Γυναίκες που διακρίθηκαν στον αναπτυξιακό τομέα θα τιμήσουμε σήμερα. Βέβαια δεν αναφερόμαστε σε όλες. Υγεία να έχουμε και θα κάνουμε αναφορά και στις υπόλοιπες. Προς το παρόν ας θυμηθούμε τρεις από τις πρωτοπόρες.
Αρχίζοντας από την Δήμητρα Βογιατζή – Παπαδοπετράκη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πλατανιά, όπου είχε ριζώσει μετά το γάμο του ο πατέρας της ο Γεώργιος Βογιατζής από τις Μαργαρίτες. Μητέρα της ήταν η Μαρία Χατζηγιαννάκη.
Η Δήμητρα στο περιβάλλον αυτό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τις παραδόσεις του τόπου μας με τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής που σύχναζαν εκεί, και με παράγοντες του τόπου που περνώντας από τον Πλατανιά θα σταματούσαν οπωσδήποτε στου Βογιατζή να ξεκουραστούν, ν’ ακούσουν τις περίφημες ιστορίες του και να επιστρέψουν με άλλη καλύτερη διάθεση στο σπίτι τους.
Σταθμός της ζωής της ήταν η πρόσληψή της στην κλινική Μαρούλη. Από την πρώτη μέρα κατάλαβε ότι είχε βρεθεί στο περιβάλλον που τη βοηθούσε να διοχετεύσει όλη της την αγάπη και τη φροντίδα στον πάσχοντα συνάνθρωπο… Η ευγένεια και η ανθρωπιά της την έκαναν ξεχωριστή. Κι ο κόσμος τη λάτρευε.
Ο γάμος της έβαλε τέλος στην καριέρα της που θα μπορούσε να εξελιχθεί, καθώς είχε τη σφραγίδα της επιτυχίας από το πρώτο διάστημα κιόλας. Η Δήμητρα σταμάτησε μεν από την κλινική, αλλά ποτέ δεν άφησε τις γνώσεις της να λησμονηθούν, παρέχοντας αδιάκοπα τη βοήθειά της όπου την καλούσαν.
Οργανώθηκε στην Αντίσταση χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες. Κοίμιζε στην καρβουναποθήκη τους κυνηγημένους πατριώτες. Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που λειτουργούσε παράνομο ραδιόφωνο καλά φυλαγμένο στα κάρβουνα και ξεκίνησε να γράφει στη γραφομηχανή δελτία με τις ειδήσεις που είχε ακούσει προηγουμένως από εκπομπές των συμμάχων. Μόλις τέλειωνε τα μοίραζε σε ανθρώπους που μπορούσαν να τα προωθήσουν όπου έπρεπε για να μην πτοηθεί το φρόνημα του λαού και να πιστέψει στη θετική έκβαση του αγώνα.
Δεν άργησαν να την εντοπίσουν οι ναζί και να τη συλλάβουν. Ούτε λέξη δεν κατάφεραν να της πάρουν. Αντίθετα με ένα ύφος αγέρωχο που ξάφνιαζε και τους Γερμανούς ακόμα έπαιρνε την ευθύνη πάνω της.
Έδινε στερεότυπα απαντήσεις στα πιεστικά ερωτήματα των Γερμανών.
«Εγώ είχα το ράδιο. Εγώ έγραψα το δελτίο ειδήσεων. Εγώ πετούσα τα μεσάνυχτα κάτω από τις πόρτες τα δελτία που έχετε στα χέρια σας. Είναι δικά μου τα γράμματα… Εμένα να δικάσετε και όχι το Δημήτρη και τον Αντώνη. Εγώ φταίω…».
Απελπίστηκαν οι διώκτες της ότι θα της λυγίσουν το θάρρος της. Και την έστειλαν στο κολαστήριο της Αγυάς στα Χανιά. Ήταν έγκυος στην Ιωάννα της. Ούτε κι αυτό όμως την έκανε να υποστείλει την αγωνιστική της διάθεση. Κι ας ήξερε πως μετά τη γέννα μπορεί να την έστελναν και στο απόσπασμα.
