Οι Τουρκοκρητικοί που δεν ήθελαν να αφήσουν το Ρέθυμνο
Ως και το 1925 ή και το 1926 οπότε ολοκληρώθηκε η φυγή των Τουρκοκρητικών, από την ελεύθερη πια Κρήτη, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του Ρεθύμνου, αριθμούσε μερικές χιλιάδες ψυχές που από τα τέλη του 1800 πια κατοικούσαν στην πόλη του Ρεθύμνου και στην περιαστική του περιοχή. Οι Μουσουλμάνοι λοιπόν του Ρεθύμνου ακόμη και στις αρχές του 1900 συνέχισαν να είναι αρκετοί, αν και τα τουρκικά στρατεύματα είχαν ήδη αποχωρήσει από το 1898.
Παρ’ όλο λοιπόν που οι Οθωμανοί στρατιώτες δεν ήταν πια παρόντες για να προστατεύουν τους εναπομείναντες Τουρκοκρητικούς, εκείνοι δίσταζαν να αποχωρήσουν, παρ’ όλες τις παραινέσεις της υψηλής πύλης. Εκείνοι που είχαν παραμείνει ανήκαν κυρίως στην ημιαστική τάξη και η ενασχόλησή τους ήταν με το εμπόριο, με τα συντεχνιακά επαγγέλματα (ράφτες, τσαγκάρηδες, χασάπηδες, χαρκιάδες, ξυλουργοί κ.ά.) καθώς και με τη σαπωνοποιεία και την επεξεργασία των δερμάτων, στα ταμπακαριά.
Η μόνη τους πατρίδα!
Αυτοί που είχαν παραμείνει είχαν προκόψει επαγγελματικά και κοινωνικά, είχαν δρομολογημένες τις οικογένειές τους και τα εισοδήματά τους και γι’ αυτό αρνούνταν να αποχωρήσουν, αν και οι εξελίξεις όπως δρομολογούνταν δεν ήταν ευνοϊκές γι’ αυτούς. Ένιωθαν πως αν έφευγαν θα ξεσπιτώνονταν από τον τόπο τους, που τον υπεραγαπούσαν γιατί αφενός ήταν τόσο όμορφος και τους άρεσε αλλά και αφετέρου γιατί ήταν ο τόπος όπου είχαν γεννηθεί οι προπαππούδες και οι προγιαγιές τους. Εξάλλου όλη η συγγενική τους ρίζα βρίσκονταν στην Κρήτη και γι’ αυτό ονοματίστηκαν ως Τουρκοκρητικοί, αφού όλοι τους προέρχονταν από Κρητικούς προγόνους που εξαναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν και να ασπασθούν τη μουσουλμανική θρησκεία. Επομένως δεν υπήρχε πουθενά στη Μεσόγειο περιοχή που να αποτελούσε γι’ αυτούς φιλικό τόπο και όπου δεν θα ένιωθαν παντελώς ξένοι.
Οι σκληροτράχηλοι αγάδες
Για καλή τους τύχη, στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου, πλην της Αμπαδιάς στο νότιο-ανατολικό Αμάρι, που βρισκόταν όμως πολύ μακριά για τα συγκοινωνιακά δεδομένα της τότε εποχής, δεν υπήρχαν σκληροτράχηλοι Αγάδες και Μπέηδες που ήταν πραγματική μάστιγα για τους Χριστιανούς. Τέτοιοι υπήρξαν ο Ιμπραήμ Αληδάκης Αγάς στον Αποκόρωνα, ο Χουσεϊν Αβνή Πασάς στην Αμπαδιά, ο Χουσεϊν Μπέης και ο Εμίν Βέργερης Αγάς στο Σέλινο, ο Αγριολίδης Πασάς στη Μεσσαρά και άλλοι. Όλοι αυτοί που οι περισσότεροι ή και όλοι τους προέρχονταν από τα τάγματα των Γενιτσάρων, εκμεταλλεύονταν με τον πιο στυγνό και βάρβαρο τρόπο τους συντοπίτες τους Χριστιανούς. Βιαιοπραγούσαν κατά των ίδιων και των οικογενειών τους και υποδαύλιζαν τα πάθη ανάμεσα στις δυο θρησκευτικές κοινότητες.
