Η έλλειψη ρευστότητας, η κλειστή στρόφιγγα του τραπεζικού συστήματος, σε συνάρτηση με την αυξημένη φορολογία αλλά και η μειωμένη αγοραστική δύναμη που συνεπάγεται καθίζηση του τζίρου έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του νησιού. Οι συνέπειες της τραπεζικής αργίας και των κεφαλαιακών ελέγχων που παραμένουν σε ισχύ οδηγούν σε βαθμιαία ύφεση τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται σε αδιέξοδο και δίδει καθημερινά αγώνα για την επιβίωση της επιχείρησης τους. Τα κόστη σε προσωπικό, εμπόρευμα και φόρους είναι δυσβάσταχτα, οι υποχρεώσεις τρέχουν ωστόσο τα ταμεία παραμένουν άδεια, αφού οι καταναλωτές έχουν γυρίσει την πλάτη στις αγορές δηλώνοντας οικονομική αδυναμία στην προμήθεια αγαθών πέραν των απαραίτητων.
Η τοπική αγορά διακατέχεται από μεγάλη αβεβαιότητα και οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δοκιμάζονται σκληρά.
Ο επιχειρηματικός κόσμος κρούει καμπανάκι κινδύνου επισημαίνοντας τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αλλά και των capital controls για τον κλάδο τους, ενώ εκφράζουν τους φόβους για το τι θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες με την επιβολή νέων φόρων και την καταβολή του ΕΝΦΙΑ.
Οι παραγωγικές δυνάμεις τονίζουν διαρκώς τις οδυνηρές συνέπειες που υφίσταται η αγορά με το πάγωμα όλων των συναλλακτικών σχέσεων με το εξωτερικό και την ανάγκη για 100% εξόφληση των προμηθευτών σε μετρητά. Τα έσοδα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κυρίως των εμπορικών και των μεταποιητικών, έχουν κατακρημνισθεί, όπως τονίζουν, ενώ ταυτόχρονα είναι προ των πυλών είναι ένα κύμα λουκέτων ή και μετεγκαταστάσεων επιχειρήσεων.
Η λήψη μέτρων προστασίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κρίνεται επιβεβλημένη από τους επιχειρηματίες οι οποίοι ζητούν και διεκδικούν από τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου να μεριμνήσει για την ενίσχυση του επιχειρηματικού κόσμου μέσα από σειρά μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.
Εν τω μεταξύ τις κοινές προτάσεις τους για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας παρουσίασαν οι πρόεδροι του Επιμελητηρίου Ηρακλείου, της ΟΕΒΕΝΗ και του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου σε συνάντηση που είχαν χθες με εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, ενόψει των εκλογών.
Στο κείμενο γίνεται αναφορά στην ανάγκη πολιτικής και φορολογικής σταθερότητας, με παράλληλη λήψη μέτρων προστασίας των ΜΜΕ.
Αναλυτικότερα…
Αγώνα για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν ανοιχτά τα καταστήματα τους δίνουν καθημερινά οι επιχειρηματίες του νησιού. Η αυξημένη φορολογία και σειρά άλλων οικονομικών υποχρεώσεων από τη μια κα από την άλλη η κατακόρυφη πτώση του τζίρου τους και όλα όσα προηγήθηκαν τον περασμένο Ιούλιο με την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και της τραπεζικής αργίας δημιούργησαν ένα ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον για τους επαγγελματίες. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από τους ίδιους ιδιαίτερα δύσκολη, η αγορά «στενάζει» από την έλλειψη ρευστότητας και η στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου χαρακτηρίζεται μονόδρομος.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά την αγορά του Ρεθύμνου η περιορισμένη κίνηση που σημειώθηκε στα καταστήματα στη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφεί «βουτιά» στους τζίρους των εμπορικών επιχειρήσεων που σημείωσαν πτώση της τάξεως του 20-30% σε σχέση με τη αντίστοιχη περσινή χρονιά.
Ο εμπορικός κόσμος εμφανίζεται ανήσυχος και προβληματισμένος για την επόμενη περίοδο, αυτή του φθινοπώρου και του χειμώνα, θεωρώντας δεδομένη την περαιτέρω πτώση κίνησης και του τζίρου και την επιδείνωση της γενικότερης κακής κατάστασης στην αγορά.
Η παρατεταμένη ύφεση και η μείωση της αγοραστικής δύναμης έχουν «συνθλίψει» την κατανάλωση, ενώ η έλλειψη ρευστότητας και ο σκληρός ανταγωνισμός σε συνδυασμό με την αυξημένη φορολογία των επιχειρηματιών, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά ενισχύοντας τα αρνητικά σενάρια που αναφέρονται σε λουκέτα εμπορικών επιχειρήσεων και απολύσεις εργαζομένων, αφού όπως υποστηρίζουν οι έμποροι η αύξηση της φορολογίας και ο διαρκώς μειούμενος τζίρος, οδηγούν σε αδιέξοδο τον κλάδο.