Τα γενέθλια του Χίτλερ το Μάρτη του 42 έφεραν τη λύτρωση και στη Δήμητρα που είχε συμπεριληφθεί στους κρατούμενους που έλαβαν χάρη λόγω του γεγονότος.
Γύρισε στην καθημερινότητά της αλλά ποτέ δεν ξέχασε την αποστολή της να είναι πάντα κοντά στην ανθρώπινη ανάγκη και να ανακουφίζει όσο μπορούσε τη δυστυχία.
Ο γάμος της μόνο χαρές της έδινε και πλάι σε έναν φωτισμένο Ρεθεμνιώτη, όπως ήταν ο Πέτρος της, μπορούσε να ανοίξει κι αυτή τα φτερά της στη δημιουργία.
Κι εδώ της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει το επιχειρηματικό της δαιμόνιο. Από ένστικτο νοικοκυράς κατάφερε να καλύπτει όλες τις ανάγκες του νοικοκυριού. Από τα ψιλικά μέχρι τα ηλεκτρικά είδη. Ο εμπορικός κόσμος της πόλης αποκαλύπτεται στην αξιοσύνη της. Οι πιο σοβαρές εταιρίες της εμπιστεύονται την αντιπροσωπεία τους. Οι πιο έγκριτες φίρμες είναι στο δικό της κατάστημα που αναπτύσσεται όλο και περισσότερο. Οι επιτελείς της ΙΖΟΛΑ είχαν να λένε για τη Ρεθεμνιώτισσα επιχειρηματία που τους είχε αυξήσει τις πωλήσεις των προϊόντων της κατά τρόπο θεαματικό.
Στη δύση της ζωής της καιροφυλακτούσε η μεγάλη δοκιμασία που πέρασε με γενναιότητα και λεβεντιά. Ούτε και ο πόνος τη λύγισε. Καμάρωνε τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Η Ιωάννα της κυριαρχούσε στην τοπική κοινωνία ως η πρώτη συμβολαιογράφος. Η κ. Ιωάννα Παπαδοπετράκη Στεφανάκη. Και η Δήμητρα καμάρωνε.
Ο θάνατος έφερε λύτρωση στα δεινά της 5 Ιουλίου του 1993. Κι ο τοπικός τύπος με τις πιο σημαντικές υπογραφές αποχαιρέτησε τη σημαντική αυτή Ρεθεμνιώτισσα, που έγραψε ιστορία και στον αγώνα και στα έργα της ειρήνης.
Ελένη Παπαδογιάννη
Η Ελένη Παπαδογιάννη φαινόμενο γυναίκας, άφησε τόσο έργο που συνδέεται με την ανάπτυξη του τόπου, που είναι δύσκολη η επιλογή του τομέα που θα πρέπει να αναφερθεί πρώτος.
Μεγάλωσε σε οικογένεια αυστηρών αρχών. Είχε όμως το χάρισμα της πειθούς που την βοηθούσε όποτε έπρεπε να επιβάλει τις αποφάσεις της. Κι ήταν αρκετά ριζοσπαστικές για την εποχή της.
Για παράδειγμα ήταν η πρώτη που κάθισε στο βολάν. Μπορεί στην αρχή να προκαλούσε κάποιο σοκ το γεγονός, αλλά στη συνέχεια ακολουθούσε σεβασμός ανυπόκριτος. Είχε το χάρισμα να εμπνέει εμπιστοσύνη. Η θέλησή της ήταν πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.
Βίωνε μια πόλη βυθισμένη στη μιζέρια, χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική.
Η πάγια θέση της ήταν πως αξίζει περισσότερο να δίνεις ευκαιρίες, παρά με μια κίνηση βοήθειας να θεωρείς πως έκανες το χρέος σου σαν άνθρωπος.
