Από τις Ρεθεμνιώτισσες που έγραψαν ιστορία η Άννα Αποστολάκη στην οποία η Αρχαιολογία οφείλει πολλά.
Γεννήθηκε το 1885.
Όπως κάθε κοπέλα οικογενείας με παράδοση ακολούθησε σπουδές στο Αρσάκειο και υπηρέτησε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Είχε όμως μια ακόρεστη δίψα για μάθηση. Και συνέχισε σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτι ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή της, όταν το πτυχίο της δασκάλας ήταν και η ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης που θα μπορούσε να κατακτήσει μια κοπέλα. Ούτε και αυτή η κατάκτηση ικανοποίησε την Άννα που έκανε άλματα εξέλιξης για τον καιρό της. Ασχολήθηκε με ζήλο στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής που της χάρισε και τον τίτλο της διδάκτορος το 1906. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που απέκτησε αυτό τον τίτλο.
Η αγάπη της για την ιστορία και την παράδοση δεν την άφηναν σε ησυχία ιδιαίτερα όταν τα δεινά της ανθρωπότητας άρχισαν να βάζουν σε δοκιμασία και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς απειλώντας τους με αφανισμό.
Έτσι αφοσιώθηκε στη διάσωση, προστασία κα ανάδειξη των μνημείων που μετά τον πρώτο πόλεμο άρχισαν να αντιμετωπίζουν σημεία φθοράς. Αυτά της τα ενδιαφέροντα την έφεραν κοντά στην Χριστιανική και Αρχαιολογική Εταιρία της οποίας ήταν από τα παλαιότερα μέλη.
Η Καλλιρρόη Παρρέν επίσης δεν άργησε να αναγνωρίσει τις σπουδαίες ικανότητες της συμπατριώτισσάς της και φρόντισε να την έχει πλάι της στο Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών, σαν μέλος του Δ.Σ. και σαν γνωμοδοτική σύμβουλο του Τμήματος Ιματιοθήκης Εθνικών Ενδυμασιών και υπεύθυνη διατήρησης και διάδοσης των Εθνικών Εθίμων και Παραδόσεων.
Και στους δύο τομείς δράσης η Άννα Αποστολάκη έδωσε τον καλύτερο εαυτό της εργαζόμενη ακούραστα με ιδιαίτερο μεράκι και αφοσίωση.
Η προσφορά της αυτή την έφερε κοντά σε δυο επίσης μεγάλες προσωπικότητες. Ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης και ο αρχαιολόγος Γεώργιος Κουρουνιώτης ιδρυτές του Πρώτου Λαογραφικού Μουσείου της Ελλάδας που έφερε την επωνυμία Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων. Ήταν μια πρώτη κιβωτός για τη διάσωση του λαϊκού μας πολιτισμού.
Επιμελήτρια στο Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων
Ενθουσιασμένος από τη γνωριμία της ο Δροσίνης και διαπιστώνοντας το πάθος της για το αντικείμενο και της δικής του προσπάθειας, προσέλαβε την Άννα ως επιμελήτρια.
Ήταν το 1924. Το Μουσείο είχε αναπτύξει τις δραστηριότητές του και είχε μετονομαστεί Εθνικό Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών, επειδή προσετέθη, στις δράσεις του, η περισυλλογή κάθε είδους χειροτεχνίας, ιδίως κεντημάτων και υφαντών.
Η Άννα Αποστολάκη, ανταποκρίθηκε με όλη τη θέρμη της και στα καθήκοντα αυτά.
Ασχολήθηκε κυρίως με τον καθαρισμό, τη συντήρηση και την έκθεση των παλαιών κοπτικών υφασμάτων των 4ου-7ου.Χ. αιώνων, που είχαν βρεθεί σε τάφους στην Αίγυπτο, αλλά και με την επιστημονική τους κατάταξη και μελέτη. Το 1932 παρουσίασε τον πρώτο συνολικό τόμο της δουλειάς της, του πλούσιου ερευνητικού και συγγραφικού έργου της, τον μοναδικό κατάλογο με τον τίτλο: «Τα κοπτικά υφάσματα του εν Αθήναις Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών», έκδοση του υπουργείου Παιδείας, που την έκανε γνωστή και πέρα των ελληνικών συνόρων. Το βιβλίο αυτό είναι ένας από τους πρώτους εμπεριστατωμένους καταλόγους κοπτικών υφασμάτων στη διεθνή βιβλιογραφία και το μοναδικό στη γλώσσα μας τότε.
