Μια από τις πιο καταξιωμένες ζωγράφους της εποχής μας με διεθνή καριέρα ήταν η Ρεθεμνιώτισσα Λιλή Στεφανάκη Αντωνιάδου. Μια γυναίκα ξεχωριστή που με το χρωστήρα της τίμησε τον τόπο της.
Από τα πιο τρυφερά της χρόνια φαινόταν να έχει αφιερωθεί στην τέχνη. Ακόμα και οι καθηγητές της στο σχολείο είχαν αντιληφθεί το ξεχωριστό ταλέντο της και έτσι μπορούσαν να συγχωρήσουν την αφηρημάδα στο μάθημα όταν ξεχνιόταν σκιτσάροντας.
Δεν ήταν από την αρχή τόσο επιεικείς. Η αφορμή δόθηκε μια μέρα που σε ώρα αυστηρής καθηγήτριας, που διακρινόταν όμως για την ευρυμάθεια και την υψηλή της αισθητική, η Λιλή είχε και πάλι ξεχαστεί. Θύμωσε η κυρία από την αταξία της μαθήτριας, που ήταν κατά τ’ άλλα ένα τρυφερό και φιλότιμο πλάσμα, γεμάτο ευγένεια και μια συστολή που της πρόσθετε χάρη. Πλησίασε αποφασισμένη να την τιμωρήσει, για να μην επαναλάβει την αταξία της. Κι όταν είδε τι σκιτσάριζε η Λιλή, απορροφημένη ακόμα στο θέμα της, τα έχασε. Έβλεπε το πορτραίτο της, σ’ ένα πραγματικά έργο τέχνης. Έμεινε άφωνη. Αν τώρα η μαθήτριά της ζωγράφιζε έτσι τι θα γινόταν αργότερα;
Αυτό φάνηκε όταν ήρθε η μεγάλη στιγμή να εκπληρωθεί το όνειρο της Λιλής και να φθάσει στην πόρτα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γιατί ευτύχησε να ανατραφεί σε μια οικογένεια που λάτρευε τις παραδόσεις της πόλης στα Γράμματα, παρά το γεγονός ότι η σκληρή βιοπάλη δεν επέτρεπε ιδιαίτερη ενασχόληση. Κι όμως φυτώριο επιστημόνων και επιφανών ανθρώπων αποδείχτηκε τελικά η οικογένεια Στεφανάκη.
Όταν η Λιλή παρουσιάστηκε με άλλους υποψηφίους διεκδικώντας μια θέση στο όνειρο δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσει. Αμέσως οι καθηγητές ανακάλυψαν το ταλέντο της και χωρίς προκαταρκτικές εξετάσεις την έκαναν δεκτή στα εργαστήρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Κι είχε τη μεγάλη τύχη να είναι καθηγητές της ο Γιάννης Μόραλης και ο Γ. Μαυροϊδής, ενώ ψηφιδωτό δίδασκε η Έλλη Βοίλα.
Φύση ανήσυχη η Λιλή δεν επαναπαύθηκε στις πρώτες επιτυχίες της. Είχε μια διαρκή αγωνία για καλλιτεχνική αναζήτηση, έψαχνε νέα μονοπάτια καλλιτεχνικής έκφρασης και δεν άργησε να εκπληρώσει ένα ακόμα όνειρό της ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες. Εκεί μελέτησε από κοντά κουλτούρα και τεχνικές, έτσι ώστε να αποκτήσει άποψη για κάθε σχολή και τεχνοτροπία. Στα δύο χρόνια που έμεινε στο εξωτερικό είχε επίσης την ευκαιρία να επισκεφθεί τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης, μελετώντας τα έργα των μεγάλων ζωγράφων.
Και πάνω στις εμπειρίες αυτές να καταθέσει τη δική της πρόταση. Γιατί είχε φτάσει ωριμάζοντας καλλιτεχνικά σε τόσο υψηλό επίπεδο που είχε αναγνωριστεί στο μεταξύ από τους διάφορους κύκλους σχετικούς με την τέχνη και την είχε καταξιώσει διεθνώς.