Κι όταν δήλωσε στους γονείς της πως ανοίγει οικοκυρική σχολή, εκείνοι νόμιζαν πως η θυγατέρα τους χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη. Και για την εποχή τους είχαν κι αυτοί το δίκιο τους. Η κόρη τους ήταν όμορφη, μορφωμένη, δυναμική. Η ζωή της ανήκε. Που πήγαινε να μπλέξει; Η Νίτσα όμως το είχε αποφασίσει.
Δημιούργησε μια πρότυπη σχολή οικοκυρικής που έδινε όμως και άλλες γνώσεις στις κοπέλες που δεν είχαν άλλη ευκαιρία να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Οι καθηγητές που δίδασκαν ήταν το απάνθισμα της εκπαίδευσης αλλά και του ήθους.
Σύντομα χρειάστηκε να λειτουργήσει οικοτροφείο, γιατί πολλά κορίτσια δεν είχαν τη δύναμη να νοικιάζουν στη «χώρα». Είχε τόσο καλή φήμη η σχολή που ακόμα και οι πατέρες που είχαν εγκλωβιστεί στις πολύ αυστηρές παραδόσεις έστελναν με κλειστά μάτια τις κόρες τους να σπουδάσουν.
Η Ελένη όμως δεν ησύχαζε. Και σύντομα μια σχολή Λογιστών ήρθε να «λύσει» τα χέρια σε πολλούς νέους που αποκτούσαν πια μια ευκαιρία για δουλειά. Η λογιστική είχε γίνει αναγκαία πια, καθώς οι επαγγελματίες είχαν απόλυτη ανάγκη ενός ειδικού για τα βιβλία τους.
Ήταν τόσο υψηλό το επίπεδο σπουδών που χωρίς άλλη διαδικασία το αρμόδιο υπουργείο έδινε και τα τυπικά αποδεικτικά της εγκυρότητας. Κι όλες αυτές οι κατακτήσεις είχαν πανελλαδική πρωτιά. Καταρχήν για την «Οικοκυρική Σχολή», που παρείχε το δικαίωμα συνέχισης των σπουδών με εγγραφή στις Μέσες Τεχνικές Σχολές Εργοδηγών και Τεχνικών Βοηθών Σχεδιαστών και για τις Σχολές Λογιστών, Γραφομηχανής και Κοπτικής Ραπτικής, στις οποίες θήτευσαν οι πρώτοι λογιστές και οι πρώτες γραμματείς και επαγγελματίες (όχι εμπειροτέχνες) μοδίστρες του Ρεθύμνου.
Από την οικογένειά της η Ελένη είχε αποκτήσει το πάθος για τη λαϊκή παράδοση. Πίστευε ακλόνητα ότι το Ρέθυμνο είχε μια χρυσοφόρα πηγή ανεκμετάλλευτη κι έπρεπε εγκαίρως να την αξιοποιήσει.
Αυτό το πέτυχε αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του ΕΟΜΜΕΧ στο Ρέθυμνο πρώτα και μετά Κρήτης. Γιατί δεν πέρασε απαρατήρητος από την υπηρεσία της ο ζήλος και οι ιδέες της. Όταν απόκτησε αρμοδιότητες περισσότερες γύριζε από χωριό σε χωριό από το Λασίθι, στα Σφακιά. Επικοινωνούσε με τους παραγωγούς, ανίχνευε ταλέντα, εξασφάλιζε υποτροφίες και φρόντιζε να αποκτούν ενίσχυση οι μικρές βιοτεχνίες με δάνεια για να γίνουν μεγαλύτερες.
Αυτό που θαύμαζες στην Ελένη Παπαδογιάννη ήταν το ήθος, η προσπάθεια για την μόνιμη έκθεση λαϊκής τέχνης (κατάφερε μάλιστα με χίλια βάσανα να υλοποιήσει την ιδέα του εκθετηρίου) και ο τρόπος που κατάφερε να βοηθήσει εκατοντάδες ανθρώπους να προκόψουν με τις γνώσεις που τους παρείχαν οι πρότυπες σχολές της.