Παράλληλα φρόντισε για τον εμπλουτισμό του Μουσείου με νέα δυσεύρετα εκθέματα, τα οποία, επίσης, καθάρισε, συντήρησε και ενέταξε στην έκθεση.
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
Ήταν φυσικό να εκτιμηθεί η προσφορά της και να της ανατεθεί η διεύθυνση του Μουσείου, που υπηρέτησε επί 21 χρόνια και του έδωσε κύρος και ευρωπαϊκή λάμψη.
Στο μεταξύ το Μουσείο είχε μετονομαστεί από το 1931 σε Μουσείον Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, για να επανέλθει όμως το 1935, στους στόχους και στο περιεχόμενο της προηγούμενης επωνυμίας του. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο όταν άρχισε να δημιουργείται ξανά θέμα με τις θεωρίες του Φαλμεράγερ περί σλαβικής καταγωγής των νεότερων Ελλήνων.
Και η πιο πειστική απάντηση θα ήταν η ανάδειξη του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η Άννα Αποστολάκη γνώριζε βαθιά και τον Κρητικό Πολιτισμό. Σημαντικές εργασίες της αναφέρονται στην κεντητική και υφαντική τέχνη της Κρήτης.
Για τη βαθύτατη γνώση της επιστήμης και της τέχνης που υπηρετούσε, την κλασική παιδεία που αποτέλεσε το βασικό καμβά που αποτύπωσε το πολυσήμαντο έργο που λάβαμε ως πολύτιμη κληρονομιά, η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το Αργυρούν Μετάλλιο, στις 30 Δεκεμβρίου 1954.
Επίσης μια διάκριση σε γυναίκα της Κρήτης ξεχωριστή, αλλά επάξια ανταμοιβή έργου ζωής.
Ιεροφάντις του πολιτισμού μας
Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά, σε μια παρουσίαση για τις γυναίκες του Ρεθύμνου, ο κ. Γιώργος Βλατάκης του συλλόγου Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι», η Άννα Αποστολάκη, μαζί με την Καλλιρρόη Παρρέν, πρέπει να είναι η μόνη Ρεθεμνιώτισσα των γραμμάτων που αναφέρεται στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά. Τα δημοσιεύματά της θεωρούνται σήμερα κλασικά και είναι περιζήτητα. Ανάμεσα στις δημοσιευμένες εργασίες της (υπάρχουν και αδημοσίευτες) συγκαταλέγονται και μερικές που αναφέρονται στην κρητική κεντητική και υφαντική και δείχνουν, μέσα από έναν άψογο υπομνηματισμό και μια υποδειγματική τεκμηρίωση, τη βαθιά γνώση της για τον κρητικό πολιτισμό. Έχει μάλιστα χαρακτηριστεί «ιεροφάντις του πολιτισμού μας».
Μέχρι το τέλος της ζωής της η Άννα Αποστολάκη εργαζόταν στο αντικείμενο που έκανε έργο δια βίου με ξεχωριστή αφοσίωση. Έφυγε το καλοκαίρι του 1958 έχοντας διαγράψει μια λαμπρή πορεία και επάξια κατακτήσει μια θέση στο πάνθεον των προσωπικοτήτων που τίμησαν τον τόπο τους διεθνώς.
Αμαλία Ζαννιδάκη: Η «πρώτη» δασκάλα εκατοντάδων Ρεθεμνιωτών
Ήταν μια τρυφερή ψυχή ο αξέχαστος Κώστας Μαμαλάκης. Και καθώς επιμελούμαι τις αναμνήσεις του μαθαίνω υπέροχα πράγματα για το Ρέθυμνο και τους ανθρώπους του που ποτέ δεν γνώρισα.
Μια από τις μορφές που περιγράφει με ξεχωριστή ευαισθησία είναι η πρώτη του δασκάλα, που ήταν φυσικό να σημαδέψει τις μνήμες του.