Εν τω μεταξύ τις κοινές προτάσεις τους για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας παρουσίασαν οι πρόεδροι του Επιμελητηρίου Ηρακλείου, της ΟΕΒΕΝΗ και του Εμπορικού Συλλόγου Ηρακλείου σε συνάντηση που είχαν χτες στο Επιμελητήριο Ηρακλείου με εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων, ενόψει των εκλογών.
Στο κείμενο γίνεται αναφορά στην ανάγκη πολιτικής και φορολογικής σταθερότητας, με παράλληλη λήψη μέτρων προστασίας των ΜΜΕ, καθώς επίσης στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
«Αν η κυβέρνηση της επόμενης ημέρας δεν λάβει δραστικά μέτρα τ’ αποτελέσματα θα είναι μη αναστρέψιμα σε όλους τους τομείς της οικονομίας» τόνισε ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ηρακλείου κ. Μανώλης Αλιφιεράκης και επισήμανε ότι «αν δεν στηριχθούν οι επιχειρήσεις που είναι βιώσιμες θα έρθουν νέα λουκέτα και θα χαθούν επιπλέον θέσεις εργασίας».
Την ανάγκη πάταξης του παρεμπορίου και της φοροδιαφυγής τόνισε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ηρακλείου (ΟΕΒΕΝΗ) κ. Χαράλαμπος Λεκάκης υπογραμμίζοντας ότι οι νόμιμες επιχειρήσεις δεν αντέχουν άλλο αν δεν υπάρξουν δραστικά και σταθερά φορολογικά μέτρα.
Να λάβουν σοβαρά υπόψη τις προτάσεις των τριών φορέων κάλεσε τα κόμματα ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου κ. Μανώλης Κουμαντάκης, τονίζοντας ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα βρίσκεται σε κομβικό σημείο και κρίνεται η επιβίωσή της.
Μεταξύ άλλων οι επιχειρηματικοί φορείς του Ηρακλείου στις προτάσεις τους αναφέρουν: «Μετά από τη γνωστή πορεία των τελευταίων μηνών, η κατάσταση της χώρας φτάνει στο μη περαιτέρω, με μια πρωτοφανή δυσπιστία και ασφυξία στην αγορά. Η επιχειρηματική κοινότητα επιζητεί άμεσα να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις και να αποδεσμευτούν τα χρήματα που προορίζονται για τις άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας. Είμαστε υπέρμαχοι της πολιτικής σταθερότητας. Το μείζον για το επιχειρείν είναι η σταθερότητα. Η διαχείριση της κρίσης πρέπει να στηριχθεί σε ένα πιο οργανωμένο και πολυεπίπεδο σκεπτικό. Οι σημερινές συνθήκες υπαγορεύουν ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής με έμφαση στα αναπτυξιακά μέτρα και αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές”.
Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και τις τράπεζες τονίζουν: «Θεωρούμε ότι πρέπει τάχιστα να ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πρέπει να επιταχυνθούν τα stress tests προκειμένου να υπάρξει το γρηγορότερο εικόνα των κεφαλαιακών αναγκών και να αποσαφηνιστεί η στρατηγική που θα ακολουθηθεί. Για το τραπεζικό σύστημα προτείνουμε τα παρακάτω:- Είναι ζωτικής σημασίας να γίνει πιο ευέλικτο το καθεστώς λειτουργίας της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών, ώστε να διευκολυνθούν οι διαδικασίες έγκρισης κεφαλαίων για τη διακίνηση πρώτων υλών και προϊόντων. Σήμερα εκκρεμούν μερικές χιλιάδες αιτήματα επιχειρήσεων για συναλλαγές στο εξωτερικό, τα οποία ικανοποιούνται με καθυστερήσεις και μόνο αν είναι χαμηλής αξίας, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας.
— Να αυξηθεί το εβδομαδιαίο όριο ανάληψης μετρητών για τις επιχειρήσεις στα 1000€ για να μπορέσουν να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες μετρητών
— Προτείνεται να μειωθεί το ποσοστό τραπεζικής προμήθειας (interchange fee) από τη χρήση των πιστωτικών καρτών. Η υποχρεωτική χρήση πιστωτικών καρτών οδηγεί στην υποχρέωση καταβολής προμήθειας στις τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες αφαιρούν αναγκαστικά από τους επιχειρηματίες ένα ποσοστό των μεικτών κερδών τους. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία (μελέτη του ΙΕΛΚΑ), διαπιστώνεται ότι η χρήση πιστωτικών καρτών αντιστοιχεί σε υψηλότερο κόστος σε σχέση με τη χρήση μετρητών, που για παράδειγμα στο λιανεμπόριο τροφίμων μεταφράζεται σε ετήσια αύξηση τους λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων κατά 0,37% των πωλήσεων.
