και του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Αυξημένη είναι η φετινή παραγωγή του ελαιολάδου φτάνοντας μάλιστα τους 120.000 τόνους, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρμόδιων υπηρεσιών από όλους του νομούς του νησιού και μάλιστα το 99% των ποσοτήτων αναλογούν σε εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ικανοποιητική τιμή, που ξεκινά από τα 3 ευρώ και φτάνει μέχρι και τα 3,45 σε κάποιους συνεταιρισμούς προοιωνίζουν μια καλή χρονιά για τους ελαιοπαραγωγούς του νησιού.
Η φετινή καλή ελαιοκομική περίοδος για το νησί, επωφελείται ωστόσο και από την κακή συγκυρία για την Ισπανία και την Ιταλία, όπου η παραγωγή ελαιολάδου είναι μειωμένη -με τη συνολική παραγωγή εκεί να μην ξεπερνά τους 600.000 τόνους. Παρουσιάστηκε μία μεγάλη ευκαιρία για τους παραγωγούς της Κρήτης να ενισχύσουν την εξωστρέφεια του προϊόντος και να κάνουν ολοένα και πιο έντονη την παρουσία τους στην διεθνή αγορά. Μετά από μία μακρά περίοδο παρατεταμένης ύφεσης στον ελαιοπαραγωγικό κλάδο βλέπουν το πρόσημο στο ταμείο τους να είναι θετικό, ενώ μπορούν πλέον να καλύψουν τις ανάγκες τους και τα έξοδα παραγωγής διατηρώντας ταυτόχρονα και την ποιότητα του προϊόντος, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός, όπως τόνισε ο επιστημονικός διευθυντής του ΣΕΔΗΚ Νίκος Μιχελάκης.
Ειδικότερα, ο κ. Μιχελάκης ανέφερε: «Η χρονιά που διατρέχουμε υπήρξε μία από τις καλύτερες χρονιές της τελευταίας δεκαετίας και από πλευράς παραγωγής και από πλευράς ποιότητος. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, από τα στοιχεία τα οποία μας έδωσαν οι περιφέρειες της Κρήτης, προκύπτει ότι η παραγωγή στο νησί θα φτάσει φέτος στους 120.000 τόνους. Είναι μια από τις υψηλότερες παραγωγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια. Απ’ την άλλη πλευρά, το ποιοτικό επίπεδο παραγωγής, φαίνεται να είναι αρκετά υψηλό κι αυτό προκύπτει από μια δειγματοληπτική έρευνα σε ελαιοτριβεία που έκανε ο ΣΕΔΗΚ, από την οποία φαίνεται ότι το 99% της ποσότητας που έχει παραχθεί ανήκει στην υψηλότερη ποιοτική κατηγορία του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου κι όχι απλά του εξαιρετικά παρθένου αλλά της εμπορικής ποιότητος που ονομάζεται «extrissimo», δηλαδή ελαιόλαδο το οποίο έχει οξύτητα κάτω από 4 γραμμές, από 0,4. Αυτά βέβαια οφείλονται κατά κάποιον τρόπο σε συγκυριακές συνθήκες, διότι συνέπεσαν με τη μειωμένη παραγωγή της Ισπανίας και της Ιταλίας κι από την άλλη πλευρά στις καιρικές συνθήκες που επικράτησαν το περασμένο καλοκαίρι, οι οποίες δεν επέτρεψαν τον πολλαπλασιασμό και τις δακοπροσβολές. Όμως, κανείς δεν γνωρίζει εάν οι ίδιες συνθήκες θα υπάρξουν και για τη χρονιά που έρχεται».
