Eκτός από τις γυναίκες που τίμησαν τη γενέτειρα τους το Ρέθυμνο στους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και της κοινωνικής προσφοράς έχουμε και τις Ρεθεμνιώτισσες του θρύλου και της ιστορίας. Μορφές που προκάλεσαν αρκετές συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των ειδικών για την πραγματική τους υπόσταση.
Εμείς τις αναφέρουμε επειδή αποτελούν πρόσωπα που η ζωή τους δεν παύει να είναι συναρπαστική όπως τα μυθιστορήματα.
Η Ευμενία Βεργίτση για παράδειγμα. Πριν από τις επιστημονικές μελέτες του Μανούσου Μανούσακα και το εξαιρετικό βιβλίο του Ορέστη Μανούσου, είχα συγκλονιστεί από τις περιγραφές του περίφημου Νίκου Σταυρινίδη που μας είχε δώσει ένα υπέροχο βιβλίο για τη θρυλική Γκιουλνούς.
Αυτή μετά από περιπέτειες μετά την αρπαγή της μέσα από απίστευτες συγκυρίες και περιπέτειες, κατέληξε να γίνει γυναίκα του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’. Τα δυο παιδιά της, Μουσταφάς Β’ και Αχμέτ Γ’, έγιναν Σουλτάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η ίδια κυριάρχησε και επηρέασε τα πράγματα ως Βαλιδέ Σουλτάνα (δηλαδή «Σουλτανομήτωρ»). Η πορεία της ηρωίδας ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία, αφού η μικρή Ευμενία από σκλάβα κατάφερε να αναδειχτεί σε Σουλτάνα. Και όπως μας διδάσκουν οι ιστορικές πηγές η απόκτηση αυτού του τίτλου δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση και μάλιστα στα χαρέμια όπου οι ραδιουργίες σε βάρος κοριτσιών που είχαν μέλλον να γίνουν ευνοούμενες του Σουλτάνου ήταν τρόπος ζωής.
Μπορεί το γεγονός να είναι ιστορικό αλλά οι μετέπειτα λεπτομέρειες αγγίζουν τις παρυφές του θρύλου κι έχουν κατά καιρούς προκαλέσει «πονοκέφαλο» στους ειδικούς για να ξεκαθαρίσουν το γεγονός από το μύθο. Η κρητική καταγωγή της ενδιέφερε πάντα την ιστορική έρευνα και τα τραγούδια που της αφιέρωσε η λαϊκή μούσα.
Η Ευμενία θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1643, αφού μαρτυρείται πως το 1715, τη χρονιά που πέθανε, ήταν 72 περίπου χρονών. Αυτό άλλωστε συμβιβάζεται και με τη μαρτυρία πως από το Μεχμέτ Δ’, που είναι γνωστό πως γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1641, ήταν λίγο μικρότερη στην ηλικία.
Η Ευμενία Βεργίτση πρέπει να ήταν νήπιο τριών ή τεσσάρων μόλις χρόνων όταν την άρπαξαν οι Τούρκοι. Πως είχε πατρίδα το Ρέθεμνος και πως σκλαβώθηκε τότε, στην άλωσή του, αυτό το μαρτυρούν πολλοί Ευρωπαίοι σύγχρονοι με την κατοπινή ακμή. Στο διάστημα των δεκαεφτά χρόνων που πέρασε ή μικρή Ρεθεμνιώτισσα σκλάβα κλεισμένη μέσα στο χαρέμι ίσαμε να φτάσει στην ηλικία των είκοσι χρονών (1646-1663), δεν έχομε γι’ αυτήν καμιά μαρτυρία, πράμα άλλωστε φυσικό. Θα ανατράφηκε πάντως – καθώς και όλες οι άλλες σκλάβες του σουλτανικού χαρεμιού που τις έπαιρναν από πολύ μικρά παιδιά – σύμφωνα με την καθιερωμένη εθιμοτυπία και τη μουσουλμανική θρησκεία. Εκεί, μέσα στο χαρέμι, πήρε βέβαια και το όνομα Rebia Gulnus που σημαίνει «εκείνη πού πίνει τη δροσιά από τα ανοιξιάτικα ρόδα». «Όταν ο Μεχμέτ Δ’ ενηλικιώθηκε, ή Gulnus είχε την τύχη, ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες σκλάβες του χαρεμιού, να γίνει η πρώτη ευνοούμενη του (Hasseki) και την ακόμη μεγαλύτερη τύχη να του φέρει στον κόσμο τον πρωτότοκο γιο του, το διάδοχο Μουσταφά, στις 2 Ιουνίου 1664, γεγονός που πανηγυρίστηκε στην πρωτεύουσα την Άδριανούπολη με επταήμερη φωταψία. Από τότε το άστρο της Gulnus άρχισε να μεσουρανεί. Με την εξαιρετική ομορφιά της, για την οποία μας μιλούν οι σύγχρονες πηγές και τη μεγάλη της επιτηδειότητα κατάφερε να διατηρήσει την εύνοια και την αγάπη του Μεχμέτ Δ’ σ’ όλο το υπόλοιπο μακρύ διάστημα της βασιλείας του (1664-1687), δηλαδή εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια. Τον συνόδευε παντού, και έξω από την πρωτεύουσα, ακόμη και στις πολεμικές εκστρατείες. H επιρροή της αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτοπίσει σιγά – σιγά και την ίδια την πανίσχυρη Βαλιδέ Tarchan. Με θαυμαστή εφευρετικότητα κατάφερνε κάθε φορά να εξουδετερώνει κάθε επικίνδυνη αντίζηλό της, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, αθώα ή και εγκληματικά ακόμη. Τον Ιανουάριο του, 1673 γέννησε και το δεύτερο γιό του σουλτάνου, γεγονός που της χάρισε τον επίζηλο τίτλο αργότερα.
