Την έντονη ανησυχία τους για την πτωτική πορεία που εξακολουθούν να καταγράφουν οι τιμές πώλησης του ελαιολάδου, εκφράζουν οι ελαιοπαραγωγοί της Κρήτης αλλά και της χώρας γενικότερα, δεδομένου ότι η πτώση των τιμών είναι σε χαμηλότερα επίπεδα ακόμα και από το κόστος παραγωγής.
Αυτό υποστήριξε μιλώντας χθες στα «Ρ.Ν.» ο επιστημονικός σύμβουλος του συνδέσμου ελαιοκομικών δήμων Κρήτης (ΣΕΔΗΚ), Νίκος Μιχελάκης. Ο κ. Μιχελάκης τόνισε χαρακτηριστικά πως οι τιμές των πολύ καλών ελληνικών έξτρα ελαιολάδων (δηλαδή, 0,3 οξύτητα) στις περισσότερες περιπτώσεις κυμαίνονται στα 2,40 έως 2,50 ευρώ το κιλό, ακολουθώντας τις τιμές των μεσαίας τάξης έξτρα ελαιολάδων της Ισπανίας, που πωλούνται προς 2,45 ευρώ το κιλό. Και όλα αυτά, την στιγμή που οι τιμές των έξτρα ελαιολάδων της Ιταλίας, κυριολεκτικά ίπτανται σε ύψη διπλάσια, καθώς αγγίζουν τα 5,05 ευρώ το κιλό.
«Ωστόσο, όπως φαίνεται και από το δελτίο τιμών του ΣΕΔΗΚ του Ιουλίου, υπάρχουν και υψηλότερες τιμές, δηλαδή, 2,70 ευρώ το κιλό, οι οποίες δίδονται από τις τυποποιητικές επιχειρήσεις «ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ Α.Ε.» και «ΑΝΩΣΚΕΛΗ Α.Ε.» και οπωσδήποτε υποδηλώνουν ότι η τυποποίηση επιτρέπει σαφώς καλύτερες τιμές για τους παραγωγούς. Όμως, υπάρχουν και οι περιπτώσεις με ανεξήγητα χαμηλές τιμές, όπως 2.20 ευρώ το κιλό της «Ε.Α.Σ. Πεζών» που πιθανώς αποτελούν αποτέλεσμα της λειτουργίας του συστήματος «αποθήκευση – κόψιμο», σχολίασε μεταξύ άλλων στην εφημερίδα μας ο Νίκος Μιχελάκης.
«Οι τιμές οδηγούν σε… εγκατάλειψη της καλλιέργειας»
Εν τω μεταξύ, όπως σημείωσε ο επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ, οι τιμές του «πράσινου χρυσού» τόσο στην Ισπανία, όσο και στην Ελλάδα «κατρακύλησαν» φέτος τόσο πολύ, ώστε να είναι χαμηλότερες και από το κόστος παραγωγής.
Αυτό -όπως είπε- φαίνεται καθαρά από την σύγκριση των σημερινών τιμών με το κόστος παραγωγής το οποίο, με βάση πρόσφατη μελέτη ισπανού καθηγητή για τους παραδοσιακούς ελαιώνες της Ισπανίας, ανέρχεται σε 2,93 ευρώ το κιλό.
Στο σημείο αυτό ο κ. Μιχελάκης τόνισε χαρακτηριστικά τα παρακάτω: «Είναι όμως φανερό ότι για τους αντίστοιχους ελαιώνες της Ελλάδας, λόγω ανώμαλου εδάφους και του μικρού κλήρου, ασφαλώς το κόστος παραγωγής θα είναι κατά πολύ υψηλότερο. Έτσι, είναι επίσης φανερό ότι αν συνεχιστεί η κατάσταση αυτή, η εγκατάλειψη της καλλιέργειας, συμπτώματα της οποίας από καιρό έχουν ήδη αρχίσει, θα αποτελέσει πλέον μόνιμη κατάσταση με οδυνηρές συνέπειες».
Και συνεχίζοντας πρόσθεσε πως «είναι επομένως φανερό, ότι θα πρέπει να ληφθούν θαρραλέα και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε ο τομέας της ελαιοκομίας που αποτελούσε τον κυριότερο οικονομικό πόρο του νησιού και την βασική απασχόληση των κατοίκων του τις τελευταίες δεκαετίες, να μην απολέσει την ιστορική αξία του. Άλλωστε, η ευθύνη των παραγόντων και των πολιτικών του νησιού θα είναι τεράστια».