Φανή Παπαδουράκη
Μια από αυτές τις γυναίκες που άνοιξαν δρόμο στις επόμενες για επιχειρηματική δράση ήταν και η Φανή Παπαδουράκη.
Έζησε το Ρέθυμνο όταν ακόμα ήταν στα σπάργανα της ανάπτυξης. Κι είναι μεταξύ των άλλων ευφυών συμπολιτών που στήριζαν τότε την τοπική οικονομία με τις επιτυχημένες επιχειρήσεις τους.
Η Φανή Χουρδάκη, γόνος της επιφανούς οικογενείας είχε συνδέσει τη ζωή της με έναν επίσης λαμπρό επιχειρηματία το Γρηγόρη Παπαδουράκη που είχε το χάρισμα του επιχειρείν. Η Φανή είχε ένα πρότυπο για την εποχή του εμπορικό κατάστημα που απευθυνόταν κυρίως στο απαιτητικό καταναλωτικό κοινό. Ήταν στην Αρκαδίου, ακριβώς απέναντι από το τότε παντοπωλείο Βουλουμπασάκη. Όλες οι κυρίες είχαν καημό να δούνε τις νέες παραλαβές γιατί η Φανή είχε πάθος με την ποιότητα και ανεβασμένη αισθητική για το μέτρο της εποχής.
Η ίδια καθόταν πάντα κοντά στην είσοδο στο γραφείο της και με ξάφνιαζε ο τρόπος που διαχειριζόταν παράλληλα τα θέματα δουλειάς και σωματείων. Γιατί είχε αναπτυγμένη δράση στον κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα με τη λογική και την προθυμία του απλού στρατιώτη. Στη δραστηριότητα αυτή δεν την εμπόδιζαν τα καθήκοντα της μάνας. Ο Τάσος (ο σημερινός αντιδήμαρχος Ρεθύμνου) και η Ελένη της, οι δυο της μεγάλοι θησαυροί έπαιρναν από τα μικρά τους χρόνια μαθήματα κοινωνικής προσφοράς, καθώς τα είχε υποχρεωτικά μαζί της στις συνεδριάσεις, ιδιαίτερα στον Τίμιο Σταυρό.
Μου είχε απαγορεύσει όταν ζούσε να κάνω οποιαδήποτε αναφορά στο φιλανθρωπικό της έργο που ήταν τεράστιο και απόλυτα διακριτικό. Η δουλειά μου όμως επέτρεπε να το ζω από κοντά.
Η Φανή τηρούσε τη γνωστή επιταγή του Ευαγγελίου και κανένας ποτέ δεν ήξερε πόσους ανακούφιζε. Απορούμε αν και η οικογένειά της γνώριζε αυτή τη δραστηριότητά της, γιατί όλοι την έβλεπαν μόνο σαν ένα δραστήριο μέλος της κοινωνίας μας, με συμμετοχή σε συλλόγους και σωματεία.
Κι όμως η Φανή στέγνωσε πολλά δάκρια συνανθρώπων της όσο ζούσε. Και δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε ευχαριστώ.
Αυτή την υπέροχη γυναίκα είχε σκιαγραφήσει ιδανικά και ανεπανάληπτα η Μαρία Τσιριμονάκη στο υπέροχο εκείνο «Γράμμα χωρίς αποδέκτη».
«Το γράμμα τούτο δεν μπορείς να το πάρεις κι ούτε να το διαβάσεις.
Άφησες όμως πλούσια συναισθηματική βιβλιογραφία που μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με Σένα, ο καθένας με τον τρόπο του: με το στοχασμό ή με το λόγο, με τα κείμενα ή τη ρίμα, πολλές φορές και με τη σιωπή…
Χωρίς να επιδιώξεις ποτέ την εντυπωσιακή πρωτοπορία σε πράξεις αρετής και γόνιμης δράσεως, η ακτινοβολία σου δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα σε πλήθος προσώπων και σε Σένα. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συνεργάτες της επιχειρήσεως, οι συναθλητές στις κοινωνικές και στις άλλες προσπάθειες οι άνθρωποι της ανάγκης ή της αξίας, τα παιδιά και οι έφηβοι, χρόνια τόσα έβρισκαν σε Σένα το καταφύγιο. Η καρδιά σου, η κατασταλαγμένη κρίση σου, η θετική συμπαράστασή σου, αναλάβαιναν ύστερα τα υπόλοιπα.