H Kαλλίτσα από του Αποδούλου
Τυχερή μέσα στην ατυχία της η Καλλίτσα από του Αποδούλου, βρέθηκε στα 11 χρόνια της στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας.
Η Καλλίτσα τραβούσε όλα τα βλέμματα γιατί εκτός από ομορφιά, διέθετε και μια έμφυτη αρχοντιά. Αυτά τα στοιχεία της γοητείας της έκαναν τον Άγγλο αρχαιολόγο να την αγοράσει και να της φερθεί σαν πατέρας.
Έχουμε αρκετές πηγές που αναφέρονται στη σημαντική αυτή γυναικεία μορφή. Ο Νίκος Τυροκομάκης και ο Γιώργης Ψαρουδάκης, πρώην πρόεδρος της κοινότητας Αποδούλου έκαναν πρώτοι γνωστοί την Καλλίτσα αλλά ο Κριτόλαος Ψαρουδάκης με το βιβλίο του «Καλλίτσα η σκλάβα που έγινε Λαίδη», αναφέρεται με πλήθος στοιχείων στην κοπέλα αυτή. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1988 παραμένει από τις πιο έγκριτες πηγές, συνδυάζοντας τα ιστορικά στοιχεία με θαυμάσιο λογοτεχνικό ύφος.
Από τις πιο μεστές αναφορές στο διαδίκτυο ξεχωρίσαμε αυτή του Γιώργου Ζαφειρόπουλου, που διανθίζεται και με ωραίες φωτογραφίες.
Από όλες αυτές τις πηγές σταχυολογούμε αποσπάσματα χαρακτηριστικά για να θυμηθούμε τα γεγονότα.
Ήταν το 1823 όταν για μια ακόμα φορά Νιζάμηδες πέρασαν από το Αποδούλου. Σκηνές πανικού άρχισαν να διαδραματίζονται σε κάθε σπίτι.
Αφού οι άντρες βόλεψαν σε κρυψώνες τα γυναικόπαιδα, οι ίδιοι αρματώθηκαν και ανέβηκαν στην πλαγιά του βουνού πάνω από το χωριό, για να κρατούν οπτική επαφή με τον εχθρό και να επιχειρήσουν απελπισμένη επέμβαση αν χρειαστεί.
Μεταξύ των χωρικών ήταν και ο Αλέξανδρος Ψαράκης, που πήρε τη γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά του, μαζί και τρία ακόμα ορφανά του χωριού που τα προστάτευε, και τους έκρυψε σε μια καλύβα από δεματές στου «Βλαστού τον κάμπο», αρκετά μακριά από τον δρόμο που θα περνούσε ο κύριος όγκος των Τούρκων. Ξόρκισε, μάλιστα, τη γυναίκα του Αγγελικώ να επιβάλλει νεκρική σιγή στην καλύβα και να μην αφήσει κανένα παιδί να ξεμυτίσει απ’ αυτή. Ζήτησε επίσης από τα μεγαλύτερα παιδιά του, τον 13χρονο Γιωργή, την 11χρονη Καλλίτσα και τον 8χρονο Γιάννη, να κρατούν πάντα αγκαλιά τον 3χρονο Σταυρουλιώ, για να μην μπήξει για οποιονδήποτε λόγο τα κλάματα και προδοθούν.
Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας οι Τούρκοι πέρασαν μέσα από το Αποδούλου, όπου βρήκαν μόνο τρεις γέροντες που αρνήθηκαν να κρυφτούν και μια ανάπηρη γυναίκα, τους οποίους αποκεφάλισαν επιτόπου. Αφού λεηλάτησαν και έκαψαν το χωριό, κατευθύνθηκαν προς το Τυμπάκι, όπου ήταν στρατοπεδευμένη η κύρια τουρκική δύναμη. Δύο νηζάμηδες είχαν ξεμακρύνει από τον κύριο όγκο των υπολοίπων στρατιωτών, ψάχνοντας απίδια και φωλιές πουλιών με αυγά.
Όταν κατά σύμπτωση πέρασαν από του «Βλαστού τον κάμπο», είδαν το καμουφλαρισμένο καλύβι και κοίταξαν μήπως κρύβεται κανείς μέσα. Ανοίγοντας την πόρτα είδαν το έκπληκτο και κατατρομαγμένο τσούρμο των παιδιών με την Αγγελικώ και τους συνέλαβαν όλους, με σκοπό να τους πουλήσουν σε εμπόρους σκλάβων. Μόνο το μεγαλύτερο αγόρι από τα ορφανά γλίτωσε, όταν με μια ξαφνική κίνηση το έβαλε στα πόδια και ροβόλησε μακριά.
Οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν στη σειρά τα ανθρώπινα λάφυρά τους με σκοπό να τα οδηγήσουν στο μεγάλο στρατόπεδο του Τυμπακίου. Στον δρόμο άφησαν ελεύθερη την Αγγελικώ με το νήπιο, μάλλον επειδή έκριναν ότι δεν έχουν εμπορική αξία.
Η Καλλίτσα αρχικά μεταφέρθηκε στα Χανιά και μετά την έβαλαν σε πλοίο που τη μετέφερε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί την αγόρασε, μαζί με άλλες Κρητικοπούλες, ένας Άγγλος καθηγητής που συμμετείχε σε αρχαιολογική αποστολή στην Αίγυπτο και τη μετέφερε στο Λονδίνο για να τη χρησιμοποιήσει ως οικιακή βοηθό. Την έβαλε μάλιστα σε σχολείο να μάθει γράμματα και να μιλάει αγγλικά.
Η Καλλίτσα ξεχώρισε αμέσως από την εξυπνάδα και την ωραία εμφάνισή της και κέρδισε τις καρδιές των Άγγλων αφεντικών της. Εκεί, στο καινούργιο περιβάλλον, γνώρισε μετά από λίγα χρόνια τον αξιωματικό του αγγλικού πολεμικού ναυτικού Ρόμπερτ Χέι, που ήταν γιος του ναυάρχου του αγγλικού στόλου Τζων Χέι. Μεταξύ των δύο νέων αναπτύχθηκε έλξη, η οποία δεν άργησε να εξελιχθεί σε σχέση που οδήγησε σε γάμο. Κάπως έτσι, η Καλλίτσα από το Αποδούλου του Αμαρίου βρέθηκε να ζει στο Λονδίνο, στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος κάποια στιγμή διαδέχτηκε τον πατέρα του στην ηγεσία του αγγλικού στόλου.
Επιστροφή στη γενέτειρα
Το 1843, σε ένα ταξίδι του αγγλικού στόλου σε λιμάνια της Μεσογείου, ο ναύαρχος σύζυγος της Καλλίτσας την πήρε μαζί του στη ναυαρχίδα. Μεταξύ των λιμανιών που επισκέφτηκε ο στόλος ήταν και το λιμάνι της Σούδας στην Κρήτη, όπου ο ναύαρχος συνάντησε τον Τούρκο πασά. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης τού ανέφερε πως η γυναίκα του είναι Κρητικιά και έχει από μικρή χάσει τον πατέρα της, τον οποίο θέλει να συναντήσει. Ο πασάς προθυμοποιήθηκε αμέσως να φέρει τον πατέρα της Καλλίτσας στα Χανιά και έστειλε ανθρώπους του να τον αναζητήσουν.
Μόλις οι απεσταλμένοι του πασά εντόπισαν στο Αποδούλου τον πατέρα της Καλλίτσας, αυτός τρομοκρατήθηκε, επειδή είχε σκοτώσει δυο Τούρκους και νόμισε ότι το έμαθαν και πήγαν να τον συλλάβουν. Η συμπεριφορά τους, όμως, δεν είχε τραχύτητα και μη μπορώντας να αρνηθεί, τους ακολούθησε. Μόλις τον παρουσίασαν μπροστά στον πασά, και παρούσης της Καλλίτσας, εκείνος τον ρώτησε: «Τούτη δω την ξέρεις; Έχεις καμιά κόρη χαμένη;». «Όχι, εγώ δεν έχω κοπελιά», απάντησε ο ακόμα τρομαγμένος Αλεξανδρής.