Αλλά για την «κα Αμαλία» Ζαννιδάκη, για την οποία και η αναφορά μας, δεν ήταν ο μοναδικός που μιλά με αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Ανάμεσά τους και ο μεγάλος μας συγγραφέας Παντελής Πρεβελάκης, που επίσης φοίτησε στο ιδιωτικό νηπιαγωγείο και δημοτικό της ξεχωριστής αυτής γυναίκας και εκπαιδευτικού από το 1913 μέχρι το 1925.
Ήταν πραγματικά το σχολείο που άφησε εποχή, κοντά στη σημερινή Μητρόπολη αρχικά και μετά δίπλα στην Εθνική Τράπεζα της οδού Τσουδερών.
Η μικρότερη προσφυγοπούλα
Σύμφωνα με ένα δημοσίευμα που βρήκαμε στην Άγονη Γραμμή για τις Αρσακειάδες η Αμαλία (Μανουσάκη) Ζαννιδάκη πρέπει να ήταν από τα πιο μικρά προσφυγόπουλα στην επανάσταση του 1878. Γεννήθηκε στο χωριό Πηγή 18 Ιανουαρίου και ήταν κόρη του Γεωργίου Μανουσάκη από τον Καλλικράτη. Πρέπει να ξενιτεύτηκε όταν ακόμα ήταν βρέφος κατά την επανάσταση του 1878, να αποφοίτησε από το Αρσάκειο στα δεκαοκτώ της, για να επιστρέψει εικοσάχρονη και με σχετική εκπαιδευτική πείρα στη γενέτειρα πόλη και ν’ αφιερώσει τη ζωή της σ’ ένα σχολείο δικό της, όπως εκείνη το εννοούσε.
Ίδρυσε σχολείο στου Ψυρρή
Ο εκλεκτός λόγιος Κωστής Η. Παπαδάκης και μαθητές του στο πληρέστατο ιστορικών στοιχείων βιβλίο «Ρέθυμνο 1900-1950» αναφέρει ότι η Αμαλία Ζαννιδάκη αποφοίτησε 19 χρόνων από το Αρσάκειο και το 1898 παίρνει άδεια από το Νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας να ιδρύσει Ιδιωτικό σχολείο Θηλέων στη συνοικία Ψυρρή στην Αθήνα. Το ίδιο έτος παίρνει και το πτυχίο της νηπιαγωγού και τον επόμενο χρόνο, το 1899 -επί Κρητικής Πολιτείας- οργανώνει με επιτυχία στο Ρέθυμνο, ρωσικό νηπιαγωγείο που λειτούργησε στη μεγάλη αίθουσα του Πρίγκιππος (αργότερα αίθουσα τριών Ιεραρχών). Το ιδιωτικό σχολείο που ίδρυσε το 1898 ή 99 (και που αρχικά λειτούργησε ως νηπιαγωγείο στον αριθμό 20 της τότε οδού Ελισάβετ -σημερινή Δασκαλογιάννη) αργότερα μεταφέρθηκε στην ευθεία της Εθνικής Τράπεζας, θ’ αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο όταν κάποτε γραφτεί η ιστορία της εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο. Για την ώρα ο αναγνώστης αξίζει να μελετήσει την αναφορά στην Αμαλία που γίνεται στο γνωστό βιβλίο της εκλεκτής μας συμπολίτισσας κας Μαρίας Τσιριμονάκη, με τίτλο «Ρεθεμνιώτες» (σ. 171-178), όπου έχουν συγκεντρωθεί αρκετά κι ενδιαφέροντα στοιχεία. Και σας συνιστούμε να το διαβάσετε.
