Επιμέλεια ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΙΣ
Θα κάμουμε τα κόκκαλα των δολοφονημένων από την πείνα παιδιών μας και των υπεραγίων μαρτύρων μας που έπεσαν στη σκλάβα πατρίδα για την ιδέα της Λεφτεριάς, βρόχους γύρω από το λαιμό των σιδηροφράκτων ναζοφασιστών, γιατί έτσι πρέπει να γίνη. Αφάνισαν τη φυλή μας με τη μπότα τα μηχανοκίνητα κτήνη. Θα πληρώσουν. Η ώρα φτάνει. Τα μικρά Ελληνόπουλα πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα. Θα πεθάνουν και τα δικά τους και όσα πρόκειται να γεννηθούν την ώρα που θα σημάνουν οι καμπάνες για την ειρήνη θα ψοφήσουν μέσα στη μήτρα που θα τα έχει συλλάβει σε ώρες που τα δικά μας πέθαιναν επάνω από μαραμένο στήθος της ελληνίδος μαννούλας.
Ξερρίζωσαν από τη ψυχή μας κάθε ανθρώπινο αίσθημα οι κακούργοι, ακόμα και το αίσθημα του οίκτου. Τον πόνο μας δεν θα τον καταλάβουν αν δεν φτάσουμε ως την ψυχοσύνθεσί τους. Θα φτάσουμε γιατί έτσι πρέπει να γίνη. Η γη μας που την ερήμωσαν οι ακρίδες του γελοίου κοκορόφτερου και του στρεβλωτή του συμβόλου της πίστεώς μας, θα λιπανθή με τες σάρκες και τα κόκκαλά τους για να φουντώση πάλι η άνοιξι. Έκαμαν νεκροταφείο απέραντο τη γλυκειά μας Πατρίδα. Μέσα σ’ αυτό θα ταφούν κι αυτοί που τώρα χορεύουν τον κόρδακα της συμφοράς μας. Θα γίνουν και οι δικές τους πατρίδες νεκροταφεία μια μέρα. Σήκωσαν τη ρομφαία του θανάτου έπάνω από τα κεφάλια των λαών. Τώρα θα τη δοκιμάσουν κι’ αυτοί. Φθάνει η ώρα. Το αίμα το δικό μας έτρεξε ποτάμι κι’ όπου έπεσε φούντωσε η φλόγα της Λευτεριάς και φώτισε την ανθρωπότητα. Το δικό τους δηλητηριασμένο από τις αναθυμιάσεις της κακουργίας τους θα πέση στους υπονόμους για να μολύνη την καθαρή ατμόσφαιρα του καινούργιου κόσμου. Έτσι θα γίνη.
Δε σεβάστηκαν τίποτε. Κολύμπησαν στο αίμα μας, έκαμαν την ψυχή μας κατάμαυρη από το βογγητό. Θα φορέση κι’ η δική τους τη μαυρίλα του πένθους μας. Πέθαιναν οι τραυματίαι μας και δεν τους έδιναν ούτε νερό. Βρωμούσαν τα τραύματά τους κι’ αυτοί γλεντικοπούσαν έξω απ’ τη φυλακή που τους είχα. Διαβάστε το παρακάτω γεγονός και μην ανατριχιάσετε.
Στις 28 Μαίου 1941, την ώρα που η Κρήτη γονάτιζε, έξω από τα Χανιά βογγούσαν μερικοί τραυματίαι μας εκ των οποίων δύο Έλληνες και οι υπόλοιποι Άγγλοι. Τους μετέφεραν τα τελευταία υποχωρούντα αποσπάσματα των μαχητών μας στο Νοσοκομείο της Σούδας. Οι ιπτάμενοι δολοφόνοι χτύπησαν το Νοσοκομείο με βόμβες και αποτελείωσαν μερικούς και πρόσθεσαν στους υπόλοιπους και άλλα τραύματα.
Έτσι τους βρήκαν οι κατακτητές και μερικά από τα παλληκάρια μας έτσι όπως ήταν τραυματισμένα τα μετέφεραν στις Καλύβες κοντά στη Σούδα. Ήταν αιχμάλωτοι. Ετοποθέτησαν μερικούς σκοπούς έξω από τα χαλάσματα ενός μικρού οικίσκου με την εντολή να μην επιτρέψουν σε κανένα να πλησιάση.
Επί 39 ώρες οι τραυματίαι έμειναν χωρίς αλλαγή. Εβρώμησαν τα τραύματά τους. Οι σκοποί από τη βρώμα είχαν απομακρυνθή πολλά μέτρα από το σπιτάκι. Το πρώτο βράδυ πέθαναν οι περισσότεροι από γάγραινα. Την άλλη μέρα στη βρώμα του σαπισμένου αίματος των πληγωμένων προσετέθη και η απόπνοια της πτωμαίνης. Είχε μείνει μόνο ένας ζωντανός από τους 9 τραυματίες ο οποίος για να μπορέση να αποφύγη το θάνατο από δηλητηρίασι σύρθηκε ως το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του προς τα έξω.
Ζήτησε νερό από το σκοπό και ‘κείνος γύρισε τον υποκόπανο να τον χτυπήση. 36 ώρες χωρίς νερό και το κτήνος εκείνο αρνήθηκε μια σταλαγματιά νερό. Σε λίγη ώρα περνούσαν μερικοί χωριάτες. Ο ημιλιπόθυμος πεια από τη δίψα τραυματίας ζήτησε βοήθεια. Πλησίασε κάποιος από τους χωρικούς έναν άλλον σκοπό και με νοήματα του είπε πως ο τραυματίας ζητούσε να τον βοηθήσουν να τραβηχτή λίγο από τα πτώματα. Έκαμε μια συγκατάβασι το κτήνος κι’ έτσι ο τραυματίας αξιωματικός μας, ονόματι Α.Κ., βρήκε την ευκαιρία να συνεννοηθή για την απόδρασί του με τους πατριώτες του την ώρα που θα γινόταν η αλλαγή της σκοπιάς.
Έτσι κι έγινε την κατάλληλη ώρα ο τραυματίας σύρθηκε έξω από το σπιτάκι προς την κατηφοριά όπου τον περίμεναν οι πατριώτες και τον μετέφεραν στο πλησιέστερο χωριό και του έπλυναν τα τραύματά του.
Οι άλλοι που πέθαναν ετάφησαν έπειτα από τρεις ημέρες. Ξαναδιάβασε τον πρόλογο αναγνώστη. Ελπίζω ότι θα συμφωνήσης μαζύ μου.
*Ο Αντώνιος Σβώκος ήταν δημοσιογράφος στο Κάιρο της Αιγύπτου. Τη μαρτυρία του αυτή την κατέγραψε και τη δημοσίευσε στο Κάιρο στις αρχές του 1944. Το κείμενο δίνεται όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε με την αρχική του ορθογραφία. Είναι ένα κείμενο άγνωστο στους μελετητές της Ιστορίας της Κρήτης. Ο Α. Σβώκος έγραψε επίσης και λαϊκά μηθιστορήματα, όπως «Οι λήσταρχοι Ρετζαίοι και η ληστεία της Πέτρας», Αθήνα 1928. Κείμενά του δημοσίευε κυρίως στην εφημερίδα «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ». Επίσης διετέλεσε Νομάρχης Πιερίας από τις 10 Φεβρουαρίου 1956 έως τις 23 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, οπότε και πέθανε μετά από εγκεφαλική συμφόρηση στην Κατερίνη.
Αρχείο-Συλλογή: Δανδόλειος Βιβλιοθήκη.