— Αντίστοιχα προτείνεται να επιδοτηθεί το κόστος αγοράς των μηχανημάτων POS (Point Of Sale) που θα δέχονται τις κάρτες και το οποίο επιβαρύνει τις επιχειρήσεις που το προμηθεύονται
— Να απλοποιηθούν οι διαδικασίες και να διευκολυνθεί η έκδοση λογαριασμών web banking και ηλεκτρονικών συναλλαγών
— Να δημιουργηθεί ακατάσχετος λογαριασμός για τις επιχειρήσεις κατά τη διαδικασία που προβλέπεται για τα φυσικά πρόσωπα, που θα τις προστατεύει από αναγκαστικά μέτρα είσπραξης επί ακίνητης και κινητής περιουσίας εις χείρας του οφειλέτη ή των πιστωτικών ιδρυμάτων, μέχρι ενός ποσού”.
Για το φορολογικό σύστημα-ρυθμίσεις 100 δόσεων υποστηρίζουν: «Βασική μας επιδίωξη είναι η σταθερότητα στο φορολογικό σύστημα, έτσι ώστε σε βάθος χρόνου, να μειωθεί η αβεβαιότητα των επενδύσεων και να ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα. Για τις 100 δόσεις προτείνουμε να παραταθούν οι προθεσμίες καταβολής βεβαιωμένων οφειλών των φορολογούμενων. Αντίστοιχα απαιτείται άμεση λήψη μέτρων για να μην χαθούν οι ρυθμίσεις για οφειλές στο δημόσιο, στις οποίες έχουν ενταχθεί οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η μείωση των εσόδων οδηγεί σε αντικειμενική δυσκολία ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις, δεδομένου ότι ακολουθεί φοροεπιδρομή εντός του 2015 με αύξηση των φόρων. Θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα ώστε η μη καταβολή των τρεχουσών εισφορών (οι οποίες θα πρέπει να ρυθμίζονται με πάγια ρύθμιση τουλάχιστον 12 δόσεων) να μην αποτελεί λόγο απώλειας της ρύθμισης των 100 δόσεων. Επίσης προτείνουμε μείωση των φορολογικών συντελεστών που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις από 29% στο 15% (Flat tax) ανεξαρτήτως μορφής (ατομικές ή νομικά πρόσωπα) και κατάργηση του 100% της προκαταβολής φόρου και γενικότερα της προκαταβολής φόρου».
Σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις ζητούν: «Να γίνει ανασχεδιασμός της διαδικασίας των μεταρρυθμίσεων στο πνεύμα της στόχευσης στην πραγματική οικονομία και όχι απλά στη βελτίωση κάποιων δημοσιονομικών δεικτών. Μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν την ανεργία, που θα φέρουν επενδύσεις στον τόπο και που θα βελτιώσουν τη θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη της ανταγωνιστικότητας. Πρέπει να ενεργοποιηθεί εμπροσθοβαρώς το αναπτυξιακό πακέτο Γιούνκερ».
Για τις επενδύσεις-προγράμματα αναφέρουν: «Το τρέχον έτος είναι καταληκτικό για τα έργα που χρηματοδοτούνται από το προηγούμενο ΕΣΠΑ, στοιχείο το οποίο συνεπάγεται την οξύτατη ανάγκη για εμπρόθεσμη χρηματοδότηση, πληρωμή σωρείας συμβατικών υποχρεώσεων των δημόσιων φορέων και παράταση της ολοκλήρωσης των έργων για τουλάχιστον έξι (6) μήνες. Στα έργα και τις επενδύσεις που ολοκληρώνονται πρέπει να δρομολογηθούν αποπληρωμές του κράτους προς τους δικαιούχους επενδυτές. Στο ίδιο σκεπτικό πρέπει να ψηφιστεί νέος αναπτυξιακός νόμος ο οποίος έχει πάψει να υφίσταται από τον Απρίλιο του 2014. Απαιτείται επίσης πλήρη και άμεση ενεργοποίηση του νέου ΕΣΠΑ (ΣΕΣ) και των διαθρωτικών προγραμμάτων, ενώ πρέπει άμεσα να αρθούν οι πολυάριθμες αγκυλώσεις όπως για παράδειγμα τα αλλεπάλληλα επίπεδα διοικητικών δομών, η εμπλοκή πολυάριθμων φορέων και οι καθυστερήσεις σε όλα τα στάδια εκτέλεσης και υλοποίησης.
Τέλος το Δημόσιο χρωστά ήδη περί τα 20 δισ. ευρώ σε μία πρωτοφανή εσωτερική στάση πληρωμών, οπότε πρέπει να ξεκινήσει να αποπληρώνει τις οφειλές του, γεγονός που θα βελτιώσει τη ρευστότητα και θα μειώσει τη δυσπιστία και την ασφυξία στην αγορά».