Σε ότι αφορά την τιμή του ελαιολάδου ο ίδιος πρόσθεσε: «Η τιμή του ελαιολάδου εξακολουθεί να βρίσκεται κατά μέσον όρο στα 3 ευρώ στις συνήθεις αγοραπωλησίες που γίνονται στο νησί, αλλά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις δημοπρασίες που γίνονται από συνεταιρισμούς οι τιμές που επιτυγχάνονται είναι κατά πολύ υψηλότερες και φτάνουν από 3,20 μέχρι 3,45 με πληροφόρησαν σε διάφορους συνεταιρισμούς και επομένως είναι σωστή η μέθοδος της διάθεσης του ελαιολάδου και πρέπει όλοι οι συνεταιρισμοί της Κρήτης αλλά και ιδιωτικά ελαιουργεία να ακολουθήσουν αυτόν τον τρόπο της διάθεσης του ελαιολάδου». Παράλληλα, τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον από την αγορά της Ιταλίας, μία εξέλιξη που θα συνδράμει και στην άνοδο των τιμών σε επίπεδο Κρήτης.
«Η αγορά κάθε χρόνο μας έχει συνηθίσει σε μία ανοδική τιμή ελαιολάδου από τον μήνα Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο βέβαια. Το ευχάριστο για όλους μας είναι ότι απ’ ότι φαίνεται και η παραγωγή είναι σε πολύ καλά επίπεδα. Οι παραγωγοί το έχουν ανάγκη και αυτή είναι μία πολύ θετική εξέλιξη για τον νομό μας και την Κρήτη γενικότερα.
Είναι γεγονός ότι φέτος είχαμε μία πολύ καλή χρονιά σ’ ότι αφορά τόσο την παραγωγή όσο και την ποιότητα του ελαιολάδου και την τιμή βέβαια του προϊόντος. Αυτή τη στιγμή οι τιμές κυμαίνονται στα 3,10 ευρώ το κιλό», υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου, Ανδρέας Στρατάκης.
Υποχρηματοδότηση και γραφειοκρατία «απειλούν» τα ελαιόδεντρα
Τα διαρκώς μειούμενα κρατικά κονδύλια για τη δακοκτονία και οι χρονοβόρες διαδικασίες για την διεξαγωγή των διαγωνισμών δολωματικών ψεκασμών, που είναι απαραίτητοι «απειλούν» την ελαιοπαραγωγή της Κρήτης. Στα 33 εκατομμύρια ανέρχεται ο αριθμός των ελαιόδεντρων του νησιού, που παρότι μεγάλος και σε οικονομικά μεγέθη, εν τούτοις όπως ισχυρίζονται παραγωγοί αλλά και εμπλεκόμενοι του κλάδου της ελαιοκομίας δεν τυγχάνουν την προστασία που τους αξίζει.
Η προστασία των ελαιοδέντρων από τον δάκο ήταν το θέμα της ημερίδας που διοργανώθηκε χθες στο Ρέθυμνο από την Περιφέρεια, τον Δήμο, τον ΣΕΔΗΚ και άλλους φορείς που ασχολούνται με το θέμα, όπου για μια ακόμα φορά συζητήθηκαν τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, αλλά και την αναγκαιότητα της κρατικής στήριξης για την προστασία τους. Στην ημερίδα είχε προσκληθεί και εκπρόσωπος του υπουργείου, προκειμένου να ενημερωθεί από τους παράγοντες για τα τεράστια ζητήματα του κλάδου, ωστόσο δεν παραβρέθηκε, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια.
Σημειώνεται ότι πάγιο αίτημα των φορέων της Κρήτης είναι η αποκέντρωση σε ότι αφορά τους διαγωνισμούς της δακοκτονίας, το οποίο επίσης έχει τεθεί επανειλημμένως υπ’ όψιν του υπουργείου, δίχως όμως μέχρι σήμερα να έχει δοθεί καμία απάντηση.
