Ημέρα της Γυναίκας και το Ρέθυμνο έχει να επιδείξει έναν πλούτο προσωπικοτήτων που απέδειξαν με την πορεία και το έργο τους ότι η ζωηφόρος αυτή ύπαρξη κάθε άλλο παρά ασθενές φύλο υπήρξε.
Σε κάποιες που ανταποκρίθηκαν στα κελεύσματα της ανάπτυξης θα σταθούμε σήμερα. Γιατί σε δίσεκτους καιρούς έδειξαν το μεγαλείο της γυναίκας με όραμα. Κι έδωσαν ελπίδα για το μέλλον σε ένα πολύ στερημένο παρόν.
Ελένη Παπαδογιάννη
Κι όταν μιλάμε για ανάπτυξη ένα όνομα έρχεται αμέσως στο νου, μιας γυναίκας, που σε δύσκολες επίσης εποχές άνοιξε δρόμο ανάπτυξης με τις οικοτεχνίες και κατάφερε να φέρνει καθημερινά ψωμί στο τραπέζι στερημένων νοικοκυριών.
Ήταν η Ελένη Παπαδογιάννη που μεγάλωσε σε οικογένεια αυστηρών αρχών. Είχε όμως το χάρισμα της πειθούς που την βοηθούσε όποτε έπρεπε να επιβάλει τις αποφάσεις της. Κι ήταν αρκετά ριζοσπαστικές για την εποχή της.
Για παράδειγμα ήταν η πρώτη που κάθισε στο βολάν. Είχε το χάρισμα να εμπνέει εμπιστοσύνη. Η θέλησή της ήταν πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα. Η σπάνια αυτή γυναίκα μεγάλωνε σε μια πόλη βυθισμένη στη μιζέρια, χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική.
Η πάγια θέση της ήταν πως αξίζει περισσότερο να δίνεις ευκαιρίες, παρά με μια κίνηση βοήθειας να θεωρείς πως έκανες το χρέος σου σαν άνθρωπος. Μισούσε αυτή τη μέθοδο της φιλανθρωπίας, μια εφήμερη ευκαιρία να δείξεις τον καλό σου εαυτό χωρίς προοπτική επανάληψης. Γι’ αυτό και οι πρωτοβουλίες της που ήθελαν να πατάξουν τη μιζέρια ήταν συχνές και πάντα το ίδιο συγκλονιστικές. Μερικές φορές μάλιστα την κοιτούσαν με σοβαρό προβληματισμό όσοι τις άκουγαν για πρώτη φορά.
Όταν, για παράδειγμα, δήλωσε στους γονείς της πως ανοίγει οικοκυρική σχολή, εκείνοι νόμιζαν πως η θυγατέρα τους χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη. Και για την εποχή τους είχαν κι αυτοί το δίκιο τους. Η κόρη τους ήταν όμορφη, μορφωμένη, δυναμική. Η ζωή της ανήκε. Πού πήγαινε να μπλέξει; Η Νίτσα όμως το είχε αποφασίσει. Κι όταν εκείνη αποφάσιζε κάτι σπάνια να το έπαιρνε πίσω.
Έτσι δημιούργησε μια πρότυπη σχολή οικοκυρικής που έδινε όμως και άλλες γνώσεις στις κοπέλες που δεν είχαν άλλη ευκαιρία να διευρύνουν τους ορίζοντές τους.
Σύντομα χρειάστηκε να λειτουργήσει οικοτροφείο, γιατί πολλά κορίτσια δεν είχαν τη δύναμη να νοικιάζουν στη «χώρα». Είχε τόσο καλή φήμη η σχολή που ακόμα και οι πατέρες που είχαν εγκλωβιστεί στις πολύ αυστηρές παραδόσεις έστελναν με κλειστά μάτια τις κόρες τους να σπουδάσουν. Αρκούσε το όνομά της για να παραμεριστεί κάθε δισταγμός του γονέα να στείλει την κόρη του να σπουδάσει κοντά στην Παπαδογιάννη.
Η Ελένη όμως δεν ησύχαζε. Και σύντομα μια σχολή Λογιστών ήρθε να «λύσει» τα χέρια σε πολλούς νέους που αποκτούσαν πια μια ευκαιρία για δουλειά. Η λογιστική είχε γίνει αναγκαία πια, καθώς οι επαγγελματίες είχαν απόλυτη ανάγκη ενός ειδικού για τα βιβλία τους. Και από τη σχολή της Παπαδογιάννη βγήκαν πολύ άξιοι φοροτεχνικοί με άριστη κατάρτιση, ήθος και συνέπεια.