Πραγματοποίησε το όνειρό της
Η Αμαλία Ζαννιδάκη λοιπόν γύρισε στο Ρέθυμνο με το δίπλωμα του Αρσακείου, έχοντας πείρα εργαζόμενη σε διάφορα σχολεία της ελεύθερης Ελλάδας, με το όνειρο να φτιάξει ένα δικό της (ιδιωτικό) σχολείο, όπως εκείνη το ήθελε. Και το πέτυχε. Ήταν βέβαια εξαίρεση του κανόνα, γιατί εκείνο τον καιρό και στις περισσότερες περιπτώσεις οι Αρσακειάδες των επαναστάσεων επέστρεφαν στο γενέθλιο τόπο όταν ησύχαζαν τα πράγματα και αναλάμβαναν μια θέση δασκάλας. Τη θέση αυτή την κρατούσαν για λίγο ή πολύ και, πάντως, μέχρι το γάμο τους, που ήταν και κρίσιμο σταυροδρόμι για τις αποφάσεις τους. Φαίνεται πως ακόμα και στις περιπτώσεις συμβιβασμών, το σύνηθες ήταν ο ρόλος της συζύγου και μητέρας να παραμερίσει αυτόν της δασκάλας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις η Μαρία Παπαϊωάννου, η Λέλα Κούνουπα κ.α. Η Αμαλία Ζαννιδάκη όμως ενώ παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Ζαννιδάκη από τον Κάστελλο Ρεθύμνης, συνέχισε την εργασία της με το επώνυμο του συζύγου της.
Εκλεκτοί συμπολίτες σύγχρονοι μελετητές, όπως Μαρία Τσιριμονάκη, Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης, Γεώργιος Δρανδάκης, Κωστής Η. Παπαδάκης, Γιώργος Εκκεκάκης, Χάρης Στρατιδάκης, αναφέρονται λεπτομερώς στη δασκάλα αυτή που άφησε εποχή.
«Η μεγάλη μας δασκάλα»
Εμείς θα σταθούμε σε άγνωστες σελίδες όπως μας τις φωτίζει ο Κώστας Μαμαλάκης και αναφέρονται στις προσωπικές του αναμνήσεις με το γενικό τίτλο «Η πόλη που δε σβήνει» και σύντομα θα δουν το φως της δημοσιότητας σε μια ενδιαφέρουσα έκδοση.
Γράφει λοιπόν ο Κώστας Μαμαλάκης μεταξύ άλλων για την πρώτη του δασκάλα:
«Αεράτη προχωρεί η «μεγάλη» δασκάλα μας, με το γνώριμο μειδίαμα στα χείλη, το βάδισμά της το ελαφρά λικνιστικό και πεσίχαρο και τη βεντάλια στο χέρι.
Η κυρία Αμαλία…!
Πόσες παιδικές ψυχές δεν διάπλασε με το τέλειο παιδαγωγικό της σύστημα, «Μοντεσόρειο και Φρεβολιανό», που άνοιξε τα αθώα και έκπληκτα μάτια των νηπίων και τα έμπαζε για πρώτη φορά στις ομορφιές και τα μυστήρια του κόσμου.
Πόσα θεμέλια ψυχής γερά δεν έθεσε, με το χαρούμενο σύστημά της και τον παράδεισο του εκπαιδευτηρίου της.
Εκπαιδευτήριον Αμαλίας κ. Ζαννιδάκη.
Μια ταμπέλα με φόντο θαλασσί κι άσπρα γράμματα φιγουράριζε πάνω σε μια πόρτα πλάι στην Εθνική Τράπεζα «Εκπαιδευτήριον Αμαλίας Κ. Ζαννιδάκη».
Είχε αυλή μεγάλη με κήπο συνεχόμενο, μια στέρνα με χρυσόψαρα και κολλημένη στο πλευρό της μια γούρνα μαρμάρινη με βρύσες και δυο σκαλοπάτια.
Ο κήπος της γιομάτος πορτοκαλιές, μανταρινιές και ροδιές. Η είσοδος ήταν ένα μεγάλο μακρινάρι και στην άκρη είχε ένα αυλάκι χτιστό που έτρεχε νερό πάντα.
Μικτή φοίτηση είχε τότε μόνο στο σχολειό της κυρίας Αμαλίας.
Εμείς είμαστε προνομιούχοι, γιατί έβαζε στα θρανία ανακατεμένα κορίτσια κι αγόρια.
Το εκπαιδευτήριο της Ζαννιδάκη είχε πλήρες δημοτικό και νηπιαγωγείο, άριστα οργανωμένο σχολείο με εκλεκτό διδακτικό προσωπικό. Θυμάμαι εκτός από τη Βεβελάκη τη Νίτσα Κούνουπα, τη Μονιάκη υπό την άμεση φυσικά άγρυπνη εποπτεία της Ζαννιδάκη.