Μετουσίωνες το: μια καλή πράξη την κατάλληλη στιγμή, είναι μια καλή πράξη στην αιωνιότητα, σε στόχο σου, που μπορεί να μη την κατακτούσες όταν και όσο ήθελες. Η αδιαλλαξία σου όμως καθυπότασσε τα πολλά εμπόδια και σε αντάμειβε με όχι και λίγες στιγμές ευδαιμονίας.
Δεν διάβηκες από τη ζωή χωρίς δοκιμασίες αγωνίες και πίκρες. Κι ούτε προσδοκούσες πως τα προβλήματα βρίσκουν τη λύση τους δίχως προσπάθειες, χωρίς θυσίες.
Ως τη στερνή στιγμή, καμιά υπερβολή, κανένα παράπονο, κανείς φόβος για το θάνατο, δεν υποστάθμισε τη βαθύτερη δομή του είναι σου ή τη λεβεντιά σου.
Ο θάνατος επιδίωξε να σε υποτιμήσει με βασανισμούς, πάλεψε για να σ’ αφανίσει.
Τον αντιμετώπισες ήρεμα και πειστικά. (…)
Το μεγάλο κενό που άφησες πίσω σου, καλύπτει η ανάμνηση ολάκερης της ζωής σου, που αφιερώθηκε στην αρετή και στην προσφορά. Αν η αρετή έχει πολλούς δασκάλους αλλά λίγους αγωνιστές, μην μας αρνηθείς την επιθυμία να σε νοιώθουμε ανάμεσα στους λίγους.
Οι επιφανείς γράφουν ιστορία για τα έθνη ή για χάρη της ανθρωπότητας. Οι εκλεκτοί ποδηγετούν τις παροικίες της ανθρωπότητας και σβήνουν πάνω στο χρέος για τον άνθρωπο και για την κατήχηση του καλού και του ωραίου.
Αναρωτήθηκες αγαπημένη μας γιατί η ζωή μας να είναι τόσο σύντομη; Γιατί πάνω στο γύρισμα της καλής πλευράς της ζωής, που προοιωνίζει μια – κάποια ευτυχία, ο κακός δαίμονας αστράφτει κι άλλο χαστούκι;
Όχι βέβαια. Χωρίς να είσαι ασυμφιλίωτη με τη μεταφυσική ή φιλοσοφική διάθεσή σου σταματούσε περισσότερο στη μετρημένη θεώρηση της ρέουσας ζωής.
Αν ο θάνατος έσπευσε, Συ τον αντίκρισες γενναία. Θέλησες να μας αφήσεις πίσω σου καμιά σκιά σ’ ότι ο βίος σου ολόκληρος παραδειγμάτιζε.
Κι η απονιά ακόμη μένει μετέωρη μπροστά, στη μεγαλοσύνη!(…)
Εντελώς αναίτια στην οδύνη που προκάλεσε σε μας ο θάνατός σου, δικαιούσαι πάντως να μας φροντίζεις πάντοτε. Αποφθεγματική ήσουνα όταν έλεγες Να ‘σαι σωστός.
Για Σένα ίσχυσε αυτό που είπε ο Σενέκας: Καλημέρα… Καληνύχτα!… Να η ζωή. Η ζωή σου αυτή που κύλησε χωρίς να την σπαταλήσεις.
Για μας η μνήμη σου πρέπει να γίνει ερέθισμα και προσπάθεια άμιλλας στο χώρο του καλού και του ωραίου».
Τι άλλο να προσθέσει κανείς, όταν η Μαρία Τσιριμονάκη, όπως συνήθιζε, έλεγε τα πάντα σε λίγες γραμμές.