Αξιαγάπητος άνθρωπος
Ήταν όμως και αξιαγάπητη σαν άνθρωπος η Λιλή Στεφανάκη. Όταν μιλούσες για τη δουλειά της κοκκίνιζε σαν κοριτσάκι. Ήταν τόσο σεμνή και αφάνταστα χαμηλών τόνων. Σε κοιτούσε και είχε μια ματιά τόσο ξεκάθαρη, τόσο άδολη κι αγνή. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν πίκρανε, ποτέ δεν άφησε να γίνεται ευρύτερα γνωστή κάθε της επιτυχία κι ας έπαιρνε μέρος σε τόσες διεθνείς εκθέσεις.
Εδώ όμως στάθηκα τυχερή. Ευτύχησα να βρω άμεσα την καλύτερη πηγή πληροφόρησης, όταν κυνηγούσα την είδηση, στη στερημένη από θέματα επικαιρότητα της εποχής. Ήταν ο αδελφός της ο Βαγγέλης Στεφανάκης, γνωστός παράγοντας του πολιτισμού, στον οποίο η πόλη οφείλει αρκετές μεγάλες πολιτιστικές δράσεις. Καμάρωνε για την αδελφή του κι όπως μου μετέφερε τα νέα για να χαρώ, επειδή πραγματικά είχα ξεχωρίσει αυτή τη γυναίκα και την εκτιμούσα ιδιαίτερα, είχα πάντα ζωντανό ρεπορτάζ.
Η Λιλή Στεφανάκη στα έργα της καλλιεργούσε θέματα σουρεαλιστικού, συμβολικού χαρακτήρα, με βάση ένα τύπο εξπρεσιονιστικού υπαιθρισμού. Ήταν μία ζωγράφος που κατόρθωσε να δώσει τις προσωπικές τις εμπειρίες κρατώντας ατόφια την πρώτη τους αίσθηση.
Στα έργα της κυριαρχούσε το φως και το χρώμα. Κάποτε τη ρώτησα πως μπορούσε να δημιουργεί τόσο σπάνιες χρωματικές συνθέσεις.
– Μελετώ τη φύση μου είπε απλά. Εκεί βλέπω τα χρώματα, εκεί ανακαλύπτω το φως και το μεταφέρω στο έργο μου.
Είχε πάντως έντονο και το αίσθημα του μέτρου. Μπορούσε να δώσει ποιητικό οίστρο στο χρωστήρα της, χωρίς να φθάνει στην υπερβολή. Σε κάθε της πίνακα κυριαρχούσε η ισορροπία σε άποψη, χρώματα, προοπτική. Κατάφερνε να συνδυάζει ψυχρά και θερμά χρώματα με μια μαστοριά που σε εντυπωσίαζε.
Είχε την ευκαιρία να πάρει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις και να διακριθεί. Κορυφαία ονόματα τεχνοκριτικών υπογράφουν τα εγκωμιαστικότερα σχόλια για τη δουλειά της όπου κι αν παρουσίασε έργα της.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα συναντάς σε άπειρες κρατικές και ιδιωτικές συλλογές, ενώ πολλά από αυτά επιλέχτηκαν από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών για να εκπροσωπήσουν τη χώρα μας σε μεγάλα εικαστικά γεγονότα στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα στη Ρώμη.
Παρ’ όλα αυτά εκείνη παρέμενε απλή, φιλική, εγκάρδια, αιώνια ερωτευμένη με το Ρέθυμνο, που δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει.
Αν κι έχουν περάσει χρόνια από το θάνατό της, κανένας μας από όσους την γνώριζαν δεν θέλει να το παραδεχτεί.
Ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2011, ο ιστορικός σύλλογος Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι» οργάνωσε μια αναδρομική έκθεση στην Πινακοθήκη «Λευτέρη Κανακάκη» που άφησε εποχή.