Είχε πάθος για τη λαϊκή παράδοση
Ήταν τόσο υψηλό το επίπεδο σπουδών που χωρίς άλλη διαδικασία το αρμόδιο υπουργείο έδινε και τα τυπικά αποδεικτικά της εγκυρότητας. Κι όλες αυτές οι κατακτήσεις είχαν πανελλαδική πρωτιά. Καταρχήν για την «Οικοκυρική Σχολή», που παρείχε το δικαίωμα συνέχισης των σπουδών με εγγραφή στις Μέσες Τεχνικές Σχολές Εργοδηγών και Τεχνικών Βοηθών Σχεδιαστών και για τις Σχολές Λογιστών, Γραφομηχανής και Κοπτικής Ραπτικής, στις οποίες θήτευσαν οι πρώτοι λογιστές και οι πρώτες γραμματείς και επαγγελματίες (όχι εμπειροτέχνες) μοδίστρες του Ρεθύμνου.
Από την οικογένειά της η Ελένη είχε αποκτήσει το πάθος για τη λαϊκή παράδοση. Πίστευε ακλόνητα ότι το Ρέθυμνο είχε μια χρυσοφόρα πηγή ανεκμετάλλευτη κι έπρεπε εγκαίρως να την αξιοποιήσει.
Αυτό το πέτυχε αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του ΕΟΜΜΕΧ στο Ρέθυμνο πρώτα και μετά Κρήτης. Όταν απόκτησε αρμοδιότητες περισσότερες γύριζε από χωριό σε χωριό από το Λασίθι, στα Σφακιά. Επικοινωνούσε με τους παραγωγούς, ανίχνευε ταλέντα, εξασφάλιζε υποτροφίες και φρόντιζε να αποκτούν ενίσχυση οι μικρές βιοτεχνίες με δάνεια για να γίνουν μεγαλύτερες.
Πίστευε ακλόνητα ότι το Ρέθυμνο είχε μια χρυσοφόρα πηγή ανεκμετάλλευτη κι έπρεπε εγκαίρως να την αξιοποιήσει. Κι αυτή την πίστη δεν άργησε να την κάνει μια θαυμάσια πραγματικότητα.
Εκείνη έκανε και το Ρέθυμνο πόλο έλξης επισκεπτών με την οργάνωση εκθέσεων χειροτεχνίας πανελλήνιας ακτινοβολίας.
Η Ελένη Παπαδογιάννη άφησε τόσο έργο που συνδέεται με την ανάπτυξη του τόπου, που είναι δύσκολη η επιλογή του τομέα που θα πρέπει να αναφερθεί πρώτος.
Ήξερε να διοικεί και ήταν απόλυτη όταν διαπίστωνε παραλείψεις είτε ολιγωρίες που απειλούσαν έναν σκοπό. Ακριβώς επειδή ήταν αυστηρή και με τον εαυτό της. Ήταν να απορείς πως κατάφερνε να συντονίζει δεκάδες ανθρώπων καθένα στον τομέα του και μέσα σε λίγο χρόνο να γίνονται πολλά.
Άννα Αποστολάκη
Μια από τις σημαντικότερες μορφές του πνευματικού Ρεθύμνου και η Άννα Αποστολάκη.
Σαν τόπο καταγωγής ο Γιώργης Αγγελιδάκης, προσδιορίζει την Αρχαία Ελεύθερνα, γενέτειρα του πατέρα της.Σε μια πληρέστερη αναφορά στη ζωή και στο έργο της που υπογράφει ο Μιχάλης Τρούλης και δημοσιεύτηκε σε τοπική εφημερίδα, τόπος γέννησης αναφέρονται οι Μαργαρίτες, όπου η Άννα είδε το πρώτο φως της ζωής το 1885.
Όπως κάθε κοπέλα οικογενείας με παράδοση ακολούθησε σπουδές στο Αρσάκειο και υπηρέτησε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Είχε όμως μια ακόρεστη δίψα για μάθηση. Και συνέχισε σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτι ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή της, όταν το πτυχίο της δασκάλας ήταν και η ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης, που θα μπορούσε να κατακτήσει μια κοπέλα.