Σε δηλώσεις της η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου Μαίρη Λιονή, υποστήριξε: «Τα ελαιόδεντρα της Κρήτης είναι πάρα πολλά, είναι 33 εκατομμύρια, που σημαίνει, το κόστος αυτή τη στιγμή μαζί με τα φάρμακα, με την πολύ μεγάλη υποχρηματοδότηση είναι γύρω στα εννέα με δέκα εκατομμύρια ετησίως, μόνο για την Κρήτη. Η γραφειοκρατία είναι απίστευτη για να γίνει η δακοκτονία, η οποία θα πρέπει να γίνεται στην ώρα της. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ο διαγωνισμός της δακοκτονίας σαν ένας οποιοσδήποτε διαγωνισμός για παροχή κάποιας υπηρεσίας, γιατί δεν μας περιμένει ο δάκος να τελειώσουμε εμείς τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Μέχρι και πέρυσι (δεν θέλω να πιστέψω ότι θα γίνει και φέτος) η δακοκτονία ξεκινούσε παράτυπα με διπλή εντολή που έδινε ο περιφερειάρχης στις υπηρεσίες μας να την ξεκινήσουμε χωρίς καν να έχουμε συμβάσεις, γιατί αν περιμέναμε να ελεγχθούν οι συμβάσεις απ’ το Ελεγκτικό Συνέδριο που πάει Αύγουστος, δεν θα κάναμε ποτέ δακοκτονία».
Αναφερόμενη στην αναγκαιότητα η Περιφέρεια Κρήτης να αναλάβει τους διαγωνισμούς για την δακοκτονία υποστήριξε: «Ζητάμε να γίνει πραγματική αποκέντρωση της δακοκτονίας, έτσι ώστε και τα χρήματα να τα έχουμε εγκαίρως εδώ, για να ξεκινάνε οι διαδικασίες εγκαίρως, να μη μας παίρνει Αύγουστος και βεβαίως να ρυθμίζει ο καθένας τα του οίκου του, πράγματα που δεν μπορούν να ρυθμιστούν κεντρικά. Και θα έπρεπε κάποιος εκπρόσωπος του υπουργείου που είχε κληθεί μετ’ επιτάσεως από τους διοργανωτές της ημερίδας, να είναι εδώ, να ακούσει τους αρμόδιους, να ακούσει τους υπηρεσιακούς παράγοντες, να ακούσει τους παραγωγούς».
Στη σημασία της ελαιοπαραγωγής του νησιού στην τοπική οικονομία και όχι μόνο αναφέρθηκε ο πρόεδρος του ΣΕΔΗΚ Γιώργος Μαρινάκης, επισημαίνοντας την ανάγκη προστασίας των ελαιόδεντρων: «Κάθε μονάδα οξύτητας που προσθέτουμε στο προϊόν μας είναι αφαίρεση τριών εκατομμυρίων ευρώ εισοδήματος από τους παραγωγούς μας. Νομίζουμε ότι κάνουμε οικονομία αλλά στην ουσία καταστρέφουμε ένα προϊόν το οποίο μπορούσε και είναι προς το παρόν σε πολύ υψηλό επίπεδο διατροφικής αλλά και, από πλευράς συστατικών, αξίας. Αλλά αν δεν το προστατεύσουμε δεν ξέρουμε τι θα συμβεί…».
Ο κ. Μαρινάκης δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για την απουσία από την ημερίδα εκπροσώπου του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Σημασία θα είχε να ήταν εδώ το υπουργείο για να γίνει μία πολιτική διαβούλευση. Ο κύριος Σγουρίδης έστειλε μία επιστολή που επιθυμεί αυτή τη συνεργασία, εμείς όμως ζητήσαμε να είναι εδώ οι υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου, γιατί εκεί είναι το πρόβλημα και πρέπει να το καταλάβουμε ότι το θέμα του δάκου για την Κρήτη έχει να κάνει με πάρα πολλά πράγματα και κυρίως με το εισόδημα του παραγωγού, αφού δυστυχώς έχουμε καταλήξει στην Κρήτη να έχουμε σχεδόν μόνο καλλιέργεια της ελιάς».
Από την πλευρά του ο επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ Νικος Μιχελάκης, ανέφερε: «Τα χρήματα τα οποία απαιτεί η δακοκτονία, μπορούν να εξευρεθούν από πολλές άλλες πηγές και όχι μόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για παράδειγμα, μπορεί να επιβαρύνουν την ΚΑΠ, κι από την άλλη πλευρά θα πρέπει να εξεταστεί το θέμα της περιφερειακοποίησης, δηλαδή της ανάδειξης του θέματος της δακοκτονίας συνολικά από τις Περιφέρειες».