Μετά από λίγο, όμως, βρήκε το κουράγιο να στραφεί στην Καλλίτσα και να την ρωτήσει: «Αν όπως λες είσαι κόρη μου, πες μου πώς είναι το σπίτι μας στο χωριό». Τότε η Καλλίτσα, που δεν είχε ξεχάσει καθόλου τον τόπο και τη γλώσσα της, του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το σπίτι και αναφέρθηκε ακόμα και σε μια χαρουπιά που είχαν στην αυλή. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν συγκινητικές, καθώς ο πατέρας και η κόρη αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν πολύ από χαρά.
Μετά τη συνάντηση η Καλλίτσα δεν προλάβαινε να πάει στο χωριό της, επειδή ο στόλος έπρεπε να αναχωρήσει, αλλά υποσχέθηκε στον πατέρα της: «Θα γυρίσω πάλι πατέρα στην Κρήτη και θα έρθω στο χωριό να δω τη μάνα και τον αδελφό μου, που τόσο πολύ μου λείπουν και τους αγαπώ». Πράγματι, το 1844 ξαναβρέθηκε με τον αγγλικό στόλο στην Κρήτη ο ναύαρχος γαμπρός του Αλεξανδρή, μόνος αυτή τη φορά χωρίς την Καλλίτσα, και βρήκε χρόνο να πάει στο Αποδούλου. Του άρεσε, μάλιστα, τόσο πολύ η περιοχή και το κλίμα, που έδωσε εντολή να χτιστεί ένας αριστοκρατικός πύργος στο χωριό, για να έρχεται με την οικογένειά του και να κάνει διακοπές.
Ο Πύργος αυτός αργότερα αποτέλεσε άντρο αγωνιστών επειδή, λόγω Αγγλίας δεν σίμωναν οι Τούρκοι.
Η Καλλιτσα βρέθηκε στο χωριό της επιτέλους και φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στους χωριανούς της. Το επισκέφθηκε αρκετές φορές.
Η παπαδιά της Σκεπαστής
Από τους πιο εντυπωσιακούς είναι ο θρύλος της παπαδιάς της Σκεπαστής. Σύμφωνα με τον Στ. Σπανάκη:
«Κάποτε οι κουρσάροι σκλάβωσαν μαζί με άλλες κοπέλες και την όμορφη παπαδιά του χωριού, και την πούλησαν σ’ έναν αγά στη Σμύρνη.
Ο παπάς, ψάχνοντας να τη βρει ζητιανεύοντας, πήγε στη Σμύρνη και κτύπησε και την πόρτα του αγά. Η παπαδιά τον γνώρισε. Πήρε ένα μεγάλο ψωμί, το έσχ-σε και το γέμισε φλουριά. Ανάμεσά τους έβαλε ένα σημείωμα που έγραφε:
Όντε θα πας στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη
χτίσ’ εκκλησά διμάρτυρη για με την κολασμένη.
Όταν άνοιξε ο παπάς το ψωμί και είδε τη γραφή και τα φλουριά, κατάλαβε και ξαναπήγε στο σπίτι τον μπέη. Δεν κατόρθωσε όμως να ξαναδεί την παπαδιά κι έφυγε.
Ο μπέης, βλέποντας μια μέρα την παπαδιά να αναστενάζει τη ρώτησε τι έχει. Εκείνη του απάντησε:
Σήμερα είναι του Σταυρού, ταχιά τ’ αγιού Νικήτα
που γίνεται στο σπίτι μου μεγάλο πανηγύρι.
Ο Τούρκος απάντησε στο μοιρολόι της παπαδιάς:
Αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Άι Νικήτας
θε να βρεθείς στο σπίτι σου μ’ ό,τι βαστάς στο χέρι.
Κρατούσε ένα χρυσό λεγένι και του έγερνε να πλυθεί. Αμέσως χάθηκε από μπροστά του η παπαδιά. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως την απελευθέρωσε και γύρισε στη Σκεπαστή.
Το θέμα ενέπνευσε τον Κωστή Βενιανάκη που έγραψε ένα εξαιρετικό ποίημα ασύγκριτο σε αρτιότητα στίχου και ντοπιολαλιάς, που αποτελεί κόσμημα για τα τοπικά γράμματα. Από τα αναγνώσματα που δεν χορταίνεις να απολαμβάνεις.
• Πηγές:
(Στ. Σπανάκη, «Πόλεις και Χωριά της Κρήτης», τόμος B’, σελ. 719-720.)
Μανούσος Μανούσακας Ρεθεμνιώτισσα Σουλτάνα Ευμενία Βεργίτση. Στις Ευρωπαϊκές Χαλκογραφίες και στα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια.
Εύας Λαδιά: Κριτόλαος Ψαρουδάκης.