Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ αποτέλεσε μέρος του συστήματος οικονομικής και πολιτικής διαπλοκής. Για όλο το σύστημα εξουσίας, κύριο μέλημά τους είναι να αποτελέσει ο ΣΥΡΙΖΑ όσο πιο σύντομη παρένθεση. Ο κλοιός με τις ανομίες έρχονται στο φως, αναλαμβάνει ρόλο η δικαιοσύνη και όσο αυτή καθυστέρει αντιλαμβάνονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται και γίνεται κυρίαρχος του παιχνιδιού που δύσκολα θα ανατραπεί.
Η γραμμή της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπαγορεύεται κυρίως από τέτοια κέντρα με σύνθημα «η κυβέρνηση είναι επικίνδυνη και πρέπει να φύγει».
Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πραγματικότητα και πρέπει η ΝΔ να το αντιληφθεί, δεν μπορεί να εμμένει σε αυτή την αδιέξοδη πολιτική γραμμή. Μια τέτοια στρατηγική δεν βοηθά στην υπαρκτή ανάγκη για συνεννόηση για την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Δυστυχώς μια τέτοια τακτική παραπέμπει μάλλον σε ένα κόμμα διαμαρτυρίας παρά σε ένα κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, και αποδεικνύει το μεγάλο κενό στρατηγικής.
Οι «παραιτηθείτε» ήταν ένα καλό παράδειγμα αυτής της έλλειψης στρατηγικής για τη ΝΔ Μητσοτάκη. Ξεκίνησαν με προσεκτική στήριξη από τη ΝΔ αλλά μέσα σε λίγες ημέρες έγιναν σημαία της. Ξεχνώντας τη συνεχή προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα «κεντρώο» προφίλ ο κ. Μητσοτάκης επέτρεψε σε ακραίους όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης να τον σύρουν πίσω από τη φιλοδοξία τους να στήσουν ένα κίνημα «κατσαρόλας». Γιατί; Επειδή ο κ. Μητσοτάκης πίστεψε ότι (κυριολεκτικά από το τίποτε) θα προκύψουν μεγάλες συγκεντρώσεις και θα τον σηκώσουν στους ώμους τους προς την ποθητή εξουσία.
Όταν η φούσκα έσκασε, όταν οι «παραιτηθείτε» συγκέντρωσαν περίπου όσους πολίτες συγκεντρώνει ένα κόμμα του 3-5% στην Αθήνα, ο κ. Μητσοτάκης χρεώθηκε μια τελείως περιττή αποτυχία. Οργανωτικά αλλά, ακόμη χειρότερο, πολιτικά. Χρεώθηκε μια αποτυχημένη συγκέντρωση «κατσαρόλας», δηλαδή μια πολιτική πρακτική Φαήλου Κρανιδιώτη.
Το μεγάλο έλλειμμα στρατηγικής της ΝΔ επί Μητσοτάκη αναδεικνύεται και σε σοβαρότερα ζητήματα από τις κατσαρόλες. Ενώ ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναδεικνύει το σχέδιο της κυβέρνησης για την επιστροφή στην ανάπτυξη μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ο κ. Μητσοτάκης παίζει με πυροτεχνήματα. Ξαφνικά λοιπόν ανακάλυψε τη δυνατότητα η Ελλάδα να διαπραγματευτεί συμφωνία με τους εταίρους της για μικρά πρωτογενή πλεονάσματα.
Η έλλειψη σοβαρότητας σ’ αυτή την περίπτωση είναι τόση που σίγουρα θα προκαλεί γέλια ακόμη και στους φίλους του στην ευρωπαϊκή Δεξιά. Η ΝΔ όχι μόνον είχε δεσμευτεί ως κυβέρνηση για τα τεράστια πλεονάσματα του 4,5% αλλά στη συνέχεια κατηγορούσε την κυβέρνηση της αριστεράς επειδή διαπραγματευόταν σκληρά επί μήνες ακριβώς για να μειώσει αυτά τα πλεονάσματα.
Είναι η μεγαλύτερη αναστροφή, ή τούμπα επί το λαϊκότερο, που έχει κάνει έλληνας πολιτικός μετά την μνημονιακή στροφή Σαμαρά. Και οφείλεται αποκλειστικά στο κενό στρατηγικής της ΝΔ συν την προσωπική βιασύνη του αρχηγού της.