Η αγάπη της για την ιστορία και την παράδοση δεν την άφηναν σε ησυχία, ιδιαίτερα όταν τα δεινά της ανθρωπότητας άρχισαν να βάζουν σε δοκιμασία και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς απειλώντας τους με αφανισμό.
Έτσι αφοσιώθηκε στη διάσωση, προστασία και ανάδειξη των μνημείων που μετά τον πρώτο πόλεμο άρχισαν να αντιμετωπίζουν σημεία φθοράς. Αυτά της τα ενδιαφέροντα την έφεραν κοντά στην Χριστιανική και Αρχαιολογική Εταιρία, της οποίας ήταν από τα παλαιότερα μέλη.
Η Καλλιρρόη Παρρέν επίσης δεν άργησε να αναγνωρίσει τις σπουδαίες ικανότητες της συμπατριώτισσάς της και φρόντισε να την έχει πλάι της στο Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών, σαν μέλος του Δ.Σ. και σαν γνωμοδοτική σύμβουλο του Τμήματος Ιματιοθήκης Εθνικών Ενδυμασιών και υπεύθυνη διατήρησης και διάδοσης των Εθνικών Εθίμων και Παραδόσεων.
Και στους δύο τομείς δράσης η Άννα Αποστολάκη έδωσε τον καλύτερο εαυτό της εργαζόμενη ακούραστα με ιδιαίτερο μεράκι και αφοσίωση.
Η προσφορά της αυτή την έφερε κοντά σε δυο επίσης μεγάλες προσωπικότητες. Ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης και ο αρχαιολόγος Γεώργιος Κουρουνιώτης ιδρυτές του Πρώτου Λαογραφικού Μουσείου της Ελλάδας, που έφερε την επωνυμία Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων. Ήταν μια πρώτη κιβωτός για τη διάσωση του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ενθουσιασμένος από τη γνωριμία της ο Δροσίνης και διαπιστώνοντας το πάθος της για το αντικείμενο και της δικής του προσπάθειας, προσέλαβε την Άννα ως επιμελήτρια.
Ήταν το 1924. Το Μουσείο είχε αναπτύξει τις δραστηριότητές του και είχε μετονομαστεί Εθνικό Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών, επειδή προσετέθη, στις δράσεις του, η περισυλλογή κάθε είδους χειροτεχνίας, ιδίως κεντημάτων και υφαντών.
Η Άννα Αποστολάκη, ανταποκρίθηκε με όλη τη θέρμη της και στα καθήκοντα αυτά.
Ασχολήθηκε κυρίως με τον καθαρισμό, τη συντήρηση και την έκθεση των παλαιών κοπτικών υφασμάτων των 4ου-7ου. Χ. αιώνων, που είχαν βρεθεί σε τάφους στην Αίγυπτο, αλλά και με την επιστημονική τους κατάταξη και μελέτη. Το 1932 παρουσίασε τον πρώτο συνολικό τόμο της δουλειάς της, του πλούσιου ερευνητικού και συγγραφικού έργου της, τον μοναδικό κατάλογο με τον τίτλο: «Τα κοπτικά υφάσματα του εν Αθήναις Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών», έκδοση του υπουργείου Παιδείας, που την έκανε γνωστή και πέρα των ελληνικών συνόρων. Το βιβλίο αυτό είναι ένας από τους πρώτους εμπεριστατωμένους καταλόγους κοπτικών υφασμάτων στη διεθνή βιβλιογραφία και το μοναδικό στη γλώσσα μας τότε.
Παράλληλα φρόντισε για τον εμπλουτισμό του Μουσείου με νέα δυσεύρετα εκθέματα, τα οποία, επίσης, καθάρισε, συντήρησε και ενέταξε στην έκθεση.
Ήταν φυσικό να εκτιμηθεί η προσφορά της και να της ανατεθεί η διεύθυνση του Μουσείου, που υπηρέτησε επί 21 χρόνια και του έδωσε κύρος και ευρωπαϊκή λάμψη.
