Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το 1974, όταν στη χώρα μας καταργήθηκε οριστικά η βασιλεία. Ένα από τα σημαντικότερα πολιτειακά γεγονότα, το οποίο καθόρισε τη σημερινή μορφή της ελληνικής δημοκρατίας: την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 αποτελεί ημερομηνία σταθμό στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. υπό τον Κ. Καραμανλή που προέκυψε από τις εκλογές της 21ης Νοεμβρίου 1974, την αμέσως επόμενη ημέρα προκήρυξε δημοψήφισμα με το π.δ. 804/1974 «δια τον καθορισμόν της μορφής του δημοκρατικού πολιτεύματος της Χώρας», με ημερομηνία διεξαγωγής την 8η Δεκεμβρίου.
Με το δημοψήφισμα αυτό, ο ελληνικός λαός κλήθηκε ν’ αποφασίσει για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ και κατ’ επέκταση για τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους.
Δύο ήταν τα ψηφοδέλτια. Το ένα χρώματος καφέ, το οποίο ανέγραφε «ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και το άλλο πράσινης απόχρωσης, με την ένδειξη «ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».
Υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ψήφισε το 69,18% (3.245.111 ψήφοι) των Ελλήνων, ενώ υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας ψήφισε το 30,82% (1.445.875 ψήφοι).
Το μεγαλύτερο ποσοστό για αβασίλευτη Δημοκρατία κατεγράφη τότε στην Κρήτη, όπου σχεδόν το 90% των ψηφοφόρων είπαν όχι στον βασιλιά.
Αντίστοιχα, τα μεγαλύτερα ποσοστά υπέρ του βασιλέα κατεγράφησαν σε Πελοπόννησο και Θράκη, που έφτασαν κατά περιοχές έως και 60% περίπου.
Άμεσα, στις 9 Δεκεμβρίου 1974, συνήλθε η πρώτη μεταδικτατορική Βουλή και εξέλεξε πρόεδρό της με 214 ψήφους τον βουλευτή της Ν.Δ. Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ενώ 10 μέρες μετά το δημοψήφισμα εκλέχθηκε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο βουλευτής επικρατείας της Ν.Δ. και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχαήλ Στασινόπουλος.
Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι τύπος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου η εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι αιρετός και δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες.
Οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας από το 1974 έως σήμερα
Στα 40 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το 1974 έως το 2014, διεξήχθησαν 10 συνολικά προεδρικές εκλογές και θήτευσαν στην Προεδρία επτά πρόσωπα. Καθώς, τρεις Πρόεδροι Δημοκρατίας εξελέγησαν για δυο φορές στο ύπατο αξίωμα, ενώ δύο απ’ αυτούς θήτευσαν προσωρινά για λίγους μήνες και για λόγους εθνικής ανάγκης.
Ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, ορκίστηκε στις 12 Μαρτίου 2005, μετά την εκλογή του από μια άνευ προηγουμένου πλειοψηφία 279 θετικών ψήφων βουλευτών από τους 300 της Βουλής. Ιδρυτικό μέλος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος), ο 75χρονος Παπούλιας είχε την υποστήριξη του κόμματός του, καθώς και του κυβερνώντος κεντροδεξιού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο και τον πρότεινε ως διάδοχο του Κωστή Στεφανόπουλου στο κατά μέγα μέρος τυπικό αξίωμα.
Ας δούμε όμως παρακάτω ποιοι Πρόεδροι Δημοκρατίας προηγήθηκαν του κ. Παπούλια, την περίοδο της μεταπολίτευσης.
• Μιχαήλ Στασινόπουλος: 18 Δεκεμβρίου 1974 – 20 Ιουνίου 1975. Προτάθηκε από Ν.Δ.
Διετέλεσε ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη Μεταπολίτευση. Η Βουλή τον εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος (Μεσσήνη, 27 Ιουλίου 1903 – Αθήνα, 31 Οκτωβρίου 2002) ήταν Έλληνας νομικός, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας.
Ως δικαστικός λειτουργός έφθασε μέχρι τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέση από την οποία αντιτάχθηκε στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί. Ειδικότερα, πρόεδρος του ΣτΕ έγινε το 1966, όμως απομακρύνθηκε το 1969, όταν εξέδωσε απορριπτική απόφαση για τη νομιμότητα του δικτατορικού καθεστώτος.
Το 1974, στις πρώτες μεταδικτατορικές ή αλλιώς μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, εξελέγη πρώτος βουλευτής Επικρατείας, με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας.
Παραιτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου, δέκα μέρες μετά το Δημοψήφισμα του 1974 με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία, όταν η νέα Βουλή τον εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με 206 ψήφους.