Σύμφωνα επίσης με τα όσα παρατήρησε στην εφημερίδα μας ο κ. Μιχελάκης, η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της ελαιοκομίας στην Ελλάδα, έχει πλέον φτάσει στο απροχώρητο. Αυτό, όπως εξήγησε, σημαίνει ότι οι εν λόγω εξελίξεις, θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά και τους παραγωγούς με τις οργανώσεις τους, αλλά και όλους τους παράγοντες του τόπου και κατ’ επέκταση και την ίδια την κυβέρνηση.
«Η υψηλή διαφορά τιμών παραγωγού μεταξύ Ιταλίας (5,05 -4.20 ευρώ το κιλό) και Ελλάδας (2,70-2,20 ευρώ το κιλό), η οποία παρατηρείται συνεχώς τον τελευταίο χρόνο, καταδεικνύει σαφώς ότι ο ρόλος που παίζουν οι συνθήκες της τοπικής αγοράς κάθε χώρας για τις τιμές παραγωγού, είναι απολύτως αποφασιστικός. Επομένως, είναι σαφές ότι θα πρέπει άμεσα να θεσμοθετηθούν μέτρα που θα ανατρέπουν τα «κακώς κείμενα» και τις αγκυλώσεις της ελληνικής αγοράς ελαιολάδου στο επίπεδο του παραγωγού, πράγμα που ανεξάρτητα από τα αίτια του, αναγκαστικά πέφτει στις υποχρεώσεις της νέας ηγεσίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης», κατέληξε μεταξύ άλλων ο Νίκος Μιχελάκης.
Αλλαγές και μέτρα εξορθολογισμού της αγοράς
Παρουσιάζοντας επίσης συνοπτικά ο κ. Μιχελάκης, τα κυριότερα από τα μέτρα εξορθολογισμού της αγοράς, τα οποία -όπως είπε- έχουν αναλυθεί και επισημανθεί πολλές φορές στο παρελθόν, τόνισε μεταξύ άλλων και τα παρακάτω:
«Τα μέτρα αυτά επικεντρώνοντας στα εξής:
– Η άμεση αγορά προϊόντος τοις μετρητοίς από παραγωγούς, πρέπει να γίνεται σε τιμές ενιαίες και όχι αλλά καρτ, με όρους και τιμές αναρτημένες στο διαδίκτυο και στους χώρους αγοράς.
– Η διάθεση με «αποθήκευση και κόψιμο» πρέπει να εξορθολογιστεί και θεσμοθετηθεί, ώστε να γίνεται με βάση έγγραφες συμφωνίες για τον χρόνο, τον τρόπο, την ασφάλεια, το ενοίκιο και τη διαδικασία διάθεσης ή επιστροφής. Η διάθεση προϊόντος σε χρόνο και τιμές που δεν γνωρίζει ο παραγωγός, οδηγεί σε εκτροπές, φοροδιαφυγές και δικαστικές διενέξεις.
– Οι συνεταιρισμοί, αλλά και ιδιώτες που τυγχάνουν δανειοδοτήσεων και επιχορηγήσεων πρέπει να διαθέτουν το χύμα προϊόν των παραγωγών με διαγωνισμούς με άμεσες, κατά διαγωνισμό ή καλύτερα με συνολικές εκκαθαρίσεις στο τέλος.
– Η προώθηση της τυποποίησης από ιδιώτες, πρέπει να επιτευχθεί όχι με την αύξηση του αριθμού, αλλά με την αύξηση τη δυναμικότητας των μονάδων, με στόχο να αντέχουν το κόστος τυποποίησης, διακίνησης και προβολής του προϊόντος. Η παροχή δανειοδοτήσεων και ενισχύσεων για υποδομές η κεφάλαια κίνησης πρέπει να γίνεται με κριτήριο την βιωσιμότητα και εξέλιξη της επιχείρησης και όχι απλά την εξασφάλιση της επιστροφής των δανείων.
– Η προώθηση της τυποποίησης από τους συνεταιρισμούς πρέπει να επιδιωχθεί με διάθεση του προϊόντος των συνεταίρων τους με διαφάνεια και σταδιακή η τελική εκκαθάριση. Έτσι, θα δικαιούνται και αυτοί να συμμετέχουν στην υπεραξία της τυποποίησης.
Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν προσωπικές μου απόψεις, που δεν διεκδικούν το αλάθητο. Όμως, καλό θα είναι τόσο οι παραγωγοί, όσο και η κυβέρνηση να τις εξετάσουν ώστε να κάνουν και εκείνοι με τη σειρά τους τις προτάσεις τους».