-Εμάθετέ τα; Πόθανε ο Ψαρονίκος.
Αυτό το θλιβερό άγγελμα πάγωσε το Ρέθυμνο και αναστάτωσε το Πανελλήνιο σαν σήμερα πριν από 42 χρόνια.
Ο Αρχάγγελος του ελληνικού τραγουδιού, ο Ανωγειανός που ανέβασε τον τόπο του στους ουρανούς με τη λαμπρή πορεία του στο πεντάγραμμο άνοιξε τα φτερά του για το αιώνιο ταξίδι.
Κι όμως, ενώ ήταν μια εμβληματική μορφή στον καλλιτεχνικό χώρο διατηρούσε ένα χαμηλό προφίλ αποφεύγοντας να απασχολεί τα μέσα ενημέρωσης μόνο για προβολή. Δεν την είχε ανάγκη ο μεγάλος καλλιτέχνης.
Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας ενός δίσκου του μας είχε επισκεφθεί στο Ρέθυμνο με τη μεταπολίτευση. Ο Ανδρέας ο Μανταδάκης είχε οργανώσει τιμής ένεκεν εκδήλωση στο δισκοπωλείο του, που ήταν στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως.
Είχε κανονίσει βέβαια και μια συνέντευξη που μου είχε δώσει μεγάλη χαρά. Τότε ήμουν ακόμα μονάχη μου στο χώρο.
Να μιλήσουμε βέβαια με τον Νίκο Ξυλούρη σε κείνο το πανδαιμόνιο με τον κόσμο να έχει κατακλύσει την Αντιστάσεως και να ακούγεται στη διαπασών το «Μια χωριανή μου πέρδικα» ήταν όνειρο θερινής νυκτός.
Πως βρεθήκαμε στον ίσκιο της Φορτέτζας δεν θυμάμαι. Εκείνος στο κάθισμα του συνοδηγού κι εγώ στο πίσω κάθισμα με το σημειωματάριο στο χέρι. Που να βρεθεί μαγνητόφωνο εκείνη την εποχή.
Πριν καλά αρχίσω τις ερωτήσεις μου, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια με προετοίμασε ανάλογα. Αυτός δεν ήξερε από συνεντεύξεις. Όλα τα έλεγε με το τραγούδι του.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνη τη συνάντηση για μια συνέντευξη γεμάτη αλήθεια. Ούτε για το Πολυτεχνείο μου μίλησε, ούτε για το «Μεγάλο μας Τσίρκο». Για το χωριό του μου είπε λόγια καρδιάς και πάνω από όλα για την Ουρανία του. Με πόση αγάπη μιλούσε για τη γυναίκα της ζωής του.
Η συνέπεια ήταν επίσης ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Όταν τον κάλεσε ο μεγάλος μας συνθέτης το 1975 να τραγουδήσει σόλο στην «Ωδή της Μάχης της Κρήτης» είχε δεχθεί αμέσως. Ανυπομονούσε να δει και τον Μάνο Κατράκη που είχαν πάντα μια άριστη συνεργασία όπου έσμιγαν καλλιτεχνικά.
«Έπεσε» όμως ο ουρανός και τον «πλάκωσε» όταν συνειδητοποίησε ότι εκείνος και ο συνθέτης ανήκαν σε διαφορετικές εταιρίες.
Και ενώ άλλοι μπορεί και να γύριζαν την πλάτη, εκείνος μόνο όταν βρήκε αντικαταστάτη ηρέμισε.Ήταν ο αδελφός του ο περίφημος Ψαραντώνης που έκανε τότε τα πρώτα του βήματα.Όταν έδινε το λόγο του ο Νίκος Ξυλούρης ήταν συμβόλαιο.
Θυμάμαι πρωί πρωί με είχαν πάρει από την ΕΡΤ τηλέφωνο στις 8 Φεβρουαρίου 1980 να μου ζητήσουν πλήρη κάλυψη για τα «Χρονικά της Ημέρας» με επίκεντρο το χωριό του καλλιτέχνη τα Ανώγεια. Κι ήταν από τις μέρες που δεν ξεχάστηκαν ποτέ.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής του στεκόμαστε σε μια από τις καλύτερες βιογραφίες του που υπάρχουν στο διαδίκτυο.
Ο συγκλονιστικός βίος του αν και τόσο σύντομος
Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.
Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγεια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.
Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.
Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ.), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.
Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι.
Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).
Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον», με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στο χώρο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη…
Ο «Αρχάγγελος» στη γειτονιά των Αγγέλων
Το 1979 είναι μια δύσκολη χρονιά για τον Νίκο Ξυλούρη. Αν και η καριέρα του βρίσκεται στο απόγειό της, ο ίδιος υποφέρει από έντονους πόνους στο κεφάλι και στο θώρακα. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και εισάγεται για εξετάσεις στο Memorial Hospital, όπου διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο. Έπειτα από πολλαπλές εγχειρήσεις επιστρέφει στο σπίτι ενός φίλου του στο Πόρτο Ράφτη και προσπαθεί να νικήσει την επάρατο νόσο.
Την Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου του 1980, μπαίνει στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς για νέες εξετάσεις. Την επόμενη μέρα, όμως, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται και το βράδυ της Πέμπτης πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά όλα είναι μάταια. Τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου φεύγει για πάντα από κοντά μας. Το τραγούδι που κάποτε τραγούδησε βγήκε αληθινό…
Μια μέρα, μια Παρασκευή
θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ’ αναστηθώ
από το χώμα απάνω.
Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρυα στα μάτια και τραγουδούν:
Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…
Είχε πει γι’ αυτόν ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, τότε υφυπουργός Εσωτερικών:«Είμαστε μαζί από παιδιά, στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο σχολειό. Μαζί κάναμε τα πρώτα βήματα στα σοκάκια του Κάστρου. Σαν γίναμε παλικάρια εκείνος ήταν ο αρχηγός στις νυχτερινές μας καντάδες κάτω από τα κλειστά παράθυρα των κοριτσιών. Ήμουν δίπλα του στα πρώτα βήματα της καριέρας του. Στις πρώτες του δειλές εμφανίσεις στα κέντρα της Αθήνας και έπειτα στις μπουάτ της Πλάκας. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο του δοκιμαστικό συμβόλαιο για 40 μέρες στην «Λήδρα» και την επιτυχία του στην άγνωστη μέχρι εκείνη την ώρα γι’ αυτόν δουλειά. Θυμάμαι τη συναυλία στο «Σπόρτιγκ» που έδωσε ο σύλλογος Κρητών το Μάιο του ’72 και τον Νίκο να τραγουδά την «Ξαστεριά» και να δακρύζει. Δεν είχε εχθρούς, είχε μόνο φίλους. Δεν θύμωνε ποτέ, γελούσε πάντα. Το τελευταίο μας γλέντι έγινε το καλοκαίρι του ’78, σε ένα γάμο στ’ Ανώγεια. Εκεί έπαιξε την τελευταία του «κοντυλιά» και εγώ χόρεψα».
H γυναίκα της ζωής του
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο νεαρός τότε Νίκος Ξυλούρης έπαιζε λύρα σε μουσικά κέντρα του Ηρακλείου για να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Σε μια εμφάνισή του σε αποκριάτικο γλέντι στο χωριό Βενεράτο γνώρισε μια κοπέλα, που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Την Ουρανία Μελαμπιανάκη. Τα αυστηρά ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν στους νέους να φλερτάρουν ανοιχτά.
Έτσι, το μόνο που μπορούσε να κάνει η Ουρανία για να δείξει την ανταπόκρισή της στα επίμονα βλέμματα του Νίκου ήταν να χορεύει ασταμάτητα υπό τους ήχους της λύρας του. Αν και η νεαρή κοπέλα γοητεύτηκε από τον Ξυλούρη, ανάμεσα τους υπήρχε ένα μεγάλο εμπόδιο. Το επάγγελμα του λυράρη τότε ήταν υποτιμημένο και τα κέρδη ελάχιστα. Ο Ξυλούρης ήταν φτωχός και η κοπέλα από ευκατάστατη οικογένεια. Το χάσμα φαινόταν αγεφύρωτο, αλλά ο Ξυλούρης δεν το έβαλε κάτω. Επί δύο χρόνια πολιορκούσε την Ουρανία με το μοναδικό μέσο που είχε. Την καντάδα.
Αν και ο νεαρός εκφραζόταν καλύτερα με μαντινάδες, όταν συνάντησε τυχαία στο δρόμο την κοπέλα, της εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Η ανταπόκριση της κοπέλας ήταν άμεση, αλλά το πρόβλημα που τους χώριζε, παρέμενε άλυτο.
Τότε ο νεαρός λυράρης αποφάσισε να ακολουθήσει μια συνήθη για την εποχή τακτική. Να την «κλέψει». Η Ουρανία άφησε ένα γράμμα στους δικούς της για να μην ανησυχούν και στις 21 Μάιου του 1958 έφυγε με τον αγαπημένο της.
Η κα Ουρανία θυμάται μέχρι σήμερα την ημερομηνία εκείνη, καθώς την επόμενη μέρα το «παράνομο» ζευγάρι παντρεύτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ξυλούρη, στα Ανώγεια. Ο γάμος έγινε με δυσκολία, καθώς ακόμα και ο παπάς σεβόμενος τα αυστηρά ήθη της εποχής, δεν ήθελε στην αρχή να ευλογήσει τον «παράνομο» γάμο.
Οι δύο νέοι με την πράξη τους δεν είχαν προσβάλει μόνο την οικογένεια της Ουρανίας, αλλά και ολόκληρη την τοπική κοινωνία του Βενεράτου. Ο έρωτας όμως του ζευγαριού ήταν τόσο δυνατός, ώστε μετά από λίγο καιρό πείστηκαν ακόμα και οι πιο δύσπιστοι.
Ο πατέρας της Ουρανίας υπέγραψε τα χαρτιά του γάμου, δίνοντας επίσημα τη συγκατάθεσή του. Παρότι υπέγραψε, συνέχισε να μη μιλάει στην κόρη του και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποκατασταθεί η σχέση τους.
Δυο χρόνια μετά τον γάμο τους, ο Νίκος Ξυλούρης και η σύζυγός του απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Γιώργο και 6 χρόνια αργότερα το δεύτερο, τη Ρηνιώ.
Ο Νίκος και η Ουρανία Ξυλούρη έζησαν αγαπημένοι και μόνο ο θάνατος κατάφερε να τους χωρίσει.
Η Ουρανία ποτέ δεν τον ξέχασε. Αν και ήταν τόσο νέα αφοσιώθηκε στα παιδιά της και στη μνήμη του. Λειτουργούσε για δεκαετίες το γνωστό δισκοπωλείο στην καρδιά της Αθήνας. Ένα στέκι για να μαζεύονται οι φίλοι και να θυμούνται τον Νίκο της.
Πηγές:
Νίκος Ξυλούρης: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Στοιχεία από «Μηχανή του χρόνου», Όταν ο πάμφτωχος Νίκος Ξυλούρης αναγκάστηκε να κλέψει την αγαπημένη του Ουρανία…
Εύας Λαδιά: «Εμάθετέ τα Επόθανε ο Ψαρονίκος»
Φώτο από το διαδίκτυο