Το Σάββατο 2 Ιουνίου, το βράδυ, εορτάσαμε στη Φορτέτζα τα 40 χρόνια λειτουργίας του Πανεπιστημίου στην πόλη μας. Ας μου επιτραπεί να πω ότι για μένα ήταν από τις περισσότερο φορτισμένες συγκινησιακά βραδιές της ζωής μου, για πολλούς λόγους.
Ο βαρύτερος όλων ήταν ο εορτασμός του Πανεπιστημίου, κεντρικό στοιχείο του οποίου υπήρξε η πολύ επιτυχημένη από επιστημονική και μαζί από ανθρώπινη άποψη συνοπτική παρουσίαση του Χρονικού του Πανεπιστημίου εκ μέρους του τ. Αντιπρύτανη κ. Γιάννη Πυργιωτάκη. Η παρουσίαση αυτή λειτούργησε μέσα μου ως έκφραση της πραγμάτωσης ενός ονείρου μισού αιώνα, ενός οράματος του νεαρού τότε ονειροπόλου Δημάρχου του Ρεθύμνου, και συνοδεύτηκε από κατακλυσμό αναμνήσεων και βιωμάτων, τραυμάτων και ουλών, αλλά και αισθήματος χαράς και ευφροσύνης.
Μια δεύτερη πηγή συγκινήσεων ήταν το γεγονός ότι ο εορτασμός έγινε στη Φορτέτζα, το μνημείο που αξιώθηκα να κερδίσω για τον Δήμο, και μάλιστα στο ανοικτό θέατρό της, που διατηρώ ζωντανές μνήμες από την πρώτη διαμόρφωσή του, με τρεις εργάτες με κασμάδες σε χωμάτινες βαθμίδες, σκεπασμένες με πευκοβελόνες, μέχρι να μπορέσω να του δώσω την σημερινή μορφή.
Ένας τρίτος λόγος συναισθηματικής φόρτισης ήταν εντελώς προσωπικός, εόρταζα κι εγώ τα γενέθλιά μου: μπήκα στα ογδόντα.
Αυτό ήταν ανέλπιστο, γιατί έζησα δεκαετίες ολόκληρες πάρα πολύ ανθυγιεινά, με ελάχιστο ύπνο και με άλλες σοβαρές επιβαρύνσεις. Αφ’ ενός δούλεψα σκληρά όσο δυο διαφορετικοί άνθρωποι με πλήρη απασχόληση, ένας Φροντιστής και ένας Δήμαρχος, και αφ’ ετέρου αντιμετώπισα πρωτοφανείς πιέσεις. Μόνο στα δικαστήρια κάθισα στο εδώλιο τουλάχιστον 173 φορές και οι φάκελοι με τα Απολογητικά Υπομνήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία μου θα ξεχείλιζαν ένα φορτηγάκι. Και απαλλάχθηκα μεν τελικά ποινικά σε κάθε περίπτωση, αλλά τραυματίστηκα βαριά ψυχολογικά συναγελαζόμενος άδικα και αναίτια με όλη την κοινωνική παθογένεια, στην οποία η κλοπή είναι το αθωότερο ολίσθημα.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτών των πιέσεων πάνω στο σώμα μου ήσαν καταλυτικές: Μια θανατηφόρα Λευχαιμία, από την οποία ξέφυγα γενόμενος πειραματόζωο της επιστήμης, και δύο επίσης θανατηφόροι Καρκίνοι, τους οποίους αντιμετώπισα επί του παρόντος με δύο επεμβάσεις.
Ύστερα από όλα αυτά, υπάρχω μεν, αλλά θα ήταν αβάσιμα αισιόδοξο να περιμένω ότι το καντηλάκι μου έχει ακόμη πολύ λαδάκι, για να χρησιμοποιήσω αυτή την παραστατική έκφραση του τόπου μας για το βιολογικό κεφάλαιο. Γι’ αυτό προτίθεμαι να ακολουθήσω τον Γ. Σεφέρη που λέει:
«Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια,
γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά»,
όταν μάλιστα τα πανιά τα φουσκώνουν βίαιοι άνεμοι από το Μέγα Φυσερό της Εξουσίας. Άρχισα, λοιπόν, να γράφω μερικά κεφάλαια από την Ιστορία του Ρεθύμνου κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, ώστε να μη χαθούν με την αναχώρησή μου, αλλά να προστεθούν στο ιστορικό απόθεμα της πόλης μας. Και πρώτα απ’ όλα γράφω το χρονικό της ίδρυσης του Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο, όπως το εβίωσα ως Δήμαρχος, που δεν έχει γραφτεί. Έχω στο αρχείο μου τα στοιχεία που θα ονόμαζε κανείς «Ληξιαρχική Πράξη της Γέννησης του Πανεπιστημίου». Η ίδρυσή του στο Ρέθυμνο δεν ήταν μια μεμονωμένη ενέργεια ανεξάρτητη από κάθε συσχετισμό, αλλά μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού, που αποσκοπούσε στη συνολική οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη της πόλης, την έξοδό της από το χρόνιο τέλμα στο οποίο φυτοζωούσε και τον εκσυγχρονισμό της. Ευγνωμονώ τον Θεό και τους συνεργάτες μου και όλο τον κόσμο που με εμπιστεύτηκε και με στήριξε στον μακροχρόνιο και επίπονο αγώνα που απαιτήθηκε για την πραγμάτωση του υψηλού αυτού στόχου. Διευκρινίζω ότι είναι πρώτη φορά που μιλώ για το θέμα της ίδρυσης που Πανεπιστημίου και ποτέ δεν το χρησιμοποίησα ως όπλο στους σκληρούς προεκλογικούς αγώνες μου, γιατί το θεωρούσα και το θεωρώ ιερό για το Ρέθυμνο και δεν ήθελα για κανένα λόγο να εμπλακεί και να διασυρθεί στον κονιορτό της εκλογικής αναμέτρησης. Αρκετά ήσαν όλα τα άλλα.
Πρέπει να τονίσω ότι με τα γραφόμενά μου δεν αποβλέπω σε κανένα απολύτως προσωπικό όφελος. Ολοκληρώνω οσονούπω τον κύκλο της ζωής μου και μου είναι αρκετό ότι οι συμπολίτες μου με τίμησαν πέντε φορές με την επιδοκιμασία τους και δεν θεωρώ καμιά τιμή ανώτερη απ’ αυτήν. Κι ακόμη ότι η όποια δράση του Δήμου με επικεφαλής τον εκάστοτε Δήμαρχο δεν αποτελεί ιδιωτικό του θέμα, αλλά δημόσιο κτήμα, ανήκει στο κοινωνικό σύνολο της πόλης που έχει απαράγραπτο δικαίωμα να τη γνωρίζει και να την κρίνει. Τα ίχνη που αφήνουν τα βήματά μας στο χώμα, δεν είναι πια δικά μας, ανήκουν στη γη.