Στα διαλείμματα συχνά έκανε την εμφάνισή του ο κύριος Κωστής ο Ζαννιδάκης, ένας υπέροχος άνθρωπος που λάτρευε την σύντροφο της ζωής του, την Αμαλία του.
Κρατούσε στο χέρι ένα δίσκο γλυκά από του Γρηγοριάδη και της πρότεινε περίπατο -Σάββατο ήτανε- για τ’ απόγευμα με την καινούργια άμαξα «βιζ α βι» (δηλαδή αντικριστά) που έφερε ο μερακλής ο Σπύρος ο Πρινιωτάκης.
«Εντάξει Κωσταδιό μου» του απαντούσε η Αμαλία με την τη γλυκιά τραγουδιστή φωνή της.
«Να πάμε περίπατο με την καινούργια άμαξα στον Πλατανιά».
Αυστηρή αλλά εναντίον του ξύλου
Το νηπιαγωγείο της πρότυπο στον καιρό του με τα νέα συστήματα με όλα τα εποπτικά μέσα η τελευταία λέξη της παιδαγωγικής.
Στο εκπαιδευτήριο της Ζαννιδάκη φοιτούσε κι ένας απείθαρχος. Πήγαινε στην Τετάρτη δημοτικού αλλά είχε πρόωρη ανάπτυξη και φαινόταν πολύ μεγαλύτερος από ότι ήταν.
Ήταν ο μόνος που δεν φοβόταν την κυρία Αμαλία. Ήταν γιος του Εσπερόν διευθυντού του Αγγλικού Τυπογραφείου. Ατίθασοι είμαστε και ‘μεις, μικρά θηριάκια αλλά μόνο ένα βλέμμα αυστηρό της κυρίας Αμαλίας μας έκανε να τα χρειαστούμε.
Το περίεργο είναι ότι η κυρία Αμαλία η άτεγκτη στα θέματα ευταξίας του Εσπερόν του «χάριζε κάστανα» υποχωρούσε.
Όλους τους υπόλοιπους μας φοβέριζε με τιμωρίες και ένα φανταστικό υπόγειο του σχολείου που είχε κρεμασμένα στους τοίχους μαστίγια κι ένα …δράκο στη γωνιά. Όλα αυτά βέβαια ήταν απειλές ξύλο ποτέ δεν έπεφτε. Το θεωρούσε αντιπαιδαγωγικό από τότε μόνον η κυρία Αμαλία.
Από το νηπιαγωγείο άρχιζε να καθοδηγεί τα βήματά μας για να μάθουμε πόλκα λανσιέδες και τον πυρρίχιο έτσι μας πρωτογνώρισε τον πεντοζάλη.
Τόσο μας εντυπωσίασαν τα βήματα και ο σκοπός του πεντοζάλη, ώστε θα έλεγα ότι μπολιάστηκαν από τότε τα πόδια μας από το ρυθμό του και η ψυχή μας αναφτερά άμα ακούσει το σκοπό του».
Αυτά καταθέτει ο αξέχαστος Κώστας Μαμαλάκης για την πρώτη του δασκάλα. Και συμπληρώνει στο βιβλίο του ο Κωστής Η. Παπαδάκης.
«Η Αμαλία Μανουσάκη, η «κυρία Αμαλία», όπως την αποκαλούσαν οι Ρεθεμνιώτες και τα Ρεθεμνιωτάκια τα χρόνια εκείνα ήταν δασκάλα αυστηρή, αλλά πίσω από τα αυστηρό ύφος και το εξεταστικό της βλέμμα έσφυζε δυνατή η αγάπη της προς στους μαθητές της. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1947.
Αξίζει να αναζητήσετε περισσότερα για τη σημαντική αυτή γυναίκα στις μελέτες των εκλεκτών μας ιστορικών και συγγραφέων που προαναφέραμε. Εμείς θα κλείσουμε το αφιέρωμά μας με τον επίλογο του Κώστα Μαμαλάκη που ευωδιάζει, θαρρώ, όλη την αγάπη των μαθητών της για την ίδια και τη νοσταλγία για τα χρόνια που τους χάρισε εκεί στον παραμυθένιο της χώρο…
«Αχ κυρία Αμαλία μας, γιατί μας έδωσες «ενδεικτικό;;;».