Προσωπογραφίες, τοπία, έδιναν το Ρέθυμνο διαχρονικά σε ένα πλούτο από ελαιογραφίες και σκίτσα, που άλλα έδωσε το συγγενικό της περιβάλλον και άλλα παραχωρήθηκαν από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Η Λιλή Στεφανάκη, έφυγε από τη ζωή σεμνά και αθόρυβα όπως έζησε, λίγους μήνες μετά από το θάνατο του αγαπημένου της δασκάλου Ι. Μόραλη. Το έργο της αυστηρό, γοητευτικό και βαθιά ελληνικό, βρίσκεται σε απόλυτη ομολογία με το ήθος του ανθρώπου και το ύφος της ζωής της. Μας λείπει η όμορφη παρουσία της αλλά μας αποζημιώνουν τα έργα της, η ζωντανή παρακαταθήκη της, που μέσα από το εντελώς προσωπικό της ύφος, έγινε αφορμή για να εκφραστούν με θαυμασμό επιφανείς τεχνοκριτικοί: Μανόλης Βλάχος, Στέλιος Λυδάκης, Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Αθηνά Σχινά, Μαρία Μαραγκού και τόσοι άλλοι.
Είναι περίεργο λοιπόν πως κάποιοι άνθρωποι ζουν μέσα σου όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από την αναχώρησή τους.
Έτσι κάθε που θα δω ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα ή ένα τοπίο γεμάτο χρώμα και φως, νομίζω πως πλάι θα φανεί η Λιλή με το χρωστήρα, αιωνίως, στο χέρι να μου λέει με το γνωστό της και τόσο γοητευτικό χαμόγελο.
– Δεν έχω δίκιο που θέλω να είμαι τόσο κοντά στη φύση και να τη μελετώ; Είδες πουθενά αλλού τόσο φως; Είχα δει ωστόσο στο τόσο αγνό της βλέμμα, όταν την κοίταζα. Αλλά δεν της το είπα ποτέ…
Σοφία Ηλιάκη
Ήταν η προσωποποίηση της δημιουργίας, της κομψότητας και της χαράς της ζωής η Σοφία Ηλιάκη.
Ο καλός συνάδελφος Μανούσος Κλάδος που από παιδί τη θαύμαζε και την είχε πρότυπο παράδοσης και έκφρασης λαϊκού πολιτισμού την αποκαλούσε στα γραπτά του Αρχόντισσα της Παράδοσης. Και κανένας δεν βρέθηκε να του χρεώσει υπερβολή.
Η Σοφία Ηλιάκη-Παπαδάκη, το γένος Κλειδή, γεννήθηκε το 1927 στο χωριό Αγκουσελιανά Αγίου Βασιλείου. Ο πατέρας της ήταν ο Γεώργιος Παπαδάκης, γιος ιερέα, εθελοντής στο Μακεδονικό Αγώνα, συμπολεμιστής του Καπετάνιου Στυλιανού Κλειδή που θυσιάστηκε στο βωμό της ελευθερίας της Ελλάδος από τον Τουρκικό ζυγό. Η μητέρα της, καταγόταν από την οικογένεια των «Κλειδήδων», είχε δέκα αδέλφια που τραγουδούσαν και χόρευαν.
Τα πέντε από αυτά γνώριζαν και έπαιζαν Κρητικά παραδοσιακά όργανα, λύρα, λαούτο και μαντολίνο. Η μητέρα της έραβε τα κουστούμια της Κρητικής Σχολής Χωροφυλακής και η θεία της Μαρία Κλειδή έραβε κρητικές φορεσιές. Τα βιώματα αυτά ήταν καθοριστικά για την «Αρχόντισσα» της Κρητικής Παράδοσης.
Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, φοίτησε στα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών της Ανθούλας Χαρτουλάρη στην Αθήνα, όπου αρίστευσε ανάμεσα σε 500 σπουδάστριες. Η βράβευσή της κοινοποιήθηκε στα τότε μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να της προταθεί η διεύθυνση της Σχολής Ελευθέρων Σπουδών της Άντρου. Οι γονείς της Σοφίας ήθελαν να παραμείνει η θυγατέρα τους στην Κρήτη και έτσι ίδρυσε το 1949 στο Ρέθυμνο τα πρώτα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών που λειτούργησαν στην Παλιά Πόλη Ρεθύμνου, στο παλαιότερο κτίριο της τότε Σχολής Χωροφυλακής, απέναντι από το ναό της Μικρής Παναγίας. Αρχικά φοίτησαν διακόσια πενήντα μαθήτριες, από τις οποίες οι 45 ήταν οικότροφες. Προέρχονταν από πολλά χωριά του νομού Ρεθύμνης και έμεναν στο διπλανό κτίριο των Εργαστηρίων. Η κυρία Σοφία ως διευθύντρια είχε όλη την ευθύνη τόσο για τη μόρφωσή τους όσο και για τη διαμονή και διατροφή τους. Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των οικότροφων κοριτσιών έφτασε τις 650. Διδάσκονταν κέντημα, κοπτική, ραπτική, οικοκυρικά, χορό και τραγούδι.
Το 1951, η Σοφία παντρεύτηκε τον Ευάγγελο Ηλιάκη του Κωνσταντίνου, εγγονό του καπετάνιου Σταυριανού Μπίρη, οπλαρχηγού και διοικητή Χωροφυλακής της επαρχίας Σφακίων και αρχηγού της μάχης του Ατσιπόπουλου κατά την επανάσταση της Θερίσσου, ακολούθου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Σοφία και ο Ευάγγελος απέκτησαν τρία παιδιά τη Μαίρη, τη Γεωργία (Αρχιτέκτονες) και τον Κωνσταντίνο Ηλιάκη (αντιδήμαρχο Ρεθύμνης και Αρχιτέκτονα).
Τα εργαστήρια ελευθέρων σπουδών επεκτάθηκαν σε όλο το νομό Ρεθύμνου. Ιδρύθηκαν τέσσερα παραρτήματα με έδρες το Σπήλι, το Βυζάρι, το Πέραμα και την Επισκοπή. Με προτροπή της ίδιας και παρέμβαση του τότε δημάρχου Ρεθύμνης Ευαγγέλου Δασκαλάκη προς το υπουργείο Δικαιοσύνης, τα Εργαστήρια μετετράπηκαν σε Δημόσιο Σχολείο, με την επωνυμία Κέντρο Εργαζομένου Κοριτσιού, όπου μπορούσαν να φοιτήσουν όλες οι άπορες κοπέλες. Στο Κέντρο η Σοφία Ηλιάκη δίδασκε κυρίως ραφή κρητικών παραδοσιακών φορεσιών και χορό.
Οι ηγετικές ικανότητές της, το πάθος της για την παράδοση και η δεξιοτεχνία της στην κατασκευή κρητικών στολών, την οδήγησαν στη συμμετοχή σε πολιτιστικούς – λαογραφικούς ομίλους του Ρεθύμνου, όπως η Ιστορική Λαογραφική Εταιρία με κορυφαία στιγμή την ίδρυση του Λαογραφικού Μουσικοχορευτικού Συλλόγου «Το Αρκάδι» Ρεθύμνου στις 8 Νοεμβρίου 1976 ανήμερα της επετείου της ηρωικής αυτοθυσίας των οπλαρχηγών, μοναχών, γυναικοπαιδών και πλήθος πιστών που ανατινάχτηκαν ζωντανοί στην Ιερά Μονή Αρκαδίου γράφοντας την συγκλονιστικότερη εθελοθυσία που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Από όσα γράφτηκαν για τη Σοφία Ηλιάκη, μόλις το Ρέθυμνο πληροφορήθηκε το θάνατό της ήταν ο παρακάτω επίλογος δημοσιεύματος στην εφημερίδα «Ρέθεμνος».