Ο κ. Μητσοτάκης πολύ απλά δεν φανταζόταν ότι η κυβέρνηση της αριστεράς θα ολοκληρώσει την αξιολόγηση χωρίς πρόσθετα μέτρα. Βλέποντας το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και επίσης την έναρξη της συζήτησης για το χρέος, κατάλαβε ότι μετά το 2018 οι απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα θα μειωθούν, ενώ η χώρα θα έχει μπει στο δρόμο της ανάπτυξης. Κατάλαβε δηλαδή ότι, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, το βασικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ έχει πια την αποδοχή της Ευρώπης και θα πετύχει. Και αποφάσισε να παρουσιάσει το σχέδιο αυτό για δικό του!
Επειδή βέβαια παραμένει δογματικά νεοφιλελεύθερος, το πυροτέχνημα έσκασε στα χέρια του. Γιατί έσπευσε να συνδέσει το στόχο των μικρότερων πλεονασμάτων με νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» στην οικονομία, όπως ακριβώς το ΔΝΤ. Εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει ότι αν εφαρμοστούν οι πολιτικές ακραίας λιτότητας που προτείνει το ΔΝΤ, η ανάπτυξη θα υπονομευθεί και η χώρα δεν θα πετύχει κανέναν στόχο της. Ανάπτυξη στηριγμένη στη λιτότητα είναι μια πολιτική καταδικασμένη και αποτυχημένη σε δεκάδες κράτη από το 70 και μετά. Η πολιτική αυτή δεν συνιστά αναπτυξιακή στρατηγική αλλά την πλήρη έλλειψή της.
Το προσεχές διάστημα το κενό στρατηγικής του κ. Μητσοτάκη θα αναδειχθεί και σε ένα τρίτο ζήτημα, την αλλαγή του εκλογικού νόμου και τη Συνταγματική αναθεώρηση. Ο κ. Μητσοτάκης, ενώ μιλάει για μεταρρυθμίσεις και ανανέωση, είναι ο πιο σκληρός υποστηρικτής του παλιού πολιτικού και κομματικού συστήματος. Ήδη φαίνεται ότι είναι απομονωμένος, η μοναδική πολιτική δύναμη που επιμένει στα ενισχυμένα εκλογικά συστήματα των τελευταίων 40 ετών. Ο κ. Μητσοτάκης στην πραγματικότητα επιδιώκει να συνεχιστεί το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, που έχει πια ξεπεραστεί από την κοινωνία. Και το επιδιώκει αυτό μη παίρνοντας υπόψη ότι το μεταπολιτευτικό σκηνικό τέλειωσε. Ότι η χώρα έχει ανάγκη για βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος. Ότι η νομιμότητα, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η συμμέτοχη, αποτελούν βασικές αναγκαίες αλλαγές για να προχώρηση η χώρα και η κοινωνία.
Βεβαίως ο Μητσοτάκης εκπροσωπεί μια από τις βασικότερες πολιτικές δυναστείες που επωφελήθηκαν από το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης και τη διαπλοκή του με διάφορα κέντρα εξουσίας, και προφανώς η ΝΔ είναι δύσκολο να υιοθετήσει μια τέτοια στρατηγική.
Μέσα από όλες αυτές τις αντιφάσεις και τα κενά στρατηγικής, οι επιδιώξεις του κ. Μητσοτάκη εκφράζουν όλο και λιγότερο ακόμη και το κόμμα του. Η κεντροδεξιά πτέρυγα δυσανασχετεί που η ΝΔ τρέχει πίσω από συγκεντρώσεις στη λογική του Άδωνι. Οι αληθινοί ευρωπαϊστές δεν συμφωνούν με τη διαρκή ταύτιση της ΝΔ με το ΔΝΤ. Οι πολιτικά φιλελεύθεροι διαφωνούν με την επιμονή στα ενισχυμένα εκλογικά συστήματα και στο σύστημα διαπλοκής και εξαρτήσεων που θέριεψε σ’ αυτό το περιβάλλον.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδεικνύεται πολύ «λίγος» για τις σημερινές συνθήκες. Η Ελλάδα με την κυβέρνηση της αριστεράς προχωρά μπροστά στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία ενώ ο ίδιος ως νεοφιλελεύθερος υπερασπίζεται πεισματικά όλα εκείνα τα κακά στοιχεία του παρελθόντος που μας οδήγησαν σε αδιέξοδα.
*Ο Παναγιώτης Σκούτας είναι διευθυντής του γραφείου του υπουργού Επικράτειας Νίκου Παππά, μέλους της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