Ιεροφάντις του πολιτισμού μας
Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά, σε μια παρουσίαση για τις γυναίκες του Ρεθύμνου, ο κ. Γιώργος Βλατάκης του Συλλόγου Ρεθυμνίων το «Αρκάδι», η Άννα Αποστολάκη μαζί με την Καλλιρρόη Παρρέν, πρέπει να είναι η μόνη Ρεθεμνιώτισσα των γραμμάτων που αναφέρεται στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά. Τα δημοσιεύματά της θεωρούνται σήμερα κλασικά και είναι περιζήτητα. Ανάμεσα στις δημοσιευμένες εργασίες της (υπάρχουν και αδημοσίευτες) συγκαταλέγονται και μερικές που αναφέρονται στην κρητική κεντητική και υφαντική και δείχνουν, μέσα από έναν άψογο υπομνηματισμό και μια υποδειγματική τεκμηρίωση, τη βαθιά γνώση της για τον κρητικό πολιτισμό. Έχει μάλιστα χαρακτηριστεί «ιεροφάντις του πολιτισμού μας».
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει για την περίφημη αυτή γυναίκα επιστήμονα και ο κ. Γιώργος Εκκεκάκης στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη».
Μέχρι το τέλος της ζωής της η Άννα Αποστολάκη εργαζόταν στο αντικείμενο που έκανε έργο δια βίου με ξεχωριστή αφοσίωση. Έφυγε το καλοκαίρι του 1958 έχοντας διαγράψει μια λαμπρή πορεία και επάξια κατακτήσει μια θέση στο πάνθεον των προσωπικοτήτων που τίμησαν τον τόπο τους διεθνώς.
Αλεξάνδρα Ανδρουλιδάκη
Όλα τα περίμεναν οι Ρεθεμνιώτες του 1914, αλλά ότι θα έρθει μια ωραία πρωία και θα αρθρογραφεί γυναίκα σε τοπική εφημερίδα, ούτε που θα μπορούσαν να το φανταστούν.
«Λουίζα Μύλλερ» υπέγραφε. Και το γράψιμό της δεν ήταν κακό. Αλλά γυναίκα τώρα να γράφει στην εφημερίδα; Πού ξανακούστηκε; Σε τι εποχές φθάσαμε Θεέ μου…
Βρήκαν θέμα συζήτησης οι καφενόβιοι, αρχίσαμε και τα τς τς τς οι κυρίες των μεγάλων τζακιών και μόνο μια κοπέλα, από τις ομορφότερες της γενιάς της, τα παρακολουθούσε αυτά κρυμμένη στον δικό της χώρο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, γελώντας με ικανοποίηση για το κατόρθωμά της.
Επειδή όμως και η γενναιότητά έχει τα όριά της, εκείνη ούτε που θα ήθελε να είναι στη θέση και του εχθρού της, αν υπέγραφε με το πραγματικό της όνομα Αλεξάνδρα Κ. Ανδρουλιδάκη.
Όπως γίνεται συνήθως κάποια στιγμή έπαψαν τα σχόλια. Η Λουίζα Μύλλερ είχε καταξιωθεί και μάλιστα απέκτησε και φανατικό αναγνωστικό κοινό.
Η Αλεξάνδρα ήταν κόρη του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη και της Αργυρής το γένος Αστρινού.
Αδέλφια της ήταν ο Μίνως, δημοσιογράφος, ο Νίκος δικηγόρος, πολιτευτής και διανοούμενος, ο Γιώργος συμβολαιογράφος, η Ευαγγελία μετέπειτα σύζυγος Προκόπη Προκοπάκη δασκάλα, η Ελίζα σύζυγος Σπύρου Θυμιανού και ο Σπύρος συμβολαιογράφος.
Κανένας δεν ήξερε την αληθινή ταυτότητα.
Η Αλεξάνδρα συνεχίζει να γράφει και να αισθάνεται καταξιωμένη έστω κι αν ένα ψευδώνυμο την κάλυπτε επαρκέστατα.
Η Μαρία Τσιριμονάκη ήταν που ανέδειξε τη γυναικεία αυτή προσωπικότητα, που δυστυχώς δεν έμεινε στη δημοσιογραφία. Έκανε εγκαίρως τις επιλογές της και φαίνεται πως δεν μετάνιωσε γι’ αυτό. Κι όμως. Αν και έκανε ένα απλό πέρασμα η Αλεξάνδρα από τον χώρο της δημοσιογραφίας, μας άφησε κείμενα που ακόμα και σήμερα διαβάζονται με ενδιαφέρον.