«Η εμμονή της στην εκπλήρωση του καθήκοντος για την προβολή και διάδοση της Κρητικής παράδοσης την οδήγησε στο τελευταίο ταξίδι στην Ιορδανία, στο διεθνές φεστιβάλ χορού και μουσικής. Παρόλο που δεν είχε πια πολλές δυνάμεις κι αντοχές όπως παλιά, εντούτοις φρόντισε να ετοιμάσει για την αποστολή καινούριες στολές και ακολούθησε το συγκρότημά της, τα παιδιά της, τους χορευτές της, όπως πάντα, στο ταξίδι τους. Σε εκείνο το ταξίδι «Το Αρκάδι» πήρε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε πολλές άλλες χώρες.
Μετά από την επιτυχία αυτή, η Σοφία Ηλιάκη πραγματοποίησε μία ακόμα επιθυμία της και επισκέφθηκε τον Ιορδάνη Ποταμό.
Μετά το «βάπτισμά» της στα νερά του Ιορδάνη, γύρισε ήρεμη στο λεωφορείο και κάθισε δίπλα στον γιο της. «Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχη» του είπε, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και άφησε την τελευταία της πνοή…
Αθηνά Ψύρρη
Από μεγάλη γνωστή οικογένεια του Ρεθύμνου καταγόταν μια ακόμα ζωγράφος του τόπου μας η Αθηνά Ψύρρη.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1917. Μαθήτεψε κοντά στους καθηγητές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Α. Γεωργιάδη και Κ. Ηλιάδη.
Στο έργο της καλλιέργησε αρχικά έναν τύπο αφαιρετικού εξπρεσιονισμού, που την οδήγησε αργότερα σε μια τοπιογραφία των ελληνικών νησιών. Συγκρατούσε την οριζόντια που σχηματίζουν ιδωμένα από την πλευρά της θάλασσας και με απλές χρωματικές συσχετίσεις απέδιδε τον ιδιόμορφο χαρακτήρα τους. Συνήθιζε να μας λέει ότι την είχε επηρεάσει σημαντικά στην τεχνική της ο Παρθένης, τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα.
Η Αθηνά Ψύρρη πήρε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό από το 1962 μέχρι το τέλος της ζωής της. Συμμετείχε επίσης σε πολλές πανελλήνιες εκθέσεις που οργάνωσε το υπουργείο Πολιτισμού και επιστημών στο Ζάππειο, το 1969, το 1971, το 1973 και το 1975.
Στο εξωτερικό συμμετείχε στην ομαδική έκθεση Γυναικών Ελληνίδων Ζωγράφων στη γκαλερί Pol. Petrides στο Παρίσι, στην concurs de la palme d’ or des Beaux Arts στο Μόντε Κάρλο, στην ομαδική Union des Femmes Painters και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού το 1973.
Παρουσίασε επίσης έργα της σε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και στην Κρήτη.
Διετέλεσε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και μέλος της Unions des femmes painters.
Έλαβε πολλές διακρίσεις από το τότε υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης (Γενική Διεύθυνση Πολιτιστικών Υποθέσεων) για επιβράβευση των καλλιτεχνικών της προσπαθειών και επιτεύξεων, από την concurs de la palme d’ or des Beaux Arts του Μόντε Κάρλο, από το Δήμο Αθηναίων δίπλωμα με μετάλλιο για την πλούσια εθελοντική της δράση στον τομέα ανθρωπιστικής και κοινωνικής προσπάθειας. Από τον σύλλογο Πνευματικής Ανάπτυξης Ελληνίδων και από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών δίπλωμα «τιμής ένεκεν» για επιβράβευση των προσπαθειών και επιτεύξεών της.
Έργα της βρίσκονται στο υπουργείο Προεδρίας, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στην Πινακοθήκη της Εθνικής Τράπεζας, στο Δήμο Ρεθύμνης, στη Νομαρχία, στο Μουσείο της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…