Η προεδρική του θητεία διήρκεσε ως τις 20 Ιουνίου 1975, οπότε το αξίωμα ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.
• Κωνσταντίνος Τσάτσος: 20 Ιουνίου 1975 – 15 Μαΐου 1980. Προτάθηκε από Ν.Δ.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Αθήνα, 1 Ιουλίου 1899 – 8 Οκτωβρίου 1987) ήταν νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός.
Ασχολήθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1945 αναλαμβάνοντας υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη και από τότε εξελίχθηκε σε έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της Ελλάδας. Διετέλεσε υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με την υποστήριξη του τελευταίου κατάφερε το 1975 να εκλεγεί πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1980, οπότε και παραιτήθηκε.
• Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής: 5 Μαΐου 1980 – 10 Μαρτίου 1985 (Πρώτη εκλογή). Προτάθηκε από Ν.Δ.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής (8 Μαρτίου 1907 – 23 Απριλίου 1998) ήταν Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε τέσσερις φορείς Πρωθυπουργός της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και δύο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Γεννήθηκε το 1907 στην Πρώτη Σερρών. Το 1932 αποφάσισε να πολιτευτεί.
Εισήλθε στην πολιτική με το Λαϊκό Κόμμα, δίπλα στον Α. Αργυρό, με το οποίο εκλέχθηκε αμέσως βουλευτής Σερρών, πρώτη φορά το 1935, σε ηλικία 28 ετών. Επανεξελέγη βουλευτής τον επόμενο χρόνο, τον Ιανουάριο του 1936, στις τελευταίες εκλογές πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις εκλογές του 1946 επανεκλέγεται βουλευτής Σερρών. Από το Νοέμβριο του 1946 έως τον Ιανουάριο του 1950 διατελεί υπουργός Εργασίας, Μεταφορών και Κοινωνικής Πρόνοιας, στις Κυβερνήσεις διαδοχικά των Τσαλδάρη και Μάξιμου.
Στις εκλογές του 1950 το Λαϊκό Κόμμα ηττάται, αλλά συμμετείχε στην βραχύβια κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου ο Καραμανλής γίνεται για λίγο υπουργός Εθνικής Αμύνης.
Το 1951 προσχωρεί στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού» υπό τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, ο οποίος κερδίζει τις εκλογές του 1952.
Ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός στα μέσα του 1955 αμέσως μετά τον θάνατο του Παπάγου σχηματίζοντας την πρώτη Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, οπότε σχημάτισε νέα κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1956. Σε αυτές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εξασφάλισε επίσης την πλειοψηφία στις εκλογές του 1958 και του 1961. Οι τελευταίες έμειναν στην Ιστορία ως εκλογές «βίας και νοθείας», μολονότι αυτές δε διεξήχθησαν από την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Κ. Δόβα.
Στις 18 Ιουλίου του 1963 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία μετά από διαφωνία με τον βασιλιά Παύλο.
Τον Νοέμβριο, η Ε.Ρ.Ε., υπό την ηγεσία του, έχασε τις εκλογές από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Καραμανλής αποχώρησε από την Ελλάδα.
Στις 24 Ιουλίου 1974 επανήλθε θριαμβευτικά στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας υπό το βάρος του πραξικοπήματος στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη μεγαλόνησο.
Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980.
Το 1980 παραιτήθηκε μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ο πραγματικός όμως λόγος της παραίτησής του, ήταν η διαφαινόμενη ήττα στις εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τον Χρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο Καραμανλής τότε επέκρινε τη στάση αυτή του Παπανδρέου, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση. Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα είπε την περίφημη φράση: «η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο».
Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας κερδίσει πέντε κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει οκτώ έτη υπουργός, 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική.
• Ιωάννης Αλευράς 10 Μαρτίου 1985 – 30 Μαρτίου 1985 -Προσωρινός Πρόεδρος
Ο Ιωάννης Αλευράς (1912 – 6 Απριλίου 1995) ήταν επί πολλά χρόνια βουλευτής και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ. Διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και προσωρινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
• Χρήστος Σαρτζετάκης: 30 Μαρτίου 1985 – 4 Μαΐου 1990. Προτάθηκε από ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης (Νεάπολη Θεσσαλονίκης, 1929) είναι ανώτατος δικαστικός εν συντάξει, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 1985-1990.
Η εκλογή του συνδέθηκε με δύο προβλήματα Συνταγματικού Δικαίου, τα «χρωματιστά ψηφοδέλτια» και την «ψήφο Αλευρά». Για την ψηφοφορία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, κάτι που η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
• Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής: 5 Μαΐου 1990 – 10 Μαρτίου 1995 -Δεύτερη Εκλογή. Προτάθηκε από Ν.Δ.
• Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος: 10 Μαρτίου 1995 – 12 Μαρτίου 2005. Δύο συνεχόμενες θητείες. Προτάθηκε από ΠΟΛ.ΑΝ., Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ
Ο Κωστής Στεφανόπουλος (Πάτρα, 15 Αυγούστου 1926), είναι δικηγόρος και πολιτικός. Διετέλεσε έκτος κατά σειρά, μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 1958 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας στις εκλογές του 1964.
Μετά την πτώση της δικτατορίας εντάχθηκε στο νεοσύστατο τότε κόμμα της Νέα Δημοκρατίας. Εξελέγη βουλευτής Αχαΐας στις εκλογές του 1974 και συμμετείχε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως υφυπουργός Εμπορίου.
Σε επακόλουθους κυβερνητικούς μετασχηματισμούς ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών από το Νοέμβριο του 1974 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1976 και υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (Σεπτέμβριος 1976 – Νοέμβριος 1977).
Στις εκλογές του 1977 επανεξελέγη βουλευτής Αχαΐας και ανέλαβε υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης από το 1977 έως το 1981, αρχικά υπό τον Καραμανλή και στη συνέχεια υπό τον Γεώργιο Ράλλη.
Στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση του 1981 ο Στεφανόπουλος επανεξελέγη βουλευτής Αχαΐας αλλά το κόμμα του έχασε τις εκλογές από το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ.
Ήταν υποψήφιος στις εσωκομματικές εκλογές για την προεδρία της Ν.Δ. αλλά ηττήθηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ.
Ο Αβέρωφ παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1984 για λόγους υγείας και στις εσωκομματικές εκλογές που ακολούθησαν ο Κ. Στεφανόπουλος διεκδίκησε για άλλη μια φορά χωρίς επιτυχία την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ηττημένος αυτή τη φορά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές του 1985 και την επανεκλογή του ως βουλευτής Αχαΐας αποχώρησε από το κόμμα μαζί με εννέα άλλους βουλευτές και στις 6 Σεπτεμβρίου 1985 ίδρυσε τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗ.ΑΝΑ.).
Ο κ. Στεφανόπουλος εξελέγη βουλευτής Α’ Αθηνών στις εκλογές του 1989, ενώ παρέμεινε πρόεδρος του κόμματος αυτού μέχρι τον Ιούνιο του 1994, οπότε η ΔΗ.ΑΝΑ. ανέστειλε τη δράση της, καθώς δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1995, το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης (ΠΟΛ.ΑΝ.) πρότεινε και στήριξε ως υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους, ως ο πέμπτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 10 Μαρτίου 1995. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για δύο συνεχόμενες θητείες από το 1995 έως το 2005, οπότε και τον διαδέχθηκε ο Κάρολος Παπούλιας.
• Κάρολος Παπούλιας: 12 Μαρτίου 2005 – … Δύο Θητείες. Προτάθηκε από Ν.Δ., ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ
Ο Κάρολος Παπούλιας (4 Ιουνίου 1929 χωριό Μολυβδοσκέπαστος Ιωαννίνων) είναι από τις 12 Μαρτίου 2005 Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και στενός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου, διετέλεσε δύο φορές υπουργός Εξωτερικών.
Το 1974 εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ και εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Ιωαννίνων για 27 χρόνια (1977-2004).
Στην πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου διορίστηκε υφυπουργός Εξωτερικών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1984, για να αναβαθμιστεί στη συνέχεια σε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών.
Την περίοδο 1985-1989 διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών, ενώ στην οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα 1989-1990 διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Στη θέση του υπουργού Εξωτερικών επανήλθε το 1993, για να παραμείνει μέχρι το 1996 και την παραίτηση της Κυβέρνησης Παπανδρέου ενόψει της εκλογής Σημίτη στο αξίωμα του Πρωθυπουργού, ο οποίος τον αντικατέστησε με το μεγάλο εσωκομματικό του αντίπαλο Θεόδωρο Πάγκαλο.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2004 προτάθηκε από τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπέρ της πρότασης εκφράστηκε και το ΠΑΣΟΚ. Στην ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή ο Κάρολος Παπούλιας εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο με 279 ψήφους. Οι βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών».
Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ο κ. Παπούλιας επανεξελέγη στο ύπατο αξίωμα της χώρας με 266 ψήφους στο σύνολο των 298 ψηφισάντων. Υπερψηφίστηκε από σύσσωμες τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και του ΛΑΟΣ, ενώ 32 βουλευτές των ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών». Με το αποτέλεσμα αυτό έγινε ο τρίτος Πρόεδρος που επανεξελέγη για δεύτερη θητεία. Ορκίστηκε για δεύτερη φορά στις 12 Μαρτίου 2010.