Σαν δείγμα γραφής αντιγράφουμε από ένα χρονογράφημά της.
«Ω! πτωχό μου Ρέθυμνο με τις αθάνατες και περίφημες αναποδιές σου και τη σκληράν σου μοίρα, χύνω δάκρια εμπρός εις τον ποιητικόν σου τάφο, τον οποίο σου στολίζουν, ανά πάσαν στιγμήν, με άνθη αξίας ανεκτιμήτου γεμάτας από ρομάντζα και από ποίηση τα άσπλαγχνά σου τέκνα.
Κλαίω, κλαίω γοερώς με τη νέα σου τύχη, η οποία λάμπει, φωσφορίζει και ακτινοβολεί, από τα προοδευτικά πνευματικά έργα, τα οποία τα νέα σου μέλη φιλοτιμούνται να σου προσφέρουν δολοφονικότατα, αντί να τρέξουν εις την νταντά των και να της κλαυθμηρίσουν ικετευτικά… τη «σαλιαρίτσα» μου».
Όπως διαπιστώνουμε η αγαπητή Λουίζα Μύλλερ «έσφαζε» με το βαμβάκι, χωρίς να χαρίζεται σε κανένα. Και από τη συνέχεια φαίνεται να την απασχολούν τα κακώς κείμενα και όχι η θεματική που θα της εξασφάλιζε καλές εντυπώσεις, αφού κανέναν δεν θα ενοχλούσε με την πένα της. Σκληρή μερικές φορές, μαχητική τις περισσότερες, ένα πράγμα μπορούσε να αποδείξει σε κάθε της δημοσίευμα. Είχε και ταλέντο αλλά το κυριότερο. Είχε άποψη!!!
Κι όμως υπήρχε κάποιος που έσπευδε να διαβάσει το χρονογράφημα που είχε την υπογραφή «Λουίζα Μύλλερ» με ενδιαφέρον. Αυτός ο φανατικός αναγνώστης δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Ήταν ο Σταύρος Κελαϊδής.
Από τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής που έζησε μια ζωή πολυτάραχη και πλούσια σε εμπειρίες.
Ήδη ήταν γεμάτος διακρίσεις όταν γνώρισε την Αλεξάνδρα. Η πρόταση να την παντρευτεί δεν την άφησε αδιάφορη. Κι εκείνη που ήξερε πάντα τι ήθελε από τη ζωή της δεν δίστασε να πάρει τις αποφάσεις της.
Όπως αναφέρει η Μαρία Τσιριμονάκη στο βιβλίο της, τη βραδιά του αρραβώνα της η Αλεξάνδρα, αποχαιρέτισε διά παντός τη δημοσιογραφία, σπάζοντας τη πέννα της. Ίσως να μην ήταν αρκετά σταθερά τα χέρια της στην κίνηση αυτή. Ήταν όμως αποφασισμένη να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Μπορεί να την έχασε η δημοσιογραφία, μπορεί να έπαψε να βρίσκει διέξοδο στο γράψιμο, αλλά σίγουρα κέρδισε την αθάνατη μνήμη μιας εξαιρετικής συζύγου ακολουθώντας τον άνδρα της, όπου τον υποχρέωναν οι υπηρεσιακές του υποχρεώσεις να μετακινείται. Ακόμα και στη Μικρά Ασία, όπου υπηρέτησε εκείνος ως στρατοδίκης. Έμεινε μάλιστα στο πλάι του μέχρι και τις παραμονές της μεγάλης εθνικής συμφοράς.
Η Αλεξάνδρα υπήρξε επίσης και μια υποδειγματική μητέρα για το γιο της Πάρη, που ακολουθώντας τα χνάρια των γονέων του έγινε ένας από τους διαπρεπέστερους δημοσιογράφους και ερευνητές ιδιαίτερα για την ιστορία των Σφακίων.
Η Αλεξάνδρα πέθανε το 1955 ήρεμα και χωρίς ποτέ να μετανιώσει. Είχε κάνει πάντως όταν έπρεπε τη δική της επανάσταση κι αυτό της ήταν αρκετό.
Πηγές
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Αφιερώματα
Εύας Λαδιά: Λουίζα Μύλλερ μια πέννα ασυμβίβαστη
Εύας Λαδιά: Ελένη Παπαδογιάννη. Έκανε τη χειροτεχνία πυλώνα ανάπτυξης