Ο κοινωνικός ιστός του Ρεθύμνου
Έτσι λοιπόν δεν αναπτύχθηκαν ισχυρά μίση που να μπορούσαν να υποκινούν αντεκδικήσεις μεταξύ Χριστιανών και μουσουλμάνων και γενικά επικρατούσε σχετική κοινωνική ηρεμία στην περιοχή, τουλάχιστον όταν το νησί δεν ευρίσκονταν σε επαναστατική περίοδο. Ο κοινωνικός ιστός της πόλης του Ρεθύμνου αλλά και της ευρύτερης περιοχής, τόσο προς τα ανατολικά προς τον Μυλοπόταμο, όσο και προς τα δυτικά διατηρούσε τη συνοχή του. Επίσης η επαρχία του Αγίου Βασιλείου, θεωρούμενη ως επέκταση της επαρχίας των Σφακίων, όπου ο οθωμανικός στρατός δεν είχε άνετη ή και καθόλου πρόσβαση, είχε περιορισμένη σχετικά μουσουλμανική παρουσία αφού εξ αιτίας της γειτνίασής του με τα Σφακιά οι κατοικούντες εκεί Μουσουλμάνοι δεν ένιωθαν αρκετά ασφαλείς. Αντιθέτως η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική στη νοτιοδυτική περιοχή του Αμαρίου, την Αμπαδιά, όπου υπήρχαν οι σκληροί Αμπαδιώτες Τούρκοι. Όπως είναι φανερό στην περιοχή αυτή επικρατούσε απόλυτος τρόμος στο χριστιανικό πληθυσμό και η κοινωνική συνοχή ήταν πολύ περιορισμένη.
Η διαφοροποίηση της σύνθεσης του πληθυσμού
Η σύνθεση του πληθυσμού του νομού, ως προς τις δύο κοινότητες τη χριστιανική και τη μουσουλμανική, διέφερε πολύ από περιοχή σε περιοχή. Σε αυτή τη διαπίστωση οδηγούμαστε αν εξετάσουμε τη σύνθεση των δημοτικών συμβουλίων των 20 δήμων που ήταν χωρισμένος ο νομός. Οι πρώτες εκλογές για δημάρχους και δημοτικά συμβούλια στην Κρήτη έγιναν το 1879 και επαναλήφθηκαν το 1881, το 1882 καθώς και τα επόμενα χρόνια μετά από σχετική απόφαση του Οθωμανού γενικού διοικητή της Κρήτης. Στις δημαρχιακές αυτές εκλογές, σε όλους τους επαρχιακούς δήμους, πάντα εκλέγονταν Χριστιανός δήμαρχος εκτός της πόλης του Ρεθύμνου, όπου εκλέγονταν Μουσουλμάνος εφόσον τη πλειοψηφία την είχαν οι Μουσουλμάνοι. Στους 11 από τους 19 περιφερειακούς δήμους εκλέγονταν και χριστιανοί και μουσουλμάνοι δημοτικοί σύμβουλοι, ενώ στους υπόλοιπους 8 τα δημοτικά συμβούλια ήταν αμιγή με μόνο χριστιανούς συμβούλους. Μουσουλμάνοι σύμβουλοι εκλέγονταν πλέον του δήμου Ρεθύμνου και στους δήμους, Αμνάτου, Πηγής, Χρωμοναστηρίου, Αυδανιτών, Μελιδονίου, Μαργαριτών, Ατσιπόπουλου, Ρουστίκων, Αργυρούπολης, Μέρωνα και Αποδούλου.
Αμιγή δημοτικά συμβούλια με Χριστιανούς μόνον συμβούλους εκλέγονταν στους δήμους, Ανωγείων, Γαράζου, Δαμάστας (Δαμάστα και Μάραθος ανήκαν τότε στην επαρχία Μυλοποτάμου), Μοναστηρακίου, Αγίου Πνεύματος (με έδρα τον Άρδακτο Αγ. Βασιλείου), Κοξαρές (και αργότερα Λάμπης με έδρα το Σπήλι), Μελάμπων και Φοίνικα (με έδρα τα Σελλιά).
Τα κρητικά μουσουλμανικά επίθετα
Ο μόνιμος μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης και του Ρεθύμνου, στη συντριπτική του πλειοψηφία είχε κρητικά επίθετα. Σε αυτό όμως που διέφεραν από τους Χριστιανούς ήταν στο κύριό τους όνομά τους, που ήταν οθωμανικό (όπως Αχμέτ, Αλής κ.ά.) για να δηλώνεται ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν σχετίζεται με Άγιο του χριστιανικού δόγματος και ακόμη να τονίζεται το ότι δεν είναι χριστιανός. Αμιγώς οθωμανικό ονοματεπώνυμο είχαν μόνο οι Οθωμανοί στρατιώτες και οι Οθωμανοί έποικοι που κατά καιρούς αποστέλλονταν για να ενισχυθεί η μουσουλμανική κοινότητα, όπως Βεγγάζιοι, Κούρδοι κ.ά. , στη συνολική σύνθεση του πληθυσμού. Ακόμη, οθωμανικό ονοματεπώνυμο είχαν και οι λοιποί Οθωμανοί αξιωματούχοι, όπως οι πασάδες, οι γενικοί διοικητές, οι Καδήδες και οι λοιποί που αποστέλλονταν από την Υψηλή Πύλη.
Οι Χριστιανοί Οθωμανοί διοικητές
Ωστόσο γενικοί διοικητές από το 1878 και μετά, στα πλαίσια της φιλελευθεροποίησης μετά από τις τρομακτικές πιέσεις των επαναστατημένων Κρητών, ορίζονταν Οθωμανοί που όμως ήταν Χριστιανοί στο θρήσκευμα, όπως ο Κωστάκης Αδοσίδης Πασάς, ο Ιωάννης Φωτιάδης Πασάς, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής Πασάς, ο Κωστάκης Ανθόπουλος Πασάς, ο Ιωάννης Σάββας Πασάς, o Νικολάκης Σαρντίσκι Πασάς και ο τελευταίος ο Γεώργιος Βέροβιτς Πασάς που και αυτός εγκατέλειψε το νησί το 1898.
Τα αμιγή μουσουλμανικά χωριά ερημώνουν
Από τα χρόνια αυτά, στα τέλη του 1800, όπου οι επαναστατημένοι Κρήτες είχαν ενδυναμώσει τους αγώνες τους, οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι επειδή εστενεύονταν στα χωριά της ενδοχώρας ή εγκατέλειπαν εντελώς το νησί ή μετανάστευαν στην πόλη του Ρεθύμνου και στις περιαστικές του περιοχές. Έτσι λοιπόν Μουσουλμάνοι στην ενδοχώρα είχαν μείνει ελάχιστοι και τα αμιγή μουσουλμανικά χωριά όπως ο Άρδαχτος, το Βαθιακό, η Σάτα και ο Ρίζικας στο Αμάρι, το Νταλαμπέλο και το Ρουσσουναύλι στον Μυλοπόταμο, τα Τσικαλαριά και το Ντιμπλοχώρι στον Άγιο Βασίλειο, ερήμωσαν και ήδη είχε αρχίσει η εγκατάσταση Χριστιανών σ’ αυτά. Οι ερημώσεις βέβαια αυτές των χωριών και οι αναγκαστικές αναχωρήσεις των Μουσουλμάνων σχετίζονταν και με τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, βάσει της κοινωνικής τους συμπεριφοράς απέναντι στους χριστιανούς κατά τα χρόνια των κρητικών επαναστάσεων.
Τα Αμπαδιώτικα χωριά
Στα χωριά της Αμπαδιάς του Ρεθύμνου και κυρίως στον Άρδαχτο και το Βαθιακό κατοικούσαν οι ονομαστοί για την εχθρότητά τους προς τους χριστιανούς, Αμπαδιώτες Οθωμανοί. Όταν ο χριστιανικός πληθυσμός τέλη του 1800 πήρε το πάνω χέρι αυτοί δεν μπορούσαν πια να παραμένουν εκεί. Κατ’ αρχήν δεν μπορούσαν πια να φέρονται με αυταρχικό τρόπο προς τους χωριανούς και τους κοντοχωριανούς τους Χριστιανούς και να τους εκμεταλλεύονται, όπως έως τότε συνέβαινε και αυτό φυσικά δεν τους βόλευε. Τους φαινόταν ξένο και μειωτικό προς αυτούς μπρός σε αυτά που είχαν συνηθίσει. Το σημαντικότερο όμως ήταν το ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν την αντιπαλότητα των Χριστιανών, οι οποίοι όπως ήταν φυσικό, όταν βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση, εξεδήλωναν την οργή τους απέναντι σ’ εκείνους που για πολλές-πολλές δεκαετίες βιαιοπραγούσαν στα κορμιά και τις ψυχές τους. Εάν εκείνοι οι Μουσουλμάνοι δεν έφευγαν οι Χριστιανοί, θα τους αφάνιζαν! Αυτές οι έντονες αντιθέσεις, στο Ρέθυμνο, υπήρξαν μόνο στην Αμπαδιά και ίσως σε κάποια ελάχιστα χωριά της υπόλοιπης ενδοχώρας.
Τα χωριά των σκληρών αντεκδικήσεων
Όμως σε άλλες περιοχές της Κρήτης, όπως στο Σέλινο και στον Αποκόρωνα στα Χανιά, μα πιο πολύ στις περιοχές της Μεσσαράς και του Μονοφατσίου στο Ηράκλειο αλλά και στο Μιραμπέλο και στη Σητεία στο Λασίθι, οι αντεκδικήσεις των Χριστιανών για όλες τις βαρβαρότητες που είχαν υποστεί για πολλές δεκαετίες ήταν πολύ σκληρές. Ιστορικές πηγές αναφέρουν στις περιοχές αυτές για εκατοντάδες σφαγές Μουσουλμάνων και για δεκάδες καμένα χωριά με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό. Οι συμπεριφορές αυτές των Χριστιανών ήταν το αποτέλεσμα της αγριότητας που είχαν εισπράξει και αυτοί και οι πρόγονοί τους από εκείνους που σφετερίστηκαν τη γη τους και που ατίμαζαν τις οικογένειές τους.
Οι μεταναστεύσεις των Μουσουλμάνων
Τέλη του 1800 η οθωμανική κυριαρχία τερματίζεται και το νησί περνάει στο καθεστώς της αυτονομίας με τον Πρίγκηπα Αρμοστή. Οι μεταναστεύσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού και μάλιστα των προυχόντων Μουσουλμάνων την περίοδο αυτή είχαν πληθυνθεί. Όμως ακόμη και στις δημαρχιακές εκλογές του 1911 στην πόλη του Ρεθύμνου εκλέχτηκε Μουσουλμάνος δήμαρχος, ο Χουσνή Βακογλάκης, απόδειξη πως ακόμη και τότε οι Μουσουλμάνοι στην πόλη του Ρεθύμνου διατηρούσαν την πλειοψηφία. Βέβαια περνώντας τα χρόνια η αναλογία Χριστιανών – Μουσουλμάνων μεταβάλλονταν συνεχώς υπέρ των Χριστιανών. Ωστόσο ο Βακογλάκης συνέχισε να είναι δήμαρχος ως και το 1918 όπου με την αφορμή της απόβασης των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη και μετά από τις διαμαρτυρίες του χριστιανικού πληθυσμού αναγκάστηκε ο γενικός διοικητής της Κρήτης να διορίσει τον πρώτο χριστιανό δήμαρχο, τον Μιχαήλ Παπαδάκη, καθηγητή φιλόλογο από τα Ακούμια Αγίου Βασιλείου. Τη χρονιά αυτή από ιστορικά στοιχεία συνάγεται ότι η αναλογία χριστιανών-μουσουλμάνων είχε ανατραπεί υπέρ των χριστιανών, σε ποσοστό 60% προς 40%. Όμως ακόμη και αρχές του 1920 οι μουσουλμάνοι της πόλης του Ρεθύμνου παρέμεναν αρκετοί. Όλα τα παραπάνω στοιχεία στηρίζονται σε δημοσιεύσεις διακεκριμένων ιστορικών, μελετητών της σύγχρονης ιστορίας της Κρήτης, όπως του Νικόλαου Ανδριώτη, της Moly Green, του Εμμανουήλ Πεπονάκη, της Ευαγγελίας Μπαλτά και άλλων εξ ίσου σημαντικών ερευνητών.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών
Όμως η μικρασιατική καταστροφή στα τέλη του 1922 και η συνθήκη της Λωζάνης που ακολούθησε, ανάμεσα στην Ελλάδα και στο νεοσύστατο τουρκικό έθνος επέτασσε τον καθορισμό νέων συνόρων και την ανταλλαγή των πληθυσμών της ανατολικής Θράκης και της Κρήτης από πλευράς μουσουλμάνων και των κατοίκων της Μικράς Ασίας από πλευράς Χριστιανών. Έτσι τον Ιούνιο του 1923 άρχισε η αναγκαστική αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων και του Ρεθύμνου. Η αποχώρησή τους ήταν σταδιακή και διήρκεσε τουλάχιστον τρία χρόνια, ως και το 1926. Από ιστορικές πηγές συνάγεται ότι από το Ρέθυμνο αναχώρησαν περίπου τρείς χιλιάδες μουσουλμάνοι. Στα πλαίσια βέβαια της ανταλλαγής στην πόλη μας ήρθαν για μόνιμη εγκατάσταση μερικές χιλιάδες ξεριζωμένοι Έλληνες από τη Μικρά Ασία.
Η ειδοποιός διαφορά
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που έφυγαν και σε αυτούς που ήρθαν ήταν το ότι, οι μεν Ρεθύμνιοι Μουσουλμάνοι αποχώρησαν εν ειρήνη, ενώ οι αφικνούμενοι χριστιανοί ερχόταν ως διωκόμενοι, εξαναγκασθέντες ναυαγοί της ζωής, από τις εστίες τους. Οι Μουσουλμάνοι έφευγαν από το Ρέθυμνο παίρνοντας μαζί τους τα υπάρχοντα που μπορούσαν να μεταφέρουν ή τις αξίες τους σε χρήματα, από όσα είχαν πουλήσει και μεταφέρονταν με τάξη και σχετική οργάνωση στη νέα τους πατρίδα. Όμως οι Χριστιανοί ερχόταν κατατρεγμένοι, στοιβαγμένοι στα καράβια όπως-όπως, θεωρώντας τους εαυτούς τους τυχερούς που είχαν περισώσει την ίδια τους την ύπαρξη και χωρίς καθόλου υπάρχοντα. Έφερναν μόνο την περήφανη ψυχή τους, μιας και τα όνειρα της ζωής τους, είχαν γίνει παρανάλωμα στις φλόγες που τους παρέδιδαν οι ανοίκειοι διώκτες τους.
Τα επίθετα που εξαναγκάστηκαν να χαθούν
Όλες λοιπόν οι Τουρκοκρητικές οικογένειες δεν άφησαν καθόλου μέλη τους στο Ρέθυμνο και τα επίθετά τους εξαφανίστηκαν παντελώς από τη γενεαλογία του ρεθεμνιώτικου πληθυσμού. Δεν υπήρξαν ποτέ πια Κρήτες και Ρεθεμνιώτες με επίθετα όπως: Αληγιατζηδάκης, Βακογλάκης, Μουλαλιδάκης, Τσιτσεκάκης, Λαχουριδάκης, Χασανάκης, Κιαπιτάκης, Μαγιαλιοτάκης, Ιμπραϊμάκης, Παστελάκης, Μεχμεταλιδάκης, Γιουνουσάκης, Γαμετάκης, Ρετζεπάκης, Ουσταμπιλαλάκης, Μιτάκης, Βαρβουσάκης, Απτιδάκης, Ακεντζάκης, Χετζάκης, Χοτζάκης, Σελημεφετάκης, Μουλαμουσταφαδάκης, Βεϊσάκης, Καλοτάς, Τζομπαρτζής, Καρατζεδάκης, Μπαρμπουσάκης, Σκουπεντεδάκης και πολλά άλλα.
Δεν γνωρίζουμε βέβαια, εάν αυτά τα επίθετα, οι μεταναστεύσαντες Τουρκοκρητικοί τα διατήρησαν στις νέες τους πατρίδες. Πολύ φοβόμαστε όμως πως ακόμη και τα επίθετα αυτά αφανίστηκαν πέφτοντας θύματα των σκληρών εθνικιστικών θέσεων του Κεμαλισμού, που κυριαρχούσε τη περίοδο αυτή στη γείτονα χώρα. Κατά τις επικρατούσες τότε ισοπεδωτικές απόψεις δεν έπρεπε να διατηρηθεί τίποτα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που να τους θυμίζει το αλλοτινό τους παρελθόν και τους τόπους όπου έζησαν τη προηγούμενη ζωή τους! Δεν τους επιτρέπονταν να διατηρούν στοιχεία της συλλογικής τους μνήμης από το νησί όπου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν.
Τα επίθετα που παρέμειναν
Όμως στο Ρέθυμνο διατηρήθηκαν κάποια επίθετα που από εκείνα τα χρόνια ανήκαν και σε Μουσουλμάνους και Χριστιανούς ομού. Τέτοια, που συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα είναι τα: Δροσουλάκης, Χατζηδάκης, Μαχμουτάκης, Ορφανουδάκης, Καντιδάκης, Κατάκης, Χαροκοπάκης, Μανετάκης, Αργυράκης, Σπαχής και άλλα. Στον αντίποδα λοιπόν της παραπάνω λογικής της γείτονος χώρας, ο λαός του νησιού μας ενυπάρχει για τρεις και παραπάνω χιλιετίες σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον. Είναι το νησί που χαρακτηρίζεται ως ένας δυναμικός πολυπολιτισμικός θύλακας στον μεσογειακό χώρο από τον καιρό των Μινωϊτών και της θαλασσοκρατίας τους και που οι κάτοικοί του δεν διανοήθηκαν ποτέ να απαρνηθούν το παρελθόν τους και να διαγράψουν μνήμες και βιώματα, που έτσι κι αλλιώς συγκρότησαν την τύχη τους και το ριζικό τους!
ouranosgeo@gmail.com.