάνυξη τα πάθη του Χριστού.
Μόνο τα παιδιά εύρισκαν πάντα τρόπο και χρόνο για τις σκανδαλιές τους.
Ο Καλομενόπουλος προκαλεί την εύθυμη διάθεσή μας όταν περιγράφει την οργή της μητέρας του μόλις ανακάλυψε τα πατικωμένα τσουρέκια που προετοίμαζε με τόση φροντίδα. Ήταν το αποτέλεσμα δικής του απροσεξίας όταν επιστρέφοντας στο σπίτι μετά από κρασοκατάνυξη με τους φίλους, δεν πρόσεξε που ξάπλωσε. Κι εκείνη η αθεόφοβη η φλοκάτη δεν είχε μιλιά να προειδοποιήσει ότι φιλοξενούσε ζύμη στο ζεστό της κόρφο με τη φιλοδοξία της νοικοκυράς που την έπλασε να εξελιχθεί σε αφράτα λαχταριστά τσουρέκια.
Χαριτωμένο και το άλλο περιστατικό όταν ο Καλομενόπουλος με τους άλλους μικρούς «διαβόλους» που συνεταιριζόταν στις αταξίες, επωφελήθηκαν από τη νύστα δυο σεβάσμιων κυριών του Ρεθύμνου που παρακολουθούσαν Μ. Πέμπτη τα δώδεκα ευαγγέλια. Και χωρίς να καταλάβει κανένας τις προθέσεις τους χαμήλωσαν και έραψαν την άκρη από τις μακριές τους φούστες. Άντε μετά οι καημένες να φύγουν όταν ακούστηκε το «Δι ευχών» προς μεγάλη ικανοποίηση των μικρών διαβόλων που τις είχαν δεσμεύσει ράβοντας τους ποδόγυρους μαζί.
Εκείνο το διάστημα στο Ρέθυμνο ράγιζε καρδιές το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» από τα χείλη του παπά Χρύσανθου. Η φωνή του έδινε ιδιαίτερο χρώμα τις μέρες αυτές των Παθών του Κυρίου.
Νοσταλγικές αναφορές στα «Πηγιανά»
Νοσταλγικό και το οδοιπορικό μνήμης του εκλεκτού εκπαιδευτικού κ. Σταύρου Γρ. Βογιατζή στα «Πηγιανά» του ένα εξαιρετικό βιβλίο.
Ανασύροντας μνήμες από την παιδική του ηλικία στο χωριό του την Πηγή , ο κ. Βογιατζής αναφέρει μεταξύ άλλων, για τη Μεγάλη Εβδομάδα.
«Στα πρώτα δυο – τρία «αυγικά» δεν πήγαιναν πολλοί στην εκκλησία. Από τη Μεγάλη Τετάρτη αρχίζαμε να πηγαίνουμε και τη Μεγάλη Πέμπτη γέμιζε ο ναός του Αγίου Νικολάου από κόσμο που πήγαινε να παρακολουθήσει τη Σταύρωση του Χριστού.
Τα πλακαντζίκια, χειροποίητα τότε, που άρχιζαν από τσι προηγούμενες μέρες πλήθιαιναν πολύ τα βράδια τση Μεγάλης Πέμπτης. Βέβαια τα πολλά τα φυλάγαμε για την Ανάσταση.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής στόλιζαν τον Επιτάφιο και το βράδυ νέοι και νέες έψαλαν τη «Ζωή εν τάφω…». Για πολλά χρόνια ξεχώριζε η φωνή των κοριτσιών του Γιαννακάκη (Άννας, Άρτεμις και Μαρίκας). Όταν έψαλαν το «έρραιναν τον τάφον αι μυροφόροι…», ο Βούρβαχης πάνω από τον άμβωνα, έρραινε με ροδοπέταλα τον επιτάφιο και τους χριστιανούς που ήταν τριγύρω του.
Αφού τέλειωναν τα «εγκώμια» άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου. Λίγο πριν βγουν από την εκκλησία βάζαμε φωτιά στον οφανό που τότε τον καίγαμε στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του Αγίου Νικολάου, απέναντι από το σπίτι της Μύγιαινας.
Μεγαλύτεροι νεαροί από μας που κουβαλούσαν τα ξύλα, έβαζαν μέσα στον οφανό χιλιάδες σφαίρες που κείνα τα χρόνια (1945-1946) βρίσκονταν εύκολα σε διάφορα μέρη τση Πηγής, τσ’ οποίες είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί φεύγοντας από την Κρήτη. Μόλις άρχιζαν τα ξύλα να καίγονται, άρχιζαν να σκάνε και οι σφαίρες και νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε πόλεμο.
Θυμούμαι μια τέτοια βραδιά που έβλεπα τον κόσμο να απομακρύνεται προς το δυτικό μέρος τσ’ αυλής τρομοκρατημένος από το μπαμ μπουμ, άκουσα τον Κόκκινο να λέει του Γρηγόρη Ματθιουδάκη:
«Έλα Γρηγόρη, προς τα δω να μην πεταχτεί κανένας κάλυκας να σε σκοτώσει…».
Από τα πιο χαριτωμένα σημεία του κεφαλαίου αυτού που χαρισματικά αναπτύσσει ο κ. Βογιατζής είναι -τι άλλο- οι παιδικές σκανταλιές με «οφι της αμαρτίας» τα …δυναμιτάκια της εποχής. Αναφέρει σε κάποιο σημείο:
«Θυμάμαι μια φορά, ένα παιδί πέταξε ψηλά ένα πλαστραντζίκι υπολογίζοντας ότι, μέχρι να πέσει κάτω θα εκραγεί. Αυτό όμως καθυστέρησε λίγο κι έτσι εξερράγη στο σβέρκο τση γυναίκας του ενωμοτάρχη. Ευτυχώς αυτός το πέταξε. Ο Ε. Π. εξαφανίστηκε έγκαιρα και γλίτωσε τη σύλληψη από το χωροφύλακα. Με κάπως παρόμοιο τρόπο έσκασε και στη φαλάκρα του Μανόλη Κατσαδώρου ένα άλλο πλαστραντζίκι και μάτωσε λίγο το κεφάλι του με αποτέλεσμα να μουρμουρίσει λίγο η γυναίκα του και τίποτ’ άλλο.
Μια άλλη χρονιά βάλαμε ένα χειροποίητο δυναμίτη στο χωράφι τση Μύγιαινας, εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του παπά Παντελή κάτω από ένα σωρό κοπριάς. Αποτέλεσμα τσ’ έκρηξής του ήταν ο διασκορπισμός τση κοπριάς σ’ όλο το χωράφι, αλλά κι ένας θόρυβος, τόσο δυνατός που έτριξαν λίγο τα τζάμια τσ’ εκκλησίας. Αυτό έκαμε τον ενωμοτάρχη τον Ιωάννη Καντεράκη να πει:
«Είπα των (ε) μωρέ, τσι π…ας τα παιδιά να παίζουν που και που κανένα πλαστραντζίκι, αλλά όχι και βόμβες.
Εμείς όμως είμαστε κρυμμένοι στο περβόλι του Μύρου και γλιτώσαμε και τότε…».
Και οι πικρές μνήμες
Οι μνήμες όμως γύρω από το Πάσχα δεν έχουν μόνο γλυκό νοσταλγικό χρώμα. Κάποιες έχουν κεντηθεί στο γκρίζο φόντο των αγώνων για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αξέχαστη η αναφορά του Γιάννη Χαλκιαδάκη, ιδρυτή των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» για κάποιο βράδυ Ανάστασης που δεν την γιόρταζε στην όμορφη οικογενειακή ατμόσφαιρα όπως όλος ο κόσμος.
Μόλις που είχε καταφέρει η χούντα των συνταγματαρχών να εδραιωθεί και να ξεκινήσει τις διώξεις.
Είχε συλληφθεί κι εκείνος και τον κρατούσαν στο Αστυνομικό Τμήμα μέχρι να δουν τι θα τον κάνουν.
Εκεί στο κρατητήριο άκουσε τις αναστάσιμες καμπάνες κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Σκέφτηκε την οικογένειά του, τους δικούς του ανθρώπους που δεν θα γιόρταζαν φέτος το Πάσχα μαζί του.
Κι εκεί που καθόταν συλλογισμένος, άκουσε το όνομά του. Κάποιος χωροφύλακας του φώναξε να σηκωθεί. Υπάκουσε απορημένος και τι να δει;
Μπροστά του στεκόταν ο Πολύβιος Τσάκωνας εκείνος ο σπουδαίος άνθρωπος που το Ρέθυμνο του οφείλει κάθε του μεγάλο πνευματικό απόκτημα, όπως η Δημόσια Βιβλιοθήκη.
Κρατούσε καλά προστατευμένο το φως της λαμπάδας του κι ένα ακόμα κερί. Χαμογελούσε προσπαθώντας να μην παρασύρει σε συγκινήσεις και το φίλο του που έσπευσε να στηρίξει ψυχολογικά.
«Έλα Γιάννη μου, του είπε. Σου έφερα από το Άγιο Φως. Άντε καλή Ανάσταση…».
Αυτή τη σκηνή δεν την ξέχασε μέχρι το θάνατό του ο ιδρυτής της εφημερίδας και το ανέφερε με κάθε ευκαιρία.
Αυτά με τις πιο θερμές ευχές μας για ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ονείρων